Αστική ποίηση
Οι «Μικροί Δρόμοι της Αθήνας» (Εκδόσεις Μεταίχμιο) είναι η δεύτερη συλλογή κειμένων και φωτογραφιών του Νίκου Βατόπουλου μετά το «Περπατώντας στην Αθήνα». Ακόμη περισσότερο κι από τον πρώτο τόμο, οι φωτογραφίες του Βατόπουλου προκαλούν ανατριχίλα. Τα κείμενά του δεν είναι απλά δοκίμια ή οδοιπορικά· έχουν την οικονομία λόγου, τον γλωσσικό πλούτο και τη συναισθηματική φόρτιση αστικής ποίησης.
«Ο περίγυρος εκείνη την ώρα ήταν ο εαυτός μου, ένας μόνος παρατηρητής, μοναχικός διαβάτης, ένας υποβολέας εσωτερικών μονολόγων» (σελ. 143).
Ταυτόχρονα όμως ο Βατόπουλος προσφέρει πολύτιμη υπηρεσία στις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες: το οδοιπορικό αυτό αποτελεί μια αυτούσια εργασία με συστηματική μεθοδολογία και συνεκτικό λεξιλόγιο· είναι μια ολοκληρωμένη αστική εθνογραφία που παράγει δεδομένα και διαπερνά τη διαχωριστική μεμβράνη μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού.
«Η Αθήνα έχει συστολή, παρότι επιδεικνύει χιλιάδες μπαλκόνια, διαθέτει όμως το δικό της χάρισμα της ημιδιαφάνειας, της ενδιάμεσης κατάστασης ανάμεσα στην ιδιωτικότητα και στη δημόσια ζωή με έναν τρόπο τόσο χωνεμένο, ώστε ανάμεσά τους έχει εγκαθιδρυθεί ισορροπία ή έστω ανοχή» (σελ. 219).
Μια ολόκληρη εποχή ζωντανεύει και ξεπηδά μέσα από τους περίκλειστους κήπους και τις εγκαταλελειμμένες αυλές μικροαστικών μονοκατοικιών σε λαϊκές συνοικίες της Αθήνας. Είναι ο τρόπος ζωής μιας αναδυόμενης τάξης ανθρώπων που ονειρεύτηκαν και κόπιασαν για να φτιάξουν την οικογένεια και το νοικοκυριό τους· μικρόκοσμοι που αναπτύχθηκαν και υφάνθηκαν μαζί, χτίζοντας τον αστικό ιστό και μια ολόκληρη κοινωνία στις αρχές και τα μέσα του 20ού αιώνα.
«Αλλά το σαλόνι είχε όλα τα έπιπλα που θα περιμένε να δει κανείς σε ένα αστικό σπίτι. Τραπεζαρία από καρυδιά και μπουφές με φρουτιέρα, το γραφείο του παππού, που θα είχε συλλογή γραμματοσήμων, τις ελαιογραφίες με νεκρές φύσεις και τη φωτογραφία των προγόνων, με λήψη το 1908, ίσως στην Αλεξάνδρεια, ίσως και στην οδό Αιόλου. Αλλά όλα αυτά διυλίστηκαν στο φως της Αττικής, όταν με τον σημερινό απόγονο και ιδιοκτήτη του σπιτιού βγήκαμε στο στενό μπαλκόνι και αγναντέψαμε τη γειτονιά» (σελ. 73).
Ο Βατόπουλος μας χαρίζει ένα εγχειρίδιο εμπλοκής με το αστικό τοπίο· ένα ζευγάρι γυαλιά που λειτουργούν σαν φίλτρο και σαν αντικλείδι, βοηθώντας μας να δούμε, να καταλάβουμε και να βιώσουμε ένα οικοσύστημα που μας περιβάλλει και που —ακριβώς επειδή είναι εκεί πάντα τριγύρω μας— το θεωρούμε δεδομένο.
«Το βλέμμα που απλώνουμε στην πόλη είναι και αυτό ένα παράγωγο της ιστορίας και μιας ορισμένης προκατάληψης. Είναι, δηλαδή, ένα βλέμμα υποκειμενικό, επιλεκτικό, ενίοτε διεκδικητικό και σχεδόν πάντα παρηγορητικό ή καταγγελτικό. Το βλέμμα στην πόλη είναι ο ορισμός της υποκειμενικότητας» (σελ. 9).
Το μάτι μας —επηρεασμένο από το μυαλό μας, από μια κουλτούρα εθνικής ματαίωσης— έχει συνηθίσει να βλέπει και να αναπαράγει μόνο την ασχήμια: τη βρομιά, τον βανδαλισμό, την παρακμή, τη φθορά. Όπως όμως και στους ανθρώπους, η ουλή, η ρυτίδα, το ελάττωμα, η αδυναμία και το σημάδι κωδικοποιούν το παρελθόν: τον θρίαμβο και την τραγωδία, τη βιοπάλη, την επιμονή, το λάθος, την πείρα, τη ματαιοδοξία, τη σοφία, τον απόηχο της ζωής.
«Η αστική περιήγηση [...] αυτό που πολύ απλά είναι ανάγκη και διεύρυνση, εσωτερική και αναπόδραστη, είναι παράλληλα μια διαδικασία ενηλικίωσης. Είναι η αποδοχή της παράλληλης ζωής, όπως αυτή αντανακλάται σε πολλές και αντιφατικές εκδοχές, σε προσόψεις σπιτιών, σε πίσω αυλές, σε χαραμάδες, σε ταράτσες και κρυφά περάσματα» (σελ. 10).
Ο Βατόπουλος βρίσκει τον τρόπο να παραμερίσει τον οπτικό θόρυβο. Εστιάζει τον φακό του στη λεπτομέρεια, στον παράδρομο, στον μικρόκοσμο: στην υφή του φθαρμένου σοβά, στο χρώμα του τοίχου, στο σχήμα του διάκοσμου, στη γραμμή του περβαζιού, στη λειτουργία του σχεδίου, στην πρόθεση του ιδιοκτήτη· στο μανταλωμένο παντζούρι και την αρ ντεκό εξώπορτα· στο σκαλοπάτι και τον διάκοσμο· στον φράχτη, την πέτρα, το φανάρι. Μας αποκαλύπτει έναν τεράστιο αισθητικό και αρχιτεκτονικό πλούτο· ένα παράλληλο σύμπαν που βρίσκεται στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου.
«Σε εκείνα τα στενά του Βοτανικού είδα τη δύναμη της συνοικίας, εκείνης που έχει εγκαταλειφθεί και που σώζεται από σκόρπιες χειρονομίες αγάπης. Είδα εκείνα τα όμορφα σπίτια που τα φρόντισαν με εκείνη την ανιδιοτελή πράξη ανταπόδοσης, σκόρπια, λίγα, αλλά ευγενή. Και δίπλα τους, τα πολλά, τα άδεια, τα έρημα, τα μοναχικά. Πίσω από πόρτες κλειστές, κόσμοι ολόκληροι είχαν ήδη κυλήσει στην ανυπαρξία» (σελ. 123).
Αυτό το αστικό σύμπαν φαίνεται σαν να είναι κολλημένο εκεί, στο μεταίχμιο, αλλά —σαν την άμμο της κλεψύδρας— μετακινείται αδιόρατα προς το παρελθόν. Όταν συνειδητοποιούμε την αξία του, έχει ήδη εξαφανιστεί. Υπάρχει άραγε μεγαλύτερη ευλογία από το να είσαι παρών; Από το να βιώνεις τον χώρο μέσα στον χρόνο;
[ Φωτογραφία: είσοδος μονοκατοικίας στη Νέα Ιωνία, ΡΓ ].