Αστικό μπλόκο
Προχωρημένο πρωί Παρασκευής, μιας Παρασκευής για την οποία όλοι ήμασταν υποψιασμένοι ότι θα ήταν ιδιαίτερη και δύσκολη. Οι δρόμοι, όσο πλησιάζω στο κέντρο, είναι όλο και πιο άδειοι, η κίνηση ελάχιστη, ακόμη και οι πεζοί είναι λίγοι, τα πάντα υποτονικά, σχεδόν θλιμμένα. Γίνονται ήδη φασαρίες σε κάποια σημεία της πόλης, η παρουσία της αστυνομίας είναι αριθμητικά εντυπωσιακή, κλούβες, ένστολοι, μηχανές, περιπολικά σε πλήρη ανάπτυξη.
Ελάχιστοι ζητούν ταξί, ούτε καν ο ήχος κλήσης της εφαρμογής δεν ακούγεται, μάλλον οι κάτοικοι αποφάσισαν να μη μετακινηθούν μια τέτοια ημέρα. Στην πρώτη διαδρομή έχω ένα εντελώς ανυποψίαστο ζευγάρι, κοιτούν γύρω και αναρωτιούνται γιατί υπάρχει τόση αστυνομία, τι είναι σήμερα κι έχει αυτή την εικόνα η πόλη. Νευριάζω και λυπάμαι ταυτόχρονα αλλά τους απαντώ με ψυχραιμία. Ίσως και να ζηλεύω λίγο την άγνοιά τους. Ο επόμενος επιβάτης είναι μεγάλος σε ηλικία, παλιός Αθηναίος, γνωρίζει καλά κάθε μικρό δρομάκι, σχεδιάζουμε μαζί πώς θα φτάσουμε στην άλλη άκρη της πόλης χωρίς να συναντήσουμε εμπόδια και συζητούμε για την εικόνα της αγαπημένης μας πόλης μια τέτοια μέρα.
«Όλα αυτή η έρμη η πόλη τα πληρώνει. Να θες να πας για τις δουλειές σου και να πρέπει να πάρεις δελτίο κινητοποιήσεων για να διανύσεις μια απόσταση λίγων χιλιομέτρων. Κάθε εβδομάδα κι από κάτι».
Του απαντώ πόσο πολύ συμφωνώ μαζί του και πόσο δύσκολο είναι όλο αυτό ειδικά για όσους από εμάς ο βιοπορισμός μας εξαρτάται από την ομαλή ζωή στην πόλη, από τους ανοιχτούς δρόμους και τις μετακινήσεις των κατοίκων της.
Η ημέρα προχωρά και η κατάσταση δυσκολεύει. Σταδιακά κλείνουν κεντρικοί δρόμοι, είναι η ώρα που οι περισσότεροι σχολούν από τις δουλειές τους, οι κλήσεις από την εφαρμογή είναι τώρα ασταμάτητες, αλλά, πλέον, δεν είναι δυνατόν να προσεγγίσω τους επιβάτες. Με μεγάλο κόπο, τηλέφωνα και μηνύματα, και αφού περπάτησε για ώρα, η επόμενη επιβάτιδα κάθεται θυμωμένη στο πίσω κάθισμα.
«Πάμε βόρεια, να φύγουμε από εδώ μέσα! Κι εσείς να συνεχίσετε βόρεια μετά, μην ξαναμπείτε στο κέντρο, θα υποφέρετε!»
Η συζήτηση με την κυρία έχει ενδιαφέρον, θυμωμένες και λυπημένες και οι δύο, εξιστορούμε η μία στην άλλη τις εκάστοτε περιπέτειές μας από τους κλειστούς δρόμους.
«Ευχαριστώ πολύ», μου είπε στο τέλος. «Χαλάρωσα λίγο με την κουβέντα, εδώ με αφήνετε, στο καλό και, σας το επαναλαμβάνω, μην τυχόν και ξαναμπείτε στο κέντρο».
Στην επιστροφή από τα βόρεια της πόλης, βλέπω κι άλλους δρόμους να κλείνουν, η πρόσβαση ακόμη και στο ευρύτερο κέντρο της πόλης είναι πλέον αδύνατη, τα αυτοκίνητα στοιβάζονται στους περιφερειακούς δρόμους, το ραδιόφωνο ενημερώνει για τους κλειστούς δρόμους και την εξέλιξη της απόβασης στο κέντρο της πόλης.
Μέχρι εδώ για σήμερα, σκέφτομαι. Έτσι κι αλλιώς βγήκα με έναν κόμπο στον λαιμό και στο στομάχι. Όλη την ημέρα νιώθω σαν να έρχονται εισβολείς στην πόλη, στρατοπεδεύουν στο κεντρικότερο σημείο της, τη γεμίζουν με άθλια τσίκνα, μουσικές που έρχονται από άλλες εποχές, ανάβουν φωτιές, την κακοποιούν. Φεύγοντας, θα την αφήσουν πιο βρόμικη και πιο πληγωμένη.
Στον δρόμο προς το σπίτι, αναρωτιέμαι πώς θα αντιδρούσε κάποιος από αυτούς αν έμπαινα με το ταξί μου στο χωράφι του και ρήμαζα τον κόπο του, πώς θα ένιωθε αν η δική του τοπική κοινωνία δεχόταν αυτήν την εισβολή.
Στο σπίτι, η εικόνα στην τηλεόραση μεγαλώνει την απογοήτευση της ημέρας. Χάος, ψευτομαγκιές, αισθητική που προσβάλλει την ίδια τη λέξη.
Φτάνει για σήμερα. Γενικώς.