Αυτή (δεν) είναι η Αθήνα
Το ’79, η Αθήνα τελείωνε στον Σταυρό κι από εκεί ξεκινούσε η γη του χωριάτικου ψωμιού και της ρετσίνας. Στο Ζάσταβα του πατέρα, κατά σειρά συναντήσαμε τον Γέρακα, την Παλλήνη και το σημαντικότερο από όλα τα ορόσημά μου: το Περίπτερο του Φρόγκυ, όπως ονόμαζε η «Αγνό» την εγκατάστασή της, κάπου στο Πικέρμι. Μέχρι το Μάτι, το κοντέρ από τον Πειραιά είχε μετρήσει σαράντα χιλιόμετρα. Ήταν ένας άλλος κόσμος, με πεύκα, θάλασσα και θερινά σινεμά – κάτι σαν το νησί που συνήθως με φιλοξενούσε, αλλά χωρίς να διασχίζεις το Αιγαίο.
Στην επιστροφή από τις διακοπές –ανεξάρτητα από τον τόπο τους– η αίσθηση ήταν πάντα η ίδια. Η «τσιμεντούπολη» που μας μάθαιναν να αντιπαθούμε φαινόταν τερατώδης τις πρώτες μέρες, μέχρι να συνηθίσω ξανά τις εξαώροφες πολυκατοικίες και τα τρόλεϊ. Ακόμα και μετά τη φθινοπωρινή προσαρμογή, αδυνατούσα να καταλάβω τι γραφικό έβρισκαν οι τουρίστες στα κότερα που συνωστίζονταν στα βρόμικα νερά του Πασαλιμανιού και του Τουρκολίμανου. Μπορεί να καυχιόμασταν στο επίνειο για την ιδιαιτερότητα του Πειραιά, αλλά μέρος της ίδιας αχώνευτης Αθήνας ήταν κι αυτός.
Όσο κι αν κλαιγόμαστε διαχρονικά στην Ελλάδα για το χάος και την ανοργανωσιά, ορισμένες καταστάσεις μαρτυρούσαν σχέδιο ή έστω πρόθεση. Τα τέσσερα βουνά που ορίζουν το λεκανοπέδιο ήταν ένα κατανοητό και βολικό όριο για τις βαριές δραστηριότητες και την ασχήμια που προκαλούν. Το στρίμωγμα της πρωτεύουσας στα 433 τετραγωνικά χιλιόμετρα –τόση έκταση είχε η τέως διοίκηση– άντεξε μέχρι την εποχή που το νέφος μπήκε στο λεξιλόγιό μας. Η αραίωση της βιομηχανίας μετά το ’80 και οι υποδομές (λυμάτων, συγκοινωνιών και άλλες) που επιτέλους αναπτύχθηκαν μέχρι τους Ολυμπιακούς, έκαναν την Αθήνα καθαρότερη.
Το τίμημα ήταν το άπλωμα της πρωτεύουσας στις πάλαι ποτέ εξοχές: γύρω από τη μία Αθήνα με το περιβάλλον που βελτιωνόταν αναπτυσσόταν μια δεύτερη, ομόκεντρη, όπου συνέβαινε το ακριβώς αντίθετο. Αθήνα έγινε σιγά-σιγά ολόκληρη η Αττική: αστικά λεωφορεία από τη Μάνδρα έως τη Σαρωνίδα, μονή πλέον ταρίφα στο ταξί για Ραφήνα, μόνιμοι κάτοικοι Σταμάτας και Πόρτο Ράφτη – νέα προάστια που έκαναν το Χαλάνδρι και τη Γλυφάδα να ακούγονται passé. Από τις ανοιχτές εκτάσεις με τους αμπελώνες περάσαμε στα κλειστά «κτήματα» Τάδε – νησίδες ακριβοπληρωμένης αυθεντικότητας, χωρίς ρετσίνα, εννοείται. Το χωριάτικο ψωμί, πάλι, δεν έλειπε σε πολλούς, να ’ναι καλά τα πολύσπορα και οι αρτοπαρασκευαστές.
Δεν ήταν αυτή η Αθήνα που ήθελα πάση θυσία να αποφύγω, παλιά, στη θερινή ανάπαυλα. Θα έπρεπε να με ελκύει η νέα της extended version. Γινόταν, αν μη τι άλλο, παρόμοια με τις εμβληματικές μητροπόλεις: αβίωτο κέντρο (έξω απ’ τους τουριστικούς του πόλους), προάστια που ανέπνεαν αιγαιοπελαγίτικο βοριά στα ανατολικά, και μια αξιοπρεπής ραχοκοκαλιά δικτύων να ενώνει το μεν με τα δε. Ομολογώ ότι έψαξα για λίγο τις δυνατότητες υλοποίησης του μοντέλου διαβίωσης στην αθηναϊκή suburbia, αποθαρρύνθηκα όμως σύντομα από τις υψηλές (τότε) τιμές και άλλους αντικειμενικούς παράγοντες όπως ο τόπος εργασίας. Γεγονότα όπως οι βίαιες διαδηλώσεις της τελευταίας δεκαετίας και εικόνες όπως αυτές των ναρκομανών της Τοσίτσα (που αναγκαστικά αντικρίσαμε όταν πήγα να δείξω στα παιδιά μου την πύλη του Πολυτεχνείου, στο περιθώριο μιας επίσκεψης στο Μουσείο) βοήθησαν στο να δοκιμαστεί ακόμη περισσότερο η σχέση μου με τη γενέτειρα που είχα ήδη «εγκαταλείψει».
Σε εισαγωγικά έβαλα την βαριά λέξη – μια και δεν έπαψα στ’ αλήθεια να περιστρέφομαι γύρω απ’ την πρωτεύουσα. Παρά τη σταθερή μου απομάκρυνση και την αναγκαστική, διεκπεραιωτική παρουσία μου για λίγες μέρες κάθε χρόνο, υπάρχουν κομμάτια της που μου αρέσουν, έως και κάποια που νοσταλγώ. Συνέλαβα τον εαυτό μου να προτείνει σε ξένους επισκέπτες τη συνταγή που ακολούθησε στο ταξίδι του ο Αζέρος συνεργάτης: ξενοδοχείο στην παραλιακή ζώνη που εξυπηρετείται από το τραμ, για να μπορεί κανείς να συνδυάζει κολύμπι και αξιοθέατα την ίδια μέρα.
Την επόμενη μέρα από τη φωτιά στο Μάτι, που πέρα από την ανθρώπινη τραγωδία και την περιβαλλοντική ζημιά κατέστρεψε εκατοντάδες σπίτια (συμπεριλαμβανομένου αυτού όπου είχα φιλοξενηθεί το ’79), φρόντισα να καθησυχάσω την Κροάτισσα κομμώτρια με τα ήδη κλεισμένα εισιτήρια για τη χώρα μας. Μην αναβάλλεις το ταξίδι σου, δεν καίγεται η Ακρόπολη με την Πλάκα. Κι όταν δυο μέρες αργότερα έφευγα από τη Ραφήνα και τη μυρωδιά της στάχτης στο ξεκίνημα των δικών μου διακοπών, η φωτογραφία που τράβηξα μου θύμιζε διαρκώς ότι η καμένη έκταση ήταν κοντά όσο κι αν ξεμάκραινα. Και ότι, λιγάκι σαν το παράδοξο της γάτας του Σρέντινγκερ, είναι μέρος της Αθήνας – και ταυτόχρονα δεν είναι.