Αυτό είναι έρωτας
Αυτό που επιθυμώ να πετύχω με την αναφορά μου στο βιβλίο της Μαρίνα Τσβετάγιεβα, «Ο δικός μου Πούσκιν», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Ίκαρος, είναι να φωτίσω κάποια στοιχεία του που ποτέ δεν θα ανακάλυπτα, αν κάποιοι αγαπημένοι φίλοι δεν μου το είχαν χαρίσει. Παρά το γεγονός ότι ανήκω στην κατηγορία των μεγάλων βιβλιοφάγων, είμαι σίγουρη πως δεν θα αναζητούσα ποτέ από μόνη μου το συγκεκριμένο βιβλίο κι ας είχα γνωρίσει παλιότερα τη συγγραφέα μέσα από δυο άλλα της πεζογραφήματα. Τα αναγνωστικά μου ενδιαφέροντα αποκλίνουν αρκετά από τον κύκλο των δοκιμίων —τομέας στον οποίο εμφανίζεται να ανήκει το βιβλίο—, η δε σχέση μου με την ποίηση είναι ομολογουμένως ιδιαίτερα ασθενής.
Έχω, λοιπόν, να σας πω πως, αν η λέξη δοκίμιο σας πέφτει βαριά, αν η πεζογραφία και όχι η ποίηση είναι και για σας η μεγάλη αγάπη, αν δεν έχετε σοβαρό λόγο να ανατρέξετε στη ρωσική ποίηση του 19ου αιώνα, κι αν δεν ανταποκριθείτε στην προτροπή μου, τότε πολύ φοβάμαι πως θα χάσετε την ευκαιρία να διαβάσετε ένα αριστούργημα. Μόνο έτσι μπορώ να χαρακτηρίσω το βιβλίο αυτό.
Πρόκειται για ένα πολύ αλλιώτικο δοκίμιο που γράφτηκε το 1937, πρωτοεκδόθηκε στα 1967 στα ρωσικά σε σοβιετικό περιοδικό και μεταφράστηκε στα ελληνικά μόλις φέτος από τον Φώτο Λαμπρινό, μια αναμφισβήτητα δύσκολη δουλειά που έφερε σε πέρας με εκπληκτικό τρόπο. Η Τσβετάγιεβα έγραψε αυτό το κείμενο όσο ήταν στη Γαλλία σε εξορία με σκοπό να το διαβάσει σε μια ειδική βραδιά, ελπίζοντας να της αποφέρει κάποιο οικονομικό όφελος για εκείνην και την οικογένειά της. Στόχος της ήταν να αναφερθεί στον μεγάλο Ρώσο ποιητή Αλεξάντερ Σεργκέγιεβιτς Πούσκιν, ο οποίος μπήκε στη ζωή της με παράδοξο και αναπάντεχο τρόπο ήδη από τα πολύ πρώτα χρόνια της ζωής της, η δε ποίησή του καθόρισε τις προτιμήσεις της, τον τρόπο που θα γνώριζε, θα μετρούσε, θα αποδεχόταν τον κόσμο.
Όπως δηλώνεται και στον τίτλο του βιβλίου, η συγγραφέας μάς μιλά για τον δικό της Πούσκιν. Ουσιαστικά όμως, σ’ ένα απολαυστικό κείμενο με μικρά κεφάλαια που ακολουθούν τόσο τη δικιά της ηλικιακή πρόοδο όσο και την «γνωριμία» της με το έργο του Πούσκιν, θα γνωρίσουμε την ίδια την Τσβετάγιεβα, τον ανεξάρτητο χαρακτήρα της, το σπινθηροβόλο της πνεύμα.
Πριν ακόμα έρθει σε επαφή με το έργο του, πρώτη γνωριμία με τον Πούσκιν είχε μόλις στα τρία της χρόνια με το πελώριο και κατάμαυρο γρανιτένιο άγαλμά του κοντά στο σπίτι της, στη βάση του οποίου ακουμπούσε την άσπρη πορσελάνινη μινιατούρα κούκλα της.
Με το άγαλμα-Πούσκιν έγινε η πρώτη μου γνωριμία με το μαύρο και το άσπρο. […] Κι έτσι, καθώς το μαύρο ήταν ο αδιαφιλονίκητος γίγαντας και το άσπρο μια αστεία μινιατούρα, και έπρεπε υποχρεωτικά να διαλέξω, από τότε και για πάντα διάλεξα τον μαύρο και όχι την άσπρη. Μαύρο, όχι άσπρο: μαύρη σκέψη, μαύρη μοίρα, μαύρη ζωή. Το αγάπησα για τη μαυρίλα του. Το Άγαλμα-Πούσκιν ήταν μαύρο όπως ένα πιάνο με ουρά. Κι αν αργότερα δεν μου έλεγαν ποτέ ότι ο Πούσκιν ήταν νέγρος, εγώ θα το ήξερα ότι ήταν νέγρος. Από το άγαλμα-Πούσκιν γεννήθηκε σε μένα η παράλογη αγάπη για τους μαύρους, που διαπέρασε όλη μου τη ζωή.
Στη διήγησή της, ακολουθεί το μυστικό της κόκκινης κάμαρας της μεγαλύτερης αδελφής της, στην ντουλάπα της οποίας κρυβόταν ένας μεγάλος θησαυρός: το απαγορευμένο βιβλίο.
Τον χοντρό Πούσκιν τον διαβάζω με το κεφάλι μέσα στην ντουλάπα και με τη μύτη μου να αγγίζει το ράφι με το βιβλίο, σχεδόν στο σκοτάδι και σχεδόν εξ επαφής, με κομμένη την ανάσα από το βάρος του, που μου φράζει κατευθείαν τον λαιμό, και σχεδόν τυφλή από το μικρά γραμματάκια στα μάτια μου. Και ο Πούσκιν, όταν τον διαβάζω, εισχωρεί κατευθείαν στην καρδιά μου και στο μυαλό μου.
Σαν πρώτο έργο θα γνωρίσει τους «Τσιγγάνους». Με αυτό το ποίημα η Τσβετάγιεβα θα μας πει: Ο Πούσκιν με κόλλησε έρωτα, για να μας εξηγήσει στη συνέχεια με τον δικό της αφοπλιστικό τρόπο την ερμηνεία της λέξης:
Όταν η νταντά, περνώντας, σήκωσε από το ξένο παράθυρο τον ξανθοκόκκινο γάτο, που είχε αράξει εκεί και χασμουριόταν, κι όταν αυτός ο γάτος έμεινε τρεις μέρες στο σαλόνι μας, κάτω από το φίκο, κι έπειτα έφυγε και δεν ξαναγύρισε, αυτό είναι έρωτας. Όταν η Αυγούστα Ιβάνοβκα λέει πως θα μας εγκαταλείψει για να πάει στη Ρίγα και δεν θα ξαναγυρίσει, αυτό είναι έρωτας. Όταν ο νεαρός τυμπανιστής πήγε στον πόλεμο κι έπειτα δεν γύρισε, αυτό είναι έρωτας. Όταν, την Άνοιξη, τινάζουμε από τη ναφθαλίνη τις παριζιάνικες κούκλες, τις ντυμένες με ροζ υφάσματα, για να τις ξαναβάλουμε στο σεντούκι, κι εγώ στέκομαι και κοιτάζω και ξέρω ότι δεν θα τις ξαναδώ, αυτό είναι έρωτας. Με άλλα λόγια, όλα αυτά […] σου καίνε τα σωθικά – όπως η Ζεμφύρα, ο Αλέκο και η Μαριούλα [ερωτευμένοι χαρακτήρες που αναφέρονται στους Τσιγγάνους του Πούσκιν], όπως ο τάφος.
Λίγο πιο κάτω, γνωρίζοντας το έργο του «Ευγένιος Ονέγκιν», η Τσβετάγιεβα θα πει:
Δεν θα μπορούσα να γράψω αργότερα ούτε ένα από τα έργα μου αν δεν είχα ερωτευτεί και τους δυο συγχρόνως [την Τατιάνα και τον Ονέγκιν], εκείνη λίγο περισσότερο, κι όχι αυτούς τους δυο, αλλά τον έρωτά τους. […] Αυτή η πρώτη μου ερωτική σκηνή καθόρισε όλες τις επόμενες, όλο το μαρτύριο του άτυχου, χωρίς ανταπόκριση, χωρίς ελπίδα έρωτα. Από εκείνη ακριβώς τη στιγμή δεν επιθυμούσα πλέον να είμαι ευτυχισμένη και έταξα τον εαυτό μου στον μη έρωτα.
Από το ίδιο αυτό έργο η συγγραφέας θα πει πως:
Αν σε όλη μου τη ζωή από τότε μέχρι σήμερα, εγώ έγραφα πρώτη, εγώ πρώτη έτεινα το χέρι —χέρι που δε φοβάται τους κριτές—, το έκανα επειδή στην αυγή της ζωής μου η Τατιάνα στο βιβλίο […] μπροστά στα μάτια μου έκανε το ίδιο.
Από το ίδιο έργο, θα πει πως πήρε:
Μάθημα θάρρους. Μάθημα υπερηφάνειας. Μάθημα πίστης. Μάθημα μοίρας. Μάθημα μοναξιάς.
Μέσα από μια ανθολογία που ανήκε στον αδελφό της, θα γνωρίσει τον ιστορικό Πούσκιν, εκείνον στον οποίο οφείλει, όπως θα πει, αλησμόνητα οράματα. Γιατί με κάθε στίχο του θα φτιάξει τις δικές της εικόνες, θα δώσει τις δικές της ερμηνείες. Ο Πούσκιν, μας εξηγεί, διαφέρει από τον μοντερνισμό γιατί γράφει απλά: σ’ αυτό συνίσταται η μεγαλοφυία του. Η ίδια, όμως, θα επιμένει πάντα να δίνει τις δικές της ερμηνείες. Πεντακάθαρη ποιητική φαντασία, θα την ονομάσει.
Συγκλονιστική είναι η ταύτιση που κάνει στον λυρικό μονόλογο του Πούσκιν με τίτλο «Στη θάλασσα», τον οποίο έγραψε ως εξόριστος και κυριαρχείται από το μοτίβο του αποχαιρετισμού, με μια ιδιαίτερη φάση της δικής της ζωής. Όταν η φυματική μητέρα της τους ανακοινώνει πως θα αναχωρήσουν για τη θάλασσα, η νεαρή Τσβετάγιεβα θα ξέρει πως όλα τελειώνουν. Λέει:
Το να πεις, Στη θάλασσα, είναι σαν να δίνεις μια υπόσχεση που δεν είσαι σε θέση να τηρήσεις.
Το κείμενο είναι ένα ποίημα από μόνο του. Η διαδοχή των κεφαλαίων, ακολουθώντας τα διάφορα έργα του ποιητή, το χτίσιμο του επόμενου πάνω στο προηγούμενο, γίνεται με αριστοτεχνικό τρόπο. Η ίδια η ζωή της Τσβετάγιεβα είναι λες και βγαίνει μέσα από την ποίηση του μεγάλου Ρώσου ποιητή, και το αποτέλεσμα είναι μια απολαυστική αυτοβιογραφία, γραμμένη με μεγάλη δόση αυτοσαρκασμού.
Χωρίς τις σημειώσεις που παραθέτει ο μεταφραστής Φώτος Λαμπρινός στο τέλος του βιβλίου θα ήταν αδύνατο —για μένα προσωπικά— να παρακολουθήσω το κείμενο της Τσβετάγιεβα. Η γνωριμία μου με το έργο του Πούσκιν είναι δυστυχώς περιορισμένη. Οι σημειώσεις όμως είναι τόσο πλήρεις, που δεν μένει στον αναγνώστη κανένα απολύτως κενό, ενώ παράλληλα δεν κουράζει με αχρείαστες λεπτομέρειες ούτε στο ελάχιστο. Πέρα από το εμπνευσμένο κείμενο της Μαρίνα Τσβετάγιεβα, τολμώ να πω πως η έκδοση αυτή αποτελεί μια ωδή στη μεταφορά του έργου της στα ελληνικά.