Αυτοί που μένουν κι αυτοί που φεύγουν

D
Γιάννης Δημητρόπουλος

Αυτοί που μένουν κι αυτοί που φεύγουν

Ο Σέρβος Ζέλικο Γιοκσίμοβιτς δεν γέμισε απλώς το μέγαρο μουσικής Λισίνσκι, εδώ στο κέντρο του Ζάγκρεμπ, τον περασμένο Δεκέμβριο, αλλά έκανε και μία δεύτερη, έκτακτη εμφάνιση. Η επιτυχία του ποπ τραγουδιστή στο διαγωνισμό Eurovision της Πόλης το 2004, πάνω από τον Σάκη και κάτω από τη νικήτρια Ρουσλάνα, οφείλεται στα δωδεκάρια που του έδωσαν οι περισσότερες πρώην γιουγκοσλαβικές χώρες — μεταξύ των οποίων και η άσπονδη γείτονας Κροατία. Η σέρβικη μειονότητα, που μετρά καμιά διακοσαριά χιλιάδες κατοίκους πια, μάλλον δεν ήταν καθοριστική για το αποτέλεσμα του televoting. Έξι μόλις χρόνια από την τελευταία συνοριακή διευθέτηση μεταξύ των δύο χωρών —την επιστροφή του πολύπαθου Βούκοβαρ στην Κροατία, το 1998— ο Ζέλικο με τον τρόπο του βοήθησε να γεφυρωθούν κάποια χάσματα — και συνεχίζει σ’ αυτό τον δρόμο, κάνοντας και ντουέτα, όπως με τον Βόσνιο Χάρις Τζίνοβιτς και, πρόσφατα, με τον Κροάτη Τόνι Τσετίνσκι.

Τα κοινά τους έργα τραγουδιούνται σε μια γλώσσα που, για να αποφύγεις μπελάδες, καλό είναι να αποκαλείς BHS (βοσνιακή-κροατική-σερβική). Τα όρια της επαναπροσέγγισης γίνονται αισθητά όταν διαπιστώνεις πόσο ντεμοντέ, έως και αντιδημοφιλής, είναι ο κάποτε γνώριμος όρος «σερβοκροατικά». Ο γλωσσολόγος Κλοντ Αζέζ («On the death of life and languages») γράφει ότι η επιθυμία διαφοροποίησης μπορεί να δικαιολογήσει το, χαρακτηρισμό των γλωσσών ως ξεχωριστών, ακόμη και όταν οι μεν εξακολουθούν να καταλαβαίνουν τους δε. Στα εθνικά διαζύγια, όπως και στους ανθρώπινους χωρισμούς, συνήθως υπάρχει αυτός που μένει κι αυτός που φεύγει· στην περίπτωση της πρώην Γιουγκοσλαβίας, αυτοί που έφυγαν —οι Κροάτες— έκαναν τη σχετικά πιο έντονη προσπάθεια να σφυρηλατήσουν την ταυτότητα της νέας κοινωνίας τους με εργαλείο (και) τη γλώσσα. Το πόσο φρέσκες είναι αυτές οι προσπάθειες το βλέπω στη δυσκολία κάποιων ανθρώπων να προσαρμοστούν στα κροατικά ονόματα των μηνών, που αντικατέστησαν εδώ τα καθιερωμένα ρωμαϊκά και χαρακτηρίζονται από αναφορές στην αγροτική οικονομία, τη φύση και τις καιρικές συνθήκες (χορτάρι τον Απρίλη/travanj, δρεπάνι τον Ιούλιο/srpanj, ψύχρα τον Νοέμβρη/studeni).

Αυτοί που έμειναν μετά το 1991 στην τύποις Γιουγκοσλαβία, τώρα που ηρεμεί το πυρίκαυστο έδαφος των Δειναρικών Άλπεων και της νότιας Παννονικής πεδιάδας, μιλάνε για τα πάλαι ποτέ αδέρφια με μια αδιόρατη αίσθηση ανωτερότητας. Μου θυμίζουν αμυδρά τις αναφορές Τούρκων σε παλιούς καιρούς που «ζούσαμε όλοι μαζί» (μουσουλμάνοι και αλλόθρησκοι) στην Αυτοκρατορία, αρμονικά μεν αλλά κάτω από τον αδιαμφισβήτητο κυρίαρχο. Ο θυμός του Κροάτη που έφυγε καθρεφτίζεται στο παράπονο του Σέρβου που έμεινε —ενίοτε θα έλεγε κανείς πως κόλλησε— στο παρελθόν. Παρόλο που ο ηγέτης της παρτιζάνικης και μεταπολεμικής Γιουγκοσλαβίας ήταν Κροάτης (με Σλοβένα μάνα), η γενέτειρά του, το Κούμροβετς, είναι από τα λίγα μέρη της Κροατίας όπου θα δεις να πωλούνται αναμνηστικά του, στο μικρό τμήμα του χωριού που έχει μετατραπεί σε λαογραφικό μνημείο. Αντίθετα, στη Σερβία η νοσταλγία για την τιτοϊκή εποχή —αλλά και οτιδήποτε παλιό και ένδοξο— είναι πολύ πιο έκδηλη: από τους μικροπωλητές στον πεζόδρομο Κνεζ Μιχαήλοβα του Βελιγραδίου, που μοστράρουν τον στρατάρχη μαζί με τον Πούτιν, έως την ίδια τη σημαία των Σέρβων, με το στέμμα που δεν ξαναφορέθηκε επίσημα στο εθνικό τους κράτος.

Τα αδέρφια είμαστε τώρα εμείς, brother people — έτσι μου το είπε ο ταξιτζής όταν πρωτοβρέθηκα στη σέρβικη πρωτεύουσα, πριν μου αναλύσει τη βαθιά του γνώση για το βόρειο μισό της Ελλάδας και τις παραλίες του. Αν από κάτι έφυγαν οι Σέρβοι, αυτό ήταν οι δαλματικές ακτές, στις οποίες σήμερα μια πινακίδα ΙΧ Βελιγραδίου (ή η χρήση της σέρβικης λέξης για το ψωμί, χλεμπ αντί για κρουχ) μπορεί να γίνει κόκκινο πανί. Η Αδριατική είναι πιο κοντά στο Βελιγράδι απ’ ό,τι το Αιγαίο, αλλά ο κόσμος της Σερβίας (και της ΠΓΔΜ) εδώ και χρόνια επισκέπτεται μαζικά τις δικές μας θάλασσες. Οι Κροάτες, πάλι, όχι. Η δική τους Ελλάδα είναι αυτή του δυτικού: η κοιτίδα του πολιτισμού, που άφησε πρώτη τα σημάδια της στις ακτές πολύ πριν κατεβούν στα Βαλκάνια οι προπάτορες των Σλάβων. Τα νησιά τους μπορεί να μην έχουν τις αμμουδιές ή το μέγεθος των ελληνικών (καθένα από τα δύο μεγαλύτερα είναι περίπου όσο η Ζάκυνθος σε έκταση), τα έχουν όμως δίπλα τους και δύσκολα θα τα απαρνηθούν για να εξερευνήσουν τα δικά μας.

Αυτάρκεις και ανάδελφοι, έτσι τείνουν να νιώσουν όσο έχουν φρέσκια, ακόμη, την ανεξαρτησία τους. Ωστόσο, οι λαοί της πρώην Γιουγκοσλαβίας έχουν δεσμούς που δεν κόπηκαν ολοσχερώς. Παλιοί δεσμοί παραμένουν ή και αναβιώνουν, και όχι μόνο χάρη σε εύληπτα μουσικά ακούσματα και στους εμφανίσιμους καλλιτέχνες. Οι κοινές επιχειρήσεις Σέρβων και Κροατών δεν είναι σπάνιο φαινόμενο πια, ούτε οι αμοιβαίες προσκλήσεις σε επιστημονικά συνέδρια· έως και το κόμμα της σερβικής μειονότητας έχει δηλώσει στήριξη στη σημερινή κροατική κυβέρνηση, εξέλιξη ελπιδοφόρα για μια περιοχή στην οποία συνομήλικοί μου είναι βετεράνοι πολέμου. Ίσως θα αργήσουμε να ξαναδούμε μπασκετικά αδέρφια σαν αυτά της μεγάλης των πλάβι σχολής, της θρυλικής Εθνικής Γιουγκοσλαβίας έως το 1991 — όπως αποτυπώθηκαν στην εξαιρετική ταινία Once Brothers του Michael Tolajian για στη φιλία του Βλάντε Ντίβατς με τον συγχωρεμένο Ντράζεν Πέτροβιτς. Ωστόσο —και παρά τις αντιδράσεις που συνόδεψαν το ξεκίνημά της— η Αδριατική Λίγκα του μπάσκετ είναι μια ζωντανή πραγματικότητα: στο υπερεθνικό αυτό πρωτάθλημα συμμετέχουν οι καλύτερες ομάδες από τις χώρες της αλλοτινής, κοινής πατρίδας: αυτών που έμειναν, αυτών που έφυγαν — και αυτών που κάπως ξαναβρέθηκαν.