Αυτοί που πληρώνουν

P
Διονύσης Μαγουλάς

Αυτοί που πληρώνουν

Στην αρχή της εβδομάδας, με αφορμή την επιβολή ΦΠΑ στην παροχή υπηρεσιών ιδιωτικής εκπαίδευσης, κυβερνητικά στελέχη και βουλευτές, στην προσπάθειά τους να υποβαθμίσουν τη σημασία του συγκεκριμένου προαπαιτούμενου, μίλησαν, αναφερόμενοι στις οικονομικές του επιπτώσεις, για μια επιβάρυνση που θα αφορά «πενταροδεκάρες» —χρήματα, εντέλει, που έχουν να πληρώσουν οι ενδιαφερόμενοι—, όπως είπε ο υπουργός Παιδείας Νίκος Φίλης, ενώ σε τελική ανάλυση (κατά το μαρξιστικό κλισέ) «το συγκεκριμένο μέτρο δεν αφορά τους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ» — κατά τον βουλευτή Σάμου Δημήτρη Σεβαστάκη. Οι θέσεις αυτές, που υπονοούν την ύπαρξη συγκεκριμένης ταξικότητας στην ακολουθούμενη κυβερνητική πολιτική, δεν αποτελούν βέβαια περιθωριακές απόψεις: πρόκειται για κεντρική πολιτική γραμμή, με συγκεκριμένο πλαίσιο και στόχους. Άλλωστε, ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας, στη μετεκλογική ομιλία του στην Κεντρική Επιτροπή του κόμματος, ήταν ο πρώτος που χαρακτήρισε την εκλογική νίκη του ως επιβεβαίωση της ταξικής ψήφου, καθώς «ο ελληνικός λαός ψήφισε με ταξικό κριτήριο», διακηρύσσοντας μάλιστα πως αυτή η επιλογή θα αποτελεί τον γνώμονα για την κυβερνητική πολιτική.

Αν και αρκετοί οργανικοί διανοούμενοι της ριζοσπαστικής Αριστεράς προσπάθησαν να την επιβάλουν, η συγκεκριμένη άποψη δεν φαίνεται να ευσταθεί στατιστικά ήδη από την ανάλυση του αποτελέσματος των Ευρωεκλογών του 2014 — ιδιαίτερα δε αναφορικά με την ψήφο προς τον ΣΥΡΙΖΑ από το 2012 και μετά, ισχύει το εξής: όσο το κόμμα κερδίζει, τόσο η εκλογική του υποστήριξη παρουσιάζει όλο και μεγαλύτερα σημεία εξομάλυνσης και «εθνικοποίησης», παρά δείχνει να εκφράζει την κοινωνική πόλωση.

Ωστόσο, πέρα από την αμιγώς στατιστική ανάλυση, το ερμηνευτικό λάθος της ταξικής θεώρησης της ψήφου προς τον ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται στα ίδια τα μεθοδολογικά της εργαλεία. Στη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα, με τις σύνθετα διαρθρωμένες οικονομικές σχέσεις, η αντίληψη πως η ψήφος ενός μέρους του εκλογικού σώματος έχει ως αποκλειστικό κριτήριο τη θέση του στην οικονομία και την κατοχή των μέσων παραγωγής, ακόμα και μέσα στα δεδομένα της ελληνικής κρίσης, είναι ξεπερασμένη. Μια μανιχαϊστικού τύπου διαίρεση ανάμεσα στους «φτωχούς ψηφοφόρους που μας ψηφίζουν» και τους «πλούσιους που ψηφίζουν τους άλλους» στερεί, από την άλλη, την παρουσία των διευρυμένων μεσοστρωμάτων στην ανάλυση, τα οποία μπορεί μεν να συμπιέζονται και να φαίνεται ότι απειλούνται από το φάσμα της καθοδικής κοινωνικής κινητικότητας, η υποστήριξή τους όμως παραμένει καθοριστική για την πολιτική κυριαρχία. Μπορεί, μάλιστα, κάποτε να ταυτίζονταν υποκειμενικά με τους «μη προνομιούχους» της ανδρεοπαπανδρεϊκής αφήγησης, ωστόσο δύσκολα τους ταιριάζει πλέον ο περισσότερο φορτισμένος χαρακτήρας των «λαϊκών στρωμάτων» του Τσίπρα. Και τα μεσοστρώματα αυτά αναζητούν μια σταθερή ηγεσία που θα συγκρατήσει την κοινωνική τους πτώση, και όχι το μέσο της υπαρξιακής τους επιβίωσης. Δεν είναι η αποκλειστική βάση του ΣΥΡΙΖΑ προφανώς, ούτε οι πλήρως προλεταριοποιημένοι, ούτε οι κοινωνικά αποκλεισμένοι ντεσπεράντος των πόλεων. Είναι και κάποιοι που πληρώνουν, ακόμα και στερούμενοι, ιδιώτες για την παροχή εκπαιδευτικών υπηρεσιών προς τα παιδιά τους, έστω και για τις ξένες γλώσσες ή για μια μουσική δραστηριότητα.

Γι’ αυτό η στάση τους μπορεί εύκολα να αλλάξει ανάλογα με το πώς τους υπολογίζει η κυβέρνηση που οι ίδιοι επέλεξαν.