Aυτός, εν μέρει αυτός, καθόλου αυτός
Ένας ανώνυμος ηλικιωμένος άνδρας ζει απομονωμένος στα βουνά του Νιου Μέξικο, και συγχρόνως στο παρελθόν. Μοναδικά ανδρικά πρόσωπα σ’ ένα σύμπαν γυναικών που έρχονται και χάνονται είναι ο ήρωας και ο νεκρός πατέρας του. Κι εκεί που όλα φαντάζουν δυσοίωνα —ο δαιμονισμένος αέρας, τα κογιότ που ουρλιάζουν, τα σκυλιά που αλυχτούν, οι σκέψεις αυτοκτονίας—, χωρίς φανερή εξήγηση τα πράγματα ηρεμούν, ο πονοκέφαλος από το χθεσινό μεθύσι καταλαγιάζει κι ο ήρωας ξαναπιάνει το βιβλίο του Μπρούνο Σουλτς. Με λακωνικές περιγραφές, καθημερινούς διαλόγους και λυρική πρόζα, ο αφηγητής περνάει από το παρόν στο παρελθόν, σαν να ανοίγει μια πόρτα που οδηγεί στην παιδική του ηλικία ή στα χρόνια που υπήρξε αστέρι του Χόλιγουντ.
Σε μικρά κεφάλαια, ασύνδετα και χωρίς χρονική αλληλουχία, οι εκ πρώτης όψεως κοινότοποι διάλογοι εναλλάσσονται με εφιάλτες, βασανιστικές ψευδαισθήσεις και ρεαλιστικές περιγραφές της παλιάς και της σύγχρονης Αμερικής, που δείχνουν τη μεταμόρφωση της αλλοτινής Άγριας Δύσης σε εμποροπανήγυρη με σουβενίρ για άξεστους Αμερικανούς. Οι μύθοι της παιδικής ηλικίας αποδεικνύονται «Ψέματα του Μυαλού» (όπως ονομαζόταν ένα θεατρικό του), και ο ήρωας καταφεύγει ενστικτωδώς στη μόνη λύση που γνωρίζει: κόβει κάθε σχέση που μετράει γι’ αυτόν και απομονώνεται στις ερημιές της φύσης και του μυαλού. Μέχρι την επόμενη κρίση υγείας που θα τον αναγκάσει να ζητήσει βοήθεια — πάλι από μια γυναίκα.
Το «Ο Άλλος Μέσα του» είναι ό,τι πιο κοντινό σε αυτοβιογραφία ήταν διατεθειμένος να γράψει ο Σέπαρντ, που απεχθανόταν το είδος. Και. όπως αναφέρει η Πάτι Σμιθ στην εισαγωγή:
Είναι αυτός, εν μέρει αυτός, καθόλου αυτός. Είναι μια ύπαρξη που προσπαθεί να απελευθερωθεί, να ερμηνεύσει τα πράγματα.
Με εικόνες από τις ταινίες και τα θεατρικά του στο μυαλό, προσπάθησα να αποδώσω τα εναλλασσόμενα διαφορετικά είδη αφήγησης, την ποιητική περιγραφή τοπίων της Άγριας Δύσης και τον σουρεαλισμό σκηνών όπως αυτή που ο νεκρός πατέρας έχει γίνει μια συρρικνωμένη φιγούρα στην παλάμη του ήρωα.
* * *
Ένα απόσπασμα:
Κάστρα στο Φεγγαρόφωτο
Σηκώθηκε απλώς και με παράτησε, αυτή η τελευταία — όχι η Φελίσιτι — (θα σκεφτώ ένα κατάλληλο όνομα για κείνη αργότερα), αυτή η νεαρή Κοπέλα — ας την λέμε έτσι προς το παρόν. Όχι η «σύζυγος» ή μία από τις «συζύγους», τρόπος του λέγειν, αλλά μία άλλη, εξαιρετικά νέα, για την ηλικία μου, δηλαδή. Κάτι μέσα μου δεν μπορεί να το πιστέψει τελείως. Εν πάση περιπτώσει, ένα ηλιόλουστο πρωινό τη βλέπω μπροστά μου, σαν οπτασία της δεκαετίας του σαράντα, να στέκεται προσοχή, έτοιμη να αρχίσει να σέρνει την κόκκινη βαλίτσα της από δερματίνη. Αποφασισμένη. Στην κουζίνα, μάλιστα, πριν πιω ακόμα μια γουλιά καφέ, μου είπε με ψιθυριστή μονότονη φωνή ότι πίστευε πως με «ξεγελάει». Αυτή τη φράση χρησιμοποίησε, λες και κάτι τελείως άσχετο από την ίδια ως άτομο με αποπλανούσε χωρίς τη θέλησή της, κατά κάποιο τρόπο. Μια δαιμόνια πλευρά του εαυτού της. Το βρήκα λίγο δύσκολο να το πιστέψω και άρχισα να σκαλίζω στην πρόσφατη μνήμη μου για κάποιο άλλο ίχνος, κάποιο αδίκημα που ίσως είχα διαπράξει στο τραπέζι του πρωινού. Εν πάση περιπτώσει, δεν έφερα πολλές αντιρρήσεις — όσο πιο πολύ διαμαρτυρόμουν, τόσο περισσότερο θα σιγουρευόταν για την απόφασή της. Μου είπε ότι πήγαινε να δει τη θεία της στο Σαν Φρανσίσκο. Κάποια "θεία" — έφευγε αεροπορικώς το ίδιο πρωί. «Αντιός». Έχασα τη λίγη ψυχραιμία που είχα επιστρατεύσει και τη ρώτησα γιατί αυτή η ξαφνική αναχώρηση πριν προλάβουμε ακόμα να συνηθίσουμε ο ένας τον άλλο. Μου είπε πως είχε σχέση με το γεγονός ότι είχα τσακίσει πάνω από μισό μπουκάλι μεσκάλ το προηγούμενο βράδυ, μαζί με το γλοιώδες σκουλήκι, και μετά βούλιαξα σ’ ένα ατελείωτο συνειρμικό παραλήρημα περί κοινών αυτοκτονιών από το μεσαιωνικό παρελθόν· μιλούσα κυρίως για την αυτοκτονία του Χάινριχ φον Κλάιστ και της νεαρής ερωμένης του, της Εριέτας, στις όχθες μιας τεράστιας λίμνης που απλωνόταν γαλήνια μέσα στη νύχτα, ενώ η μικρή γερμανική πόλη στο βάθος κοιμόταν βαθιά. Χωρίς φώτα. Μόνο οι δυσδιάκριτες σιλουέτες των κάστρων στο φεγγαρόφωτο. Ίσως όλα αυτά να ήταν αλήθεια. Τα τεράστια καστανά μάτια της ήταν γεμάτα σιγουριά. Είμαστε από τελείως διαφορετικές εποχές, σε τελευταία ανάλυση. Ο χρόνος μάς απομάκρυνε, ανελέητα.