Big data

P
Κυριάκος Αθανασιάδης

Big data

Αναφορικά με τον δημόσιο διάλογο —όπως τον επιχειρούμε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κυρίως, αλλά συνεκδοχικά και κατ’ ανάγκην και στον Τύπο—, οι δύο τελευταίες εβδομάδες του καλοκαιριού ξοδεύτηκαν σε νανοαναλύσεις και μαξιμαλιστικούς διαξιφισμούς για τις διαφορές και τις ομοιότητες των ολοκληρωτισμών, ή τέλος πάντων των δύο κυρίων και απεχθέστερων στρατοκρατικών-γραφειοκρατικών καθεστώτων του προηγούμενου αιώνα, του ναζισμού και του κομουνισμού (στα πρώτα χρόνια τού ακόμη νέου αλλά κομμάτι πρόωρα γερασμένου αιώνα μας θριαμβεύει επί της ζωής ο τρομοκρατικός ισλαμοφασισμός, καθώς η Ακροδεξιά δεν θα μπορέσει να ξανασηκώσει κεφάλι και οι λογής Μαδούρο σύντομα θα αποτελούν παρελθόν), και κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί, παρά τα τόσα χαλαλισμένα λόγια, ότι γίναμε σοφότεροι σε οτιδήποτε, αν εξαιρέσουμε βέβαια το πασίδηλο γεγονός ότι η κυβέρνηση θέλει να δείχνει και να φωνάζει με κάθε ευκαιρία, ή μάλλον όποτε η πραγματικότητα υπομειδιά σαρκαστικά, ότι είναι αυτό που λέγαμε παλιά «προοδευτική» και ότι η Ευρώπη —η καπιταλιστική Δύση— είναι η πηγή κάθε «αντίδρασης», κάτι σαν την πόρνη της Βαβυλώνος. Θα μπορούσαν ασφαλώς να έλειπαν όλες αυτές οι κουβέντες, μιας και ο χρόνος όλων μας είναι πεπερασμένος — και δεν ξέρουμε καν πότε μάς μέλλει να τον εξαντλήσουμε. Αλλά είναι ίδιον τον ανθρώπου να πετά τις ώρες του, και οι πολλοί είμαστε γεννημένοι για την τεμπελιά. Οπότε έχουμε χρόνο να σκοτώσουμε.

Ο καθένας βρίσκει τον δικό του τρόπο για να τον σκοτώνει, και ένας από τους δικούς μου είναι να ξεφυλλίζω πού και πού βιβλία που με ξεπερνούν, είτε επειδή δεν μπορώ να τα παρακολουθήσω, καθώς δεν έχω την απαιτούμενη σκευή, είτε επειδή δεν μου είναι «άμεσα» χρήσιμα, υπό την έννοια ότι δεν εμπίπτουν στις κατηγορίες εκείνες των βιβλίων που διαβάζω με αναγνωστική και αισθητική ευχαρίστηση. Θέλω, με κάποιον τρόπο, να βρίσκομαι κοντά σε τομείς του επιστητού έστω και πλαγίως, λοξά, για να μην αισθάνομαι βαρύτερη τη μοναξιά μου, σαν κάποιον που δεν βγαίνει μεν για φαγητό σε καλά εστιατόρια, αλλά εντούτοις παρακολουθεί την αγορά της ακριβής εστίασης μέσω των εξειδικευμένων σάιτ, σχηματίζοντας νοητικές εικόνες του εαυτού του, όπως π.χ. να καπνίζει πούρα συνοδεύοντάς τα με καλά κονιάκ καθισμένος σε μία πολυθρόνα που μοσχοβολάει δέρμα. Με αυτά κατά νου έπιασα και τις «Βιομηχανίες του μέλλοντος» του πρώην συμβούλου καινοτομίας του υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ και νυν ανωτάτου στελέχους του Πανεπιστημίου Κολούμπια, Alec Ross, που κυκλοφορεί σε μετάφραση Νίκου Ρούσσου από τις εκδόσεις Ίκαρος.

Έπεσα έξω όμως, καθώς το βιβλίο τρέχει νεράκι, είναι κατανοητό και —με τον τρόπο του— ευχάριστο, και σε γεμίζει απολύτως χρήσιμες γνώσεις: χρήσιμες όχι μόνο για το μέλλον, όπως λέει ο τίτλος του, αλλά για το σήμερα. Αλλά και γνώσεις που σε τρομάζουν. Οι αλλαγές που πρόκειται να δει ο κόσμος ήδη μέσα στην επόμενη δεκαετία είναι πελώριες. Και μας αφορούν όλους. Μπορεί μεν σε αυτή την άκρη της Βαλκανικής να έχουμε επαναπαυτεί με το γεγονός ότι δεν καταστραφήκαμε οικονομικά, ηθικά και πολιτιστικά παραμένοντας στις καθυστερήσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μπορεί να είμαστε πλέον ευχαριστημένοι με τα ψίχουλα που ορισμένοι καταφέρνουν ακόμη να εξοικονομούν για να πληρώνουν κάποιες από τις υποχρεώσεις τους στο κράτος (σαν τον άνθρωπο που πέφτει από την ταράτσα ενός πολυώροφου κτιρίου και περί τον δεύτερο όροφο σκέφτεται, «Ώς εδώ καλά πάμε»), αλλά η πραγματικότητα είναι χειροπιαστή και ζέουσα. Και έρχεται — ή μάλλον: έχει ήδη έρθει, καθώς πλέον ξέρουμε το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα βαδίζουμε από εδώ και πέρα. Ο Alec Ross, μεταξύ άλλων αναλυτών, το περιγράφει παραστατικά: στο πιάτο.

Επειδή προτείνω το βιβλίο σε όποιον λίγο ή πολύ ασχολείται ή πρόκειται να ασχοληθεί με τις τύχες της Ελλάδας (δηλαδή όσων θα παραμείνουν εδώ επειδή δεν θέλουν ή δεν μπορούν να μετεγκατασταθούν σε μία κανονική χώρα), και επειδή δεν μπορώ παρά να εξακολουθώ να φοβάμαι ότι θα αντιμετωπίσουμε πρόβλημα σιτοδείας, και όχι πλέον οικονομικής δυσπραγίας, τα επόμενα χρόνια καθώς θα έχουμε καταντήσει οι λαντζέρηδες των Ευρωπαίων white trash, αντιγράφω εδώ κάποια από τα θέματα που αναπτύσσονται στις σελίδες του: Πώς θα αλλάξουν τον τρόπο με τον οποίο εργαζόμαστε και ζούμε οι καινοτόμες εξελίξεις στη ρομποτική και στις βιοεπιστήμες. Πώς θα μετασχηματιστούν το χρήμα και η εξουσία από την αυξημένη χρήση του κώδικα ηλεκτρονικού υπολογιστή σε νέους τομείς της οικονομίας. Πώς και από ποιους θα χρησιμοποιούνται τα big data και ποιους περιορισμούς θα επιβάλλει η γεωπολιτική πραγματικότητα στην παγκόσμια αγορά.

Έχοντας αφήσει αναξιοποίητους τους πυλώνες που πάνω τους όφειλε να στηριχτεί η οικονομία μας (τουρισμός υψηλού επιπέδου και ποικίλων κατευθύνσεων, ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, κλασικές σπουδές, καινοτομία, ναυτιλία, διαμετακομιστικό εμπόριο κλπ. κλπ.), η Ελλάδα έχει βαλτώσει. Ακόμη δεν έχει πνιγεί, άγνωστο γιατί, αλλά θα πνιγεί αν δεν αλλάξει δραματικά και άμεσα. Δεν φτάνει πια να μειωθούν οι κρατικές δαπάνες και να μειωθούν οι φόροι. Πρέπει να μεγαλώσει: να ενηλικιωθεί. Οι νέοι φιλελεύθεροι πολιτικοί έχουν ένα ολόκληρο βουνό να μετακινήσουν. Αλλά πρέπει να αρχίσουν να το σπρώχνουν από την επομένη κιόλας των εκλογών.

«Καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή», γράφει προς το τέλος του βιβλίου ο Ross, «αλλά είναι ντροπή για την κοινωνία και τους ηγέτες της όταν κάποιος δεν αξιοποιεί πλήρως τις δυνατότητές του λόγω έλλειψης ευκαιριών. Υποχρέωση όσων κατέχουν θέσεις εξουσίας και προνομίων είναι να διαμορφώνουν τις πολιτικές μας έτσι ώστε να επεκτείνουν σε όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους τις ευκαιρίες που θα προκύψουν χάρη στις βιομηχανίες του μέλλοντος».

[ Δημοσιεύτηκε στην Κυριακάτικη Ελευθερία του Τύπου, 27.8.17. Εικόνα: Gareth Morgan, «Ανθρώπινη φιγούρα» (2013, λεπτομέρεια) ].