C. Mavrikakis, «Ο ουρανός του Μπέι Σίτι»

C
Κυριάκος Αθανασιάδης

C. Mavrikakis, «Ο ουρανός του Μπέι Σίτι»

Απλωμένο σε τριακόσιες σελίδες, αυτό το ψυχωσικό παραλήρημα της Έιμι, μιας Αμερικανίδας με πολωνοεβραϊκές ρίζες που εξαιτίας τής διαταραγμένης μητέρας της κουβαλά στο μυαλό της μια αδιανόητη, αφύσικη ενοχή για το Ολοκαύτωμα, μια ενοχή που την τσακίζει και τη διαστρέφει και την τρελαίνει, και που την κάνει να πιστεύει ότι η ίδια, στα δεκαοχτώ της, δολοφόνησε εν ψυχρώ όλη της την οικογένεια βάζοντάς τους φωτιά, είναι πραγματικά πρωτότυπο, δύσκολο στην ανάγνωσή του, καταθλιπτικό και σου σφίγγει το στομάχι παράγραφο την παράγραφο. Αλλά ποιος είπε ότι η λογοτεχνία είναι πάντα (ή κάποτε) διασκέδαση;

Στο Μπέι Σίτι, δεν έχω παρά τον θάνατο μέσα στην ψυχή μου. Ονειρεύομαι ότι με έχουν κρεμάσει, με έχουν κατακρεουργήσει, ή ακόμα βλέπω τον εαυτό μου σαν μια πράσινη, μουχλιασμένη Οφηλία που βρέθηκε πνιγμένη στον πάτο της γαλάζιας πισίνας της θείας μου.

Γεννημένη μετά την αδελφή της, που πέθανε βρέφος, αντιμετωπίζει την οργή και το μίσος της μητέρας της και βρίσκει σύμμαχο τη θεία της —ποτέ δεν θα μάθουμε αν και η ίδια η θεία της είναι άρρωστη ή αν δεν είναι απλώς μία οθόνη που επάνω της η Έιμι προβάλλει τα δικά της, απολύτως προσωπικά, σκοτάδια— που της μιλά για το παρελθόν και της μεταδίδει μία ασήκωτη αίσθηση ευθύνης:

Η μητέρα σου μου έλεγε να σταματήσω να σκαλίζω το παρελθόν, να μην ξεθάψω τίποτα από τον χρόνο. Αλλά δεν μπορούμε να ξεθάψουμε τις στάχτες που στροβιλίζονται ακόμα στον ουρανό της Πολωνίας. Δεν μπορούμε να ξεθάψουμε την ανθρώπινη σκόνη που ανακατεύτηκε με τον αέρα και δηλητηρίασε τον αιώνα. Εισπνέουμε ακόμη τα υπολείμματα των πτωμάτων των γονιών και των θείων μου που τα παρασύρουν οι άνεμοι. Καταπίνουμε πάνω από πενήντα χρόνια τώρα τους νεκρούς μας, μπαίνουν μέσα από τη μύτη, τους πνεύμονες, απ’ όλους τους πόρους του δέρματος.

Η Έιμι, που πέρασε μία επιεικώς άσχημη παιδική και εφηβική ηλικία, γεμάτη πρώιμο απρόσωπο σεξ και τραγική ανασφάλεια σε έναν τόπο που ισοδυναμεί με την επί γης Κόλαση, θα μπερδέψει στο μυαλό της το μεγαλύτερο έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, το Ολοκαύτωμα, με τον καπιταλισμό, τη Δύση, τις ΗΠΑ, την κρεοφαγία, τις μικρές επαρχιακές πόλεις «όπου δεν γίνεται τίποτα», με το σεξ, με τους άντρες, με ό,τι καθημερινό και φυσιολογικό («Δεν τρώω σχεδόν καθόλου. Δεν βάζω στο στόμα μου ζωική σάρκα. Μου είναι αδύνατον. Δεν αγγίζω πια τα ανθρώπινα κορμιά για να τα αναλώσω»), και θα προσπαθήσει να βρει αποκούμπι και λύτρωση (ενδεχομένως, αν όχι σίγουρα, μέσα στο μυαλό της: τίποτε εδώ δεν είναι όπως φαίνεται ή όπως το μαρτυρεί η αφηγήτρια) στα new age κελεύσματα της Ασίας (στη γιόγκα, φέρ’ ειπείν) και εντέλει στην Ινδία, όπου σκοπεύει κάποτε να αποσυρθεί για να μονάσει και να πεθάνει, για να μετενσαρκωθεί ή για να σβήσει σαν ύπαρξη, πνίγοντας μαζί της την ανάμνηση του Ολοκαυτώματος. «Επισκέφτηκε» ήδη την Ινδία μία φορά:

Στο Μπεναρές, εγκατέλειψα το Άουσβιτς και το Μπέι Σίτι. Άφησα όλους τους νεκρούς μου στον Γάγγη, όλον εκείνο το λαό που κουβαλούσα χρόνια τώρα, ακόμα και πριν από τη γέννησή μου. Έριξα τρυφερά όλα τα πτώματα στον Γάγγη και ζήτησα από τον ποταμό, από τον κόσμο, να ασχοληθούν μαζί τους. Στο Μπεναρές, ξαναγεννήθηκα για πρώτη φορά.

Μεγαλώνοντας (ή: έγκλειστη ίσως κάπου, στους τοίχους, ή στις σελίδες, ενός φρενοκομείου), θα φαντασιωθεί ότι είναι πιλότος αεροπλάνων, ένα επάγγελμα που τη βοηθά να δραπετεύει από τον μαβή, ασφυκτικό ουρανό της άχαρης πόλης της διαρρηγνύοντάς τον, και ότι γεννά και μεγαλώνει μια κόρη, με την οποία υποτίθεται ότι κοιμάται πάντα μαζί, ακόμη και όταν εκείνη μεγαλώνει και συζεί με έναν άντρα, και την οποία ανατρέφει μαθαίνοντάς τη να αγαπά τη φύση, τις οργανικές τροφές (τα σφαγεία είναι κατά την Έιμι κρεματόρια αθώων ζώων…), και τους Ινδιάνους, που επίσης (όπως οι Εβραίοι) αφανίστηκαν από τον Δυτικό άνθρωπο.

Γεμάτος ωραίες παρατηρήσεις («Ο αποπροσανατολισμός είναι ωστόσο ο οδηγός των ανθρώπων»), ο «Ουρανός του Μπέι Σίτι» είναι καλογραμμένος, γεμάτος επωδούς και θέματα στα οποία η αφηγήτρια γυρνά και γυρνά και ξαναγυρνά εξακολουθητικά, ακόμη και με τις ίδιες σκληρές λέξεις, και, κυρίως: αποπνικτικό, ένας χάρτινος θάλαμος αερίων, όπου δεν μπορείς να βρεις ανακούφιση, γιατί μετά το Άουσβιτς τίποτε δεν μπορεί να ανακουφίσει κανέναν, μας λέει. Είναι τυπωμένο με ενοχή και με τρέλα: είναι ένα βιβλίο για την τρέλα, όχι ένα βιβλίο για το Ολοκαύτωμα, αν και με αφορμή το τελευταίο. Και ένα βιβλίο για την αρρώστια της μνήμης, που παίρνει τη μορφή ένσαρκων άφατα λυπημένων φαντασμάτων στο υπόγειο του σπιτιού σου. Ένα βιβλίο ακραία μηδενιστικό.

Πρόκειται για το πρώτο μυθιστόρημα της Κατρίν Μαυρικακίς (1961 — έχει και ελληνικές ρίζες η συγγραφέας) που δημοσιεύεται στη γλώσσα μας. Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Εστία, σε ωραία μετάφραση της Τζένης Κωνσταντίνου.