Το CDU, το SPD και οι λοιποί
Οι κύριοι παίκτες είναι επτά, τα δύο μεγάλα κόμματα, οι Χριστιανοδημοκράτες (CDU) και οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD), και τα πέντε μικρότερα κόμματα, η Χριστιανική-Κοινωνική Ένωση (CSU) που κατεβαίνει αποκλειστικά στη Βαυαρία και κυβερνά εκεί από το 1946 με μία μόνο διακοπή, οι Πράσινοι, το κόμμα της Αριστεράς (die Linke), οι Ελεύθεροι Δημοκράτες (FDP), οι οποίοι μετά από μιά διακοπή τεσσάρων ετών θα επανεμφανιστούν στο ομοσπονδιακό επίπεδο, και το κόμμα της Εναλλακτικής [Οδού] για τη Γερμανία (AfD), που ιδρύθηκε το 2013 και ετοιμάζεται να μπει για πρώτη φορά στην Ομοσπονδιακή Βουλή. Η Χριστιανική-Κοινωνική Ένωση σχηματίζει ανέκαθεν στο Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο μια ενιαία κοινοβουλευτική ομάδα με τους Χριστιανοδημοκράτες, παρόλο που προστατεύει ζυλότυπα τη δική της πολιτική και κομματική ταυτότητα.
Ακόμη είκοσι εφτά κόμματα συμμετέχουν στις εκλογές, μεταξύ των οποίων βρίσκονται το Γερμανικό Κομουνιστικό Κόμμα (DKP), το Εθνικο-Δημοκρατικό Κόμμα (NPD – το αδελφό κόμμα της ΧΑ), το Κόμμα των Γκρίζων, καθώς και άλλοι, επί το πλείστον γραφικοί σχηματισμοί. Όλα αυτά τα κόμματα και οι σχηματισμοί δεν έχουν καμία ελπίδα να υπερβούν το μίνιμουμ του 5% των έγκυρων ψήφων που απαιτούνται για την είσοδο στο κοινοβούλιο.
Το εκλογικό σύστημα είναι η απλή αναλογική με δύο ιδιομορφίες: το μίνιμουμ του 5% των έγκυρων ψήφων για την είσοδο στη βουλή και το γεγονός ότι κάθε ψηφοφόρος έχει δύο ψήφους. Με την πρώτη καθορίζει ποιος θα κερδίσει τη μονοεδρική περιφέρεια όπου ψηφίζει και με τη δεύτερη καθορίζει την αναλογική δύναμη των κομμάτων στο κοινοβούλιο. Με την πρώτη ψήφο καθορίζονται οι τοπικοί κοινοβουλευτικοί αντιπρόσωποι, ο αριθμός των οποίων σήμερα είναι 299. Η ομοσπονδιακή βουλή έχει όμως τις διπλάσιες έδρες, που μοιράζονται σύμφωνα με την αναλογική δύναμη όσων κομμάτων κατορθώσουν να υπερβούν το όριο του 5%. Στην περίπτωση που ένα κόμμα κερδίσει περισσότερες περιφέρειες από όσες θα του αναλογούσαν σύμφωνα με το ποσοστό των δεύτερων ψήφων, τότε αυτές οι επιπλέον έδρες εξισορροπούνται με μία πολύπλοκη διαδικασία που μπορεί να οδηγήσει σε σημαντική αύξηση των εδρών – η σημερινή βουλή έχει 631 έδρες, δηλαδή 33 περισσότερες από τον προσδιορισμένο αριθμό των 598 εδρών. Η διπλή ψήφος δίνει στους ψηφοφόρους τη δυνατότητα να ψηφίσουν με βάση στρατηγικούς σχεδιασμούς που επηρεάζουν τις δυνατότητες δημιουργίας συνασπισμών. Η απερχόμενη κυβέρνηση παραμένει εν υπηρεσία μέχρι να εκλεγεί η επόμενη, δεν σχηματίζεται υπηρεσιακή κυβέρνηση όπως στην Ελλάδα.
Ο προεκλογικός αγώνας είναι υποτονικός. Τα θέματα που κυριάρχούν είναι το προσφυγικό, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, η κοινωνική ανισότητα στα εισοδήματα και τις περιουσίες, η έλλειψη θέσεων σε παιδικούς σταθμούς, η ψηφιακή μετεξέλιξη της κοινωνίας και οι οικολογικές προκλήσεις και η αντιμετώπισή τους. Η σειρά προτεραιότητας διαφέρει από κόμμα σε κόμμα, όπως διαφέρουν βέβαια και οι προτάσεις για την επίλυσή τους. Και φυσικά κάθε κόμμα προβάλλει και επιμέρους θέματα που αντικατοπτρίζουν την ιδεολογία του.
Σε γενικές γραμμές, και τα έξι ήδη «καθιερωμένα» κόμματα είναι υπέρ της ευρωπαϊκής ταυτότητας της Γερμανίας και της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Οι μεγάλες διαφορές βρίσκονται στο πώς αντιλαμβάνονται αυτή την εξέλιξη και τον ρόλο της χώρας σε αυτήν. CDU/CSU, SPD και Πράσινοι είναι υπέρ μιας όσο το δυνατόν μεγαλύτερης πολιτικής και οικονομικής συνοχής με μεσοπρόθεσμο στόχο τη δημιουργία μιάς Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας, ενώ το FDP θα ήθελε μια ομοσπονδία χωρίς μηχανισμούς οικονομικής συνοχής. Στους αντίποδες του FDP, το κόμμα της Αριστεράς επιδιώκει την πανευρωπαϊκή ενίσχυση του κοινωνικού κράτους και μια Ευρώπη που δεν θα ανήκει στις πολυεθνικές και τις τράπεζες. Όσον αφορά τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, το CDU/CSU και οι Πράσινοι την επιδιώκουν στη βάση του μικρότερου κοινού παρονομαστή, δηλαδή με πολλά μικρά βήματα και όσο το δυνατόν μεγαλύτερη συναίνεση, ενώ το SPD δεν θα είχε αντίρρηση αυτή να διαμορφωθεί στη βάση του μεγαλύτερου κοινού παρονομαστή, ακόμα και αν αυτό σημαίνει μια ολοκλήρωση πολλών ταχυτήτων. Το AfD ονειρεύεται την επιστροφή σε μια «Ευρώπη των λαών», κάτι που συνεπάγεται τη διάλυση της Ευρωζώνης –ακόμα και με μονομερή αποχώρηση της Γερμανίας– ή ακόμα και τη διάλυση της Ένωσης και την επιστροφή στην παλιά ΕΟΚ.
Και στο προσφυγικό υπάρχει σε γενικές γραμμές συναίνεση, πάντα με την εξαίρεση του AfD. Και εδώ όμως ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρεις: η γραμμή της καγκελαρίου –που αναγκαστικά ακολουθεί και το κόμμα της– είναι μια όσο το δυνατόν πιο φιλελεύθερη στάση απέναντι σε πρόσφυγες και μετανάστες από τρίτες χώρες με απώτερο σκοπό την αντιμετώπιση του όλο και επιδεινούμενου δημογραφικού προβλήματος. Οι Πράσινοι και το κόμμα της Αριστεράς είναι υπέρ μιας εντελώς ανοικτής στάσης, υπέρ της πολυπολιτισμικότητας και υπέρ της ενίσχυσης των προσπαθειών ενσωμάτωσης όσων επιθυμούν να ζήσουν στη Γερμανία. Το FDP απαιτεί τη «δίκαιη κατανομή» των προσφύγων σε όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ και την επιβολή υψηλών προστίμων σε όσα δεν συμμορφώνονται με την επιταγή αυτή, ενώ το CSU θέλει την επιβολή ενός ορίου στην ετήσιο αριθμό των προσφύγων που ζητούν άσυλο στη Γερμανία και την άμεση απέλαση όσων δεν έχουν δικαίωμα ασύλου. Το AfD απαιτεί τη δημιουργία προσφυγικών καταυλισμών στις περιοχές καταγωγής των προσφύγων, και την παραμονή τους στη Γερμανία μόνο κατ’ εξαίρεση, απαιτώντας από τους πρόσφυγες και γενικά από όλους τους ξένους την άνευ όρων προσαρμογή τους στον «γερμανικό τρόπο ζωής».
Και, με αφορμή τη στάση και τις θέσεις του AfD, μία γρήγορη ματιά σε μια νέα μορφή του λαϊκισμού: όχι αυτή των «αγανακτισμένων» του AfD, αλλά τον λαϊκισμό του προέδρου του FDP, Christian Lindner, ο οποίος διατυμπανίζει από αφίσες και πανό την αρετή της ανυπομονησίας. Μιας ανυπομονησίας που περήφανη και αλαζονική τάζει σε κάθε έναν ό,τι θέλει να ακούσει – κάτι που παραπέμπει στο πρόσφατο παρελθόν της Ελλάδας και σε έναν άρτι αναρριχηθέντα στην εξουσία πολιτικό, ο οποίος αναγνωρίζει στον εαυτό του μια κάποια οίηση γιατί κατάφερε να γίνει πρωθυπουργός στα σαράντα του.