Christmas spirit is not what you drink
Στην παλιά γειτονιά, στριμωγμένα ανάμεσα στις δίπατες μικροαστικές μονοκατοικίες του ’60 και του ’70 και μερικές δεκάδες μέτρα από τις εργατικές πολυκατοικίες που αντικατέστησαν τους τενεκομαχαλάδες, εκεί κοντά και γύρω από τα Λιπάσματα, μέχρι και πριν μερικά χρόνια υπήρχαν ακόμα απομεινάρια της πρότερης οικιστικής κατάστασης. Όχι ακριβώς τρώγλες και παραπήγματα στρωμένα με πισσόχαρτο, όπως τον πρώτο καιρό, αλλά κάτι σπιτάκια τοσαδά, που για να μπεις έπρεπε να σκύψεις, με κεραμιδένιες στέγες μπαλωμένες τόπους-τόπους με μουσαμά για να μη στάζει και γύρω ένα τοσοδά οικόπεδο —στην πραγματικότητα πεζοδρόμιο—, μικρογραφία της αλλοτινής ρυμοτομίας που θα μπορούσε να συνοψιστεί στο σχήμα: χωματόδρομοι, χαντάκια, αγριόχορτα, νερά…
Κάπου εκεί ήταν κι ένα χαμόσπιτο, όχι πάνω από τριάντα τετραγωνικά, όπου κατοικούσε ένας αινιγματικός άνθρωπος. Ολοφάνερα πάμφτωχος, ολοφάνερα περιθωριακός, διατηρούσε ωστόσο το σπίτι του πάντα ασβεστωμένο, τόσο ευλαβικά, τόσο εμμονικά ασβεστωμένο, ώστε, από τη μια τα υλικά από τα οποία ήταν φτιαγμένο (λάσπη και πέτρες) και από την άλλη τα αλλεπάλληλα παχιά στρώματα του ασβέστη, δεν υπήρχε πια πουθενά στους τοίχους του ομαλή επιφάνεια, ευθεία γραμμή, κόγχη ή αιχμή. Συχνά-πυκνά, στις δύο όψεις του σπιτιού —ήταν γωνιακό— που έβλεπαν στους δύο δρόμους, ο μυστηριώδης ένοικος έστηνε πικέτες, σκεβρωμένες πινακίδες όπου με μαύρη και κόκκινη λαδομπογιά έγραφε κάτι παραληρηματικά κείμενα, κάτι λίβελους, κάτι «κατηγορώ» κατά της κοινωνίας και της αδικίας της. Ο αστικός θρύλος και οι παραλλαγές του έλεγαν πως κάποτε ήταν ένας νοικοκύρης που τον είχε βρει μεγάλο κακό — είχε χάσει την οικογένειά του με φριχτό τρόπο, ήταν πια άπορος και όχι πολύ καλά στα λογικά του, μισάνθρωπος και επιθετικός και… μακριά.
Όλα αυτά, για δυο δεκαεξάχρονα παιδιά, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι που μόλις είχαν ανακαλύψει τον ανθρωπισμό της Αριστεράς και είχαν πέσει με τα μπούνια, δύο εφήβους μεγαλωμένους με διδάγματα αλληλεγγύης από τις μικροαστικές οικογένειές τους, με καρδιές που πάλλονταν από ενσυναίσθηση για τον συνάνθρωπο, τον κάθε συνάνθρωπο, αλλά ακόμα περισσότερο τον αδικημένο και κακοπαθημένο, και φουλ ερωτευμένα μεταξύ τους, άρα ευάλωτα και τρωτά στο καθετί, ήταν σαν λάδι στη φωτιά. Σαν μικρές αριστερές Πολυάννες έπρεπε να κάνουν κάτι για κείνον τον δυστυχή που η ζωή τού είχε μοιράσει τόσο σκάρτο χαρτί. Κι έτσι, παλεύοντας με το καρδιοχτύπι μήπως τα τσακώσει στα πράσα ο αγριάνθρωπος και τα πάρει στο κυνήγι, μήπως τα δει κανένα μάτι γείτονα και τα χλευάσει, μήπως… οτιδήποτε, γέμισαν ένα κουτί —το μεγαλύτερο που είχε ο φούρνος— με μελομακάρονα, ένα άλλο με κουραμπιέδες, και κατά το σούρουπο της προπαραμονής των Χριστουγέννων πήγαν νυχοπατώντας και του τα άφησαν στο στραβό πλατύσκαλο. Δεν χτύπησαν την πόρτα, δεν έμειναν να δουν πώς έγιναν δεκτά και τι υποδοχή τούς επιφυλάχτηκε. Έγιναν μπουχός, καβάλησαν τη βέσπα που είχαν παρατήσει ένα στενό πιο πάνω και εξαφανίστηκαν.
Όμως εκείνο το βράδυ και για πολλές μέρες ακόμα η καρδιά τους είχε άλλον ένα λόγο να φτερουγίζει αλλιώτικα. Όχι, δεν βαυκαλίζονταν με την ψευδαίσθηση ότι είχαν λύσει το πρόβλημα του ανθρώπου (πολύ δε περισσότερο της ανθρωπότητας) μ’ αυτή τη χειρονομία. Δεν ξιπάστηκαν πως είχαν κάνει καμιά σπουδαία φιλανθρωπία — άλλωστε, ως αριστερά παιδιά, δεν πίστευαν καν στη φιλανθρωπία. Ούτε και θεώρησαν πως ήταν καλύτεροι γείτονες από τους άλλους. Επιπλέον, ούτε με τα Χριστούγεννα σαν θρησκευτική γιορτή και τα τοιαύτα είχαν τίποτα αγαπησιάρικα πάρε-δώσε. Πια. Κι ακόμα πιο πολύ, απεχθάνονταν την εμπορευματοποίησή τους (νεόκοποι αριστεροί γαρ…).
Τι τους είχε πιάσει, λοιπόν; Τι τους είχε φταίξει ο δυστυχής μισάνθρωπος και ήθελαν σώνει και καλά να τον γλυκάνουν, σαν πρόσκοποι που περνάνε με το ζόρι τη γιαγιούλα απέναντι; Ούτε οι ίδιοι πολυκατάλαβαν ποτέ. Κι όσες φορές αναρωτήθηκαν (που δεν ήταν πολλές), έδωσαν πάντα την ίδια απάντηση: είχαν κάνει απλώς αυτό που ήθελαν και μπορούσαν.
Κυρίως αυτό που ήθελαν.
Το συμβάν αυτό μού ήρθε στο μυαλό καθώς διάβαζα το άρθρο για τον άστεγο άντρα με το στολισμένο έλατο. Αυτόν, και τους σαν αυτόν, που δεν αξιώνονται καν τέσσερις στραβοχυμένους, χιλιοασβεστωμένους τοίχους μιας χαμοκέλας. Στην πορεία της δημοσιότητας και στην κλιμάκωσή της, αυτό που λέμε viral, ο άνθρωπος απέκτησε όνομα και ιδιότητες: «Λέγεται Χρήστος και γράφει ποιήματα», μας πληροφορεί το ρεπορτάζ. Και, ξάφνου, το πρόσωπό του έγινε πιο ορατό, πιο σαφές. Και μαζί του ήρθαν αναπόφευκτα κάποιες σκέψεις που επανέρχονται πεισματικά — όχι κάθε Χριστούγεννα, αλλά κάθε μέρα, σχεδόν κάθε μέρα, και τριβελίζουν.
Τότε, εκεί στα μέσα του ’70, η λέξη και μόνο «άστεγος» ηχούσε σαν καμπάνα θανάτου, σαν τρομερή κατάρα, σαν φτύσιμο στα μούτρα της ίδιας της κοινωνίας. Ή έτσι τουλάχιστον συνέβαινε σ’ εκείνη την εργατική-μικροαστική συνοικία που είχε καταφέρει να σηκωθεί με νύχια και με δόντια από τη λασπουριά του τενεκομαχαλά. Γι’ αυτό ακόμα κι ένας μοναχικός φτωχοδιάβολος που ζούσε σε μια καμαρούλα ήταν λόγος για τον περισσότερο κόσμο να νιώθει βαρίδια στην καρδιά του. Σίγουρα κανείς δεν θα τολμούσε καν να διανοηθεί να αισθητικοποιήσει τον τρόπο ζωής ενός άστεγου, κι αν έβλεπε ένα ανάλογο ρεπορτάζ, θα έπεφταν τα μούτρα του από ντροπή.
Όμως, νά, ο κόσμος αλλάζει (και ευτυχώς). Βέβαια, ας μη γελιόμαστε: ο κόσμος πάντα ήταν σκληρός, πάντα ήταν άδικος, πάντα μοίραζε σκάρτα χαρτιά. Κυρίως σκάρτα χαρτιά, εδώ που τα λέμε. Όμως κάποτε κάποια πράγματα θεωρούνταν αδιανόητα. Λογικά και ταιριαστά μόνο στις σκληρές, ανελέητες, μεγάλες μητροπόλεις της γης, στις οποίες ακόμα δεν ανήκε η μικροαστική, επαρχιώτικη Αθήνα.
Τι είναι αυτό που άλλαξε στο προκείμενο; Πώς έγινε και πράγματα που κάποτε θεωρούνταν αδιανόητα παίρνουν σταδιακά θέση κανονικότητας στη ζωή της πόλης; Φαίνεται πια τόσο φυσικό πράγμα ένα ρεπορτάζ για έναν άστεγο και το στολισμένο του έλατο; Φαίνεται πια τόσο φυσικό πράγμα ένας άστεγος και το στολισμένο του έλατο;
Ή μήπως όχι;
ΥΓ. Αυτό το κείμενο γράφεται στη μνήμη του ενός από τους δύο τότε-εφήβους, που δεν ζει πια. Ο τίτλος του είναι παρμένος από το «Christmas Song» των Jethro Tull: «When you’re stuffing yourselves at the Christmas parties, / you’ll laugh when I tell you to take a running jump. / You’re missing the point I’m sure does not need making; that Christmas spirit is not what you drink».