Δεν θα ξανακάνουμε πάρτι

C
Κυριάκος Αθανασιάδης

Δεν θα ξανακάνουμε πάρτι

Ένα τόσο καθησυχαστικό βιβλίο. Όχι γιατί έχει κάποιου είδους happy end (δεν έχει — έχει όμως ένα καταιγιστικό τέλος που κρατά μπόλικες σελίδες), αλλά γιατί είναι γεμάτο ενέργεια: ενέργεια να κάνεις, τέλος πάντων, κάτι πριν να είναι αργά, ακόμη και αν αυτό το «κάτι» είναι ένα μεγαλοπρεπές «τίποτα». Και γιατί είναι έξυπνο, και έξω καρδιά, και όπου θέλει —και όσο θέλει— μελαγχολικό. Μια ιδανική (και σε μέγεθος, και σε όρια, και σε ευθυβολία) νουβέλα για την κοινή ανθρώπινη μοίρα.

Είμαστε κάπου στο 1970, ο αφηγητής είναι σεναριογράφος του Χόλιγουντ και στομωμένος από τις αναποδιές της ζωής μυθιστοριογράφος, η οικογένειά του είναι φυσιολογικά δυσλειτουργική, ο ίδιος θέλει να παρατήσει την τηλεόραση και τα μέτρια σίριαλ που του αναθέτουν (όταν τού τα αναθέτουν) και να ξαναρχίσει από την αρχή, παρατώντας στην πορεία και όλα τα υπόλοιπα: τη γυναίκα του, τα παιδιά του, το σπίτι του, την Αμερική — όλα. Να ξαναρχίσει από την αρχή, ή απλώς να μην κάνει τίποτε· έκανε ήδη αρκετά, κουράστηκε. Γιατί κάποτε απλώς κουράζεται κανείς.

Το γράψιμο είναι στακάτο, γρήγορο, «καθημερινό» και τόσο-όσο, οι καταστάσεις κάπως «σουρεαλιστικές» μα εντέλει γοητευτικές μέσα στην επαναλαμβανόμενη πικρή καθημερινότητά τους, η πίεση από τα πάντα αφόρητη αλλά ελεγχόμενη ταυτόχρονα, και ο χρόνος με τις σωματικές προεκτάσεις του ο μοναδικός πραγματικός εχθρός. Ο χώρος είναι (φυσικά) το Λος Άντζελες, και ένας από τους πρωταγωνιστές —χωρίς φωνή μεν, αλλά με άλλα «προσόντα»— είναι ένα πελώριο Ακίτα που έρχεται από το πουθενά και εγκαθίσταται στο σπίτι του αφηγητή.

Η αντήχηση του Βιετνάμ στην αμερικανική κοινωνία, το «λευκό» Χόλιγουντ και ο αστικός ρατσισμός, το κυνήγι του χρήματος που κάποια στιγμή τείνει να γίνει κυνήγι ενός φαντασιακού επιούσιου. Ένα πικρό μικρό μυθιστόρημα, «αντρικό» (πράγματι) και πατρικό, όπως άλλωστε και επιγράφεται. Προτείνεται για επίδοξους πατεράδες, για όσους αγαπούν εκείνη την εποχή όπου τα πάντα ήταν δυνατά και αδύνατα μαζί, για όσους έχουν μπει για τα καλά στη μέση ηλικία, και για τους εραστές της καλής αμερικάνικης λογοτεχνίας.

Διαβάστε μερικά αποσπάσματα (πολύ καλή η μετάφραση, όπως διαπιστώνει εύκολα κανείς).

* * *

Το πρώτο πράγμα που μου ’ρθε στο μυαλό μόλις ξύπνησα —το σκυλί— μ’ έκανε να πεταχτώ από το κρεβάτι. Έριξα νερό στο πρόσωπό μου και κοίταξα απ’ το παράθυρο. Η μέρα έξω σε ταπείνωνε. Η καταιγίδα είχε πλύνει τον κόσμο, και τώρα ο κόσμος έλαμπε. Η θάλασσα ήταν μια τεράστια πίτα με μύρτιλα, κι ο ουρανός φωτεινός σαν το πέπλο της Παρθένου.

* * *

Ο δρόμος για την καρδιά ενός σκύλου είναι ο ίδιος μ’ αυτόν για την καρδιά ενός άντρα, και μέσα σε δυο βδομάδες ο Ηλίθιος με αναγνώριζε ως εκείνον απ’ τον οποίο εξαρτιόταν για το φαγητό του, και ήταν πια δικός μου.

* * *

Για να γράψεις ένα μυθιστόρημα πρέπει ν’ αγαπάς, και για ν’ αγαπάς πρέπει να καταλαβαίνεις.

* * *

Κάνουμε ένα πάρτι, έρχεται κόσμος. Σεναριογράφοι και σύζυγοι. Βγαίνουν μαχαίρια. Οινόπνευμα. Οι σεναριογράφοι του σινεμά εναντίον των σεναριογράφων της τηλεόρασης. Άσχημο σκηνικό. Μια γυναίκα μ’ αποκαλεί φασιστικό γουρούνι. Τη χτυπάω. Ο άντρας της με βαράει. Σαματάς στην αυλή. Ένας γείτονας τηλεφωνεί στον σερίφη. Μια μεθυσμένη ηθοποιός τρέχει στην άκρη του γκρεμού και απειλεί να πηδήξει. Πήδα, παλιοσκύλα! Την αρπάζει ο βοηθός του σερίφη. Το πάρτι διαλύεται. Φιλίες χαλάνε, ποτήρια σπάνε, ποτά χύνονται, ξερατά στο χορτάρι. Κάποιο κτήνος κατούρησε στον τοίχο του σαλονιού. Ορκιζόμαστε πως δεν θα ξανακάνουμε πάρτι.