Διαδρομές χωρίς εικόνες

L
Χρυσούλα Δημοπούλου

Διαδρομές χωρίς εικόνες

Ο ήχος κλήσης της εφαρμογής ακούγεται κάπου στην Καλλιθέα. Οι κοπέλες που με έχουν καλέσει κρατούν λευκά μπαστούνια. Σταματώ σχεδόν μπροστά τους, κατεβαίνω να τις βοηθήσω να επιβιβαστούν, αλλά εκείνες έχουν βρει ήδη τον τρόπο να ανοίξουν την πόρτα και να καθίσουν στο πίσω κάθισμα. Μου λένε τον προορισμό τους και η διαδρομή ξεκινά. Συζητούν ζωηρά, γελούν, αστειεύονται, κι εγώ νιώθω αμηχανία αλλά και απέραντο θαυμασμό για την κανονικότητα που ακούω να έχει η ζωή τους. Η πρώτη κοπέλα θέλει να κατέβει σε κάποιο καφέ. Μου ζητά να τη βοηθήσω να μπει στον χώρο και να τη βάλω να καθίσει κάπου. Με ευχαριστεί και συνεχίζω τη διαδρομή με τη δεύτερη. Μου μιλά για τον γιο της, για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει, για το πόσο πολύ έχει βοηθήσει η εφαρμογή ανθρώπους με το δικό της πρόβλημα. Κάθε τόσο με ρωτά σε ποιο σημείο βρισκόμαστε. Φτάνουμε στο σπίτι της, τη βοηθώ να βρει την πόρτα και επιστρέφω στο αυτοκίνητο δίνοντας στον εαυτό μου υποσχέσεις ότι δεν θα ξαναπαραπονεθώ για τίποτα, δεν θα ξαναπώ «Δεν μπορώ», ή «Δεν γίνεται» και άλλα παρόμοια που ξέρω ότι δεν πρόκειται να τηρήσω.

 

Η κλήση αυτή τη φορά είναι στο κέντρο της πόλης. Ο κύριος που με περιμένει είναι χαμογελαστός και πολύ εμφανίσιμος. Χαμογελώ κι εγώ σταματώντας μπροστά του, μέχρι που βλέπω ότι κρατά λευκό μπαστούνι το οποίο διπλώνει επιδέξια καθώς κάθεται στη θέση του συνοδηγού. Θέλει να πάμε να παραλάβουμε κάτι και να επιστρέψουμε στο σημείο από το οποίο τον παρέλαβα. Έχει κίνηση και η διαδρομή διαρκεί αρκετά.

«Αν κρίνω από τη φωνή και το άρωμα, πήρα το σωστό ταξί», λέει γελώντας ο επιβάτης μου. «Κρίμα που δεν μπορώ να δω και τα υπόλοιπα».

«Καλά, δεν χάνετε και τίποτα», του απαντώ γελώντας και γελά κι εκείνος δυνατά.

Μετά από λίγα λεπτά στο ίδιο ακριβώς σημείο, ο κύριος σχολιάζει:    

«Εδώ θα μείνουμε όλη μέρα, δεν βλέπω φως», για να ξεσπάσει σε γέλια τρανταχτά ελάχιστα δευτερόλεπτα αργότερα επαναλαμβάνοντας μόνος του, «Δεν βλέπω φως, άκου δεν βλέπω φως!»

Η διαδρομή είναι πολύ ευχάριστη, ο επιβάτης μου εξακολουθεί να πετά ατάκες και να αυτοσαρκάζεται, μέχρι που επιστρέφουμε στην αφετηρία μας.

«Θα σας βάλω 4 αστέρια. Κι ένα εσείς, 5».

Χαμογελώ και συνεχίζω τον δρόμο μου.

 

Στην πλατεία στο Κολωνάκι, με περιμένει ζευγάρι που και οι δυο τους κρατούν λευκά μπαστούνια. Ο κύριος κρατά το λουρί ενός πανέμορφου μαύρου σκύλου-οδηγού, ο οποίος μπαίνει και κάθεται πίσω και κάτω και ακουμπά τη μουσούδα του στο κάθισμα. Απλώνω το χέρι μου και το γλείφει ζωηρά.

«Πόσο όμορφος είναι ο σκύλος σας! Τι υπέροχο πλάσμα!»

«Είναι εξαιρετικός. Είναι τα μάτια μας. Δεν ξέρω τι θα κάναμε χωρίς αυτόν. Και να φανταστείτε ότι πηγαίνουμε κάπου για φαγητό ή για ψώνια και δεν μας επιτρέπουν την είσοδο λόγω του σκύλου! Έχουμε πάντοτε μαζί μας αντίγραφο της απόφασης που το επιτρέπει, και παρ’ όλα αυτά και πάλι συναντούμε δυσκολίες».

Η συζήτηση κατά τη διάρκεια της διαδρομής περιστρέφεται γύρω από τις ικανότητες και τη χρησιμότητα των σκύλων-οδηγών αλλά και σχετικά με το πόσο δεν είναι εξοικειωμένος ο κόσμος μαζί τους.

Φτάνουμε στον προορισμό μας, ο σκύλος κατεβαίνει, τον αγκαλιάζω και παίζω λίγο μαζί του, αλλά εκείνος, μόλις ο κύριος πιάνει το λουρί του και του λέει, «Πάμε», αφήνει τα χάδια και τα παιχνίδια και βαδίζει ήρεμος προς την πόρτα του σπιτιού.

Φεύγω για να συνεχίσω τη δουλειά, δίνοντας για μία ακόμη φορά τις γνωστές υποσχέσεις ότι δεν θα πω ποτέ ξανά, «Δεν μπορώ».

Τις οποίες, φυσικά, και δεν θα τηρήσω.