Διεκδικήσεις με νόημα

P
Αθανάσιος Τσιούρας

Διεκδικήσεις με νόημα

Θα ήθελα να γράψω κάτι για τις τρομοκρατικές επιθέσεις στο Παρίσι — αλλά κατ’ ουσίαν θα αντέγραφα το κείμενο του Πέτρου Παπασαραντόπουλου. Η επιστροφή στην κανονικότητα είναι η απόδειξη ότι οι τρομοκράτες δεν πέτυχαν τον στόχο τους. Το θέμα, από την άλλη, που θα πραγματευτούμε σήμερα μοιάζει, ξαφνικά, πεζό — κι όμως, θα επηρεάσει με αρκετούς τρόπους τη ζωή μας στο μέλλον.

 

Όλοι ξέρουμε ότι ο David Cameron έχει εξαγγείλει δημοψήφισμα για την παραμονή ή έξοδο της Μεγάλης Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αντίθετα με τα δημοψηφίσματα στην Ελλάδα, αυτό έχει προαναγγελθεί, προκειμένου να μεσολαβήσει γόνιμος διάλογος και η ευρύτερη δυνατή πληροφόρηση του εκλογικού σώματος. Επίσης, η Εκλογική Επιτροπή της Μεγάλης Βρετανίας έκρινε ότι το ερώτημα που έχει επιλεγεί να τεθεί («Πρέπει η Μεγάλη Βρετανία να παραμείνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση;») είναι σαφές για τους ψηφοφόρους. Η εξαγγελία του Βρετανού πρωθυπουργού, όμως, προέβλεπε και ότι, πριν το δημοψήφισμα, θα έχει επιχειρήσει να επαναδιαπραγματευθεί τις σχέσεις της Μεγάλης Βρετανίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η σχέση της Μεγάλης Βρετανίας με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα και την Ευρωπαϊκή Ένωση έχει περάσει από μύρια κύματα. Η Μεγάλη Βρετανία ήταν στην πρωτοπορία της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελευθέρων Συναλλαγών, η οποία ιδρύθηκε το 1960 ως το αντίπαλον δέος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας. Όμως ήδη το 1961 υπέβαλε αίτηση για ένταξη στην ΕΟΚ, που απερρίφθη το 1963 χάρη στο βέτο του Charles de Gaulle, Προέδρου της Γαλλίας, ο οποίος απέτρεψε και μία νέα αίτηση το 1967, δηλώνοντας ότι θα ασκούσε ξανά το βέτο κατά της Μεγάλης Βρετανίας. Τελικά η Μεγάλη Βρετανία έγινε μέλος της ΕΟΚ το 1973, μετά τον θάνατο του de Gaulle — και διεξήγαγε δημοψήφισμα το 1975 για να επικυρώσει την ένταξή της. Κατά ιστορική ειρωνεία, το δημοψήφισμα αυτό προκλήθηκε από το Εργατικό Κόμμα, που θέλησε να αμφισβητήσει ή και να ανατρέψει την ένταξη, ενώ η ομόθυμη υποστήριξη του Συντηρητικού Κόμματος και της Margaret Thatcher προσωπικά στην ένταξη ήταν που έγειραν αποφασιστικά την πλάστιγγα για την επικράτηση του «ΝΑΙ».

Η μεγάλη αλλαγή της βρετανικής στάσης έγινε τη δεκαετία του 1980, όταν η Thatcher αντιδρούσε στις «κοινωνικές» ρυθμίσεις της ΕΟΚ, έχοντας και επικές αντιπαραθέσεις με την αρμόδια επίτροπο Βάσω Παπανδρέου. Στο συνέδριο του Συντηρητικού Κόμματος το 1988 είχε κάνει την περίφημη δήλωσή της: «We haven’t worked all these years to free Britain from the paralysis of Socialism only to see it creep in through the back door of central control and bureaucracy from Brussels» («Δεν δουλέψαμε όλα αυτά τα χρόνια για να απελευθερώσουμε τη Βρετανία από την παραλυτική επίδραση του Σοσιαλισμού, απλώς και μόνο για να τον δούμε να χώνεται από την πίσω πόρτα του κεντρικού σχεδιασμού και της γραφειοκρατίας από τις Βρυξέλλες»). Μεγάλη αντίθεση εκδηλώθηκε και προς την Κοινή Αγροτική Πολιτική, δεδομένου ότι στη Μεγάλη Βρετανία, που είχε σημαντικές εισφορές, επέστρεφαν αναλογικά πολύ λίγες επιδοτήσεις για τους αγρότες της. Τελικά η Thatcher πέτυχε να συμφωνήσουν τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της ΕΟΚ (και αργότερα της Ευρωπαϊκής Ένωσης) ότι ένα σημαντικό μέρος από τις εισφορές της Μεγάλης Βρετανίας προς την ΕΟΚ θα της επιστρεφόταν —τα περίφημα rebates—, ενώ κατόρθωσε να εξαιρεθεί από αρκετές διατάξεις της Συνθήκης του Μάαστριχτ που σχετίζονταν με «κοινωνικά» δικαιώματα.

Τη δεκαετία του ’80 τέθηκε για πρώτη φορά πολύ έντονα το θέμα της εθνικής κυριαρχίας του Ηνωμένου Βασιλείου σε σχέση με τις αρμοδιότητες που μεταβιβάζονταν στις Βρυξέλλες. Αποτέλεσμα αυτού του κλίματος ήταν ότι η Μεγάλη Βρετανία επιδίωξε και πέτυχε να μη γίνεται λόγος στη Συνθήκη του Μάαστριχτ για το ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να καταλήξει σε μιας μορφής ομοσπονδία — αντ’ αυτού, περιελήφθη η διατύπωση ότι σκοπός της Ένωσης είναι η όλο και πιο στενή ένωση μεταξύ των μελών της. Φυσικά, τυχόν συμμετοχή στο κοινό νόμισμα (που ήταν ορατή στα τέλη της δεκαετίας του ’70) τη δεκαετία του ’80 αποκλείσθηκε εντελώς.

Στις δεκαετίες που μεσολάβησαν μέχρι σήμερα, η Μεγάλη Βρετανία βρέθηκε συχνά να υποστηρίζει εντελώς διαφορετικές επιλογές εξωτερικής πολιτικής από τα άλλα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η συχνή σύμπλευσή της με τις Ηνωμένες Πολιτείες, που εκδηλώθηκε χαρακτηριστικά με τη συμμετοχή της στην εισβολή του Ιράκ, την απομόνωσε από τα κράτη που είχαν ιδρύσει την ΕΟΚ. Η Μεγάλη Βρετανία θεωρήθηκε λίγο-πολύ ξένο σώμα στην Ευρώπη. Η αντίθεση αυτή ανατροφοδοτήθηκε και εσωτερικά, με αποτέλεσμα σήμερα το Συντηρητικό Κόμμα να έχει σχεδόν επισήμως κυριαρχηθεί από τους ευρωσκεπτικιστές (ειδικά όταν τα επίσημα ευρωσκεπτικιστικά κόμματα, όπως το Κόμμα της Ανεξαρτησίας του Ηνωμένου Βασιλείου του Nigel Farage, βλέπουν τα ποσοστά τους να αυξάνονται εις βάρος κυρίως του Συντηρητικού Κόμματος). Σήμερα οι δημοσκοπήσεις δίνουν ένα προβάδισμα στην παραμονή της Μεγάλης Βρετανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά το προβάδισμα αυτό είναι επισφαλές.

Στις 10 Νοεμβρίου ο David Cameron απέστειλε επιστολή προς τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Donald Tusk, με την οποία έθετε τα θέματα προς διαπραγμάτευση μεταξύ της Μεγάλης Βρετανίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η επιστολή έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, επειδή τα προς διαπραγμάτευση ζητήματα δεν περιλαμβάνουν μόνο τις σχέσεις Ηνωμένου Βασιλείου - Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά επεκτείνονται και σε ζητήματα λειτουργίας της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο Cameron θέλει να διασφαλίσει ότι η Μεγάλη Βρετανία θα διατηρήσει την οικονομική και τραπεζική της αυτοτέλεια χωρίς να υπαχθεί σε κάποια κοινή οικονομική διακυβέρνηση, δεν θα υποχρεωθεί να κάνει οτιδήποτε για να υποστηρίξει την Ευρωζώνη, ενώ παράλληλα θα διασφαλισθεί η Κοινή Αγορά. Ιδιαίτερη σημασία έχουν, για τον Cameron, τα θεσμικά ζητήματα που σχετίζονται με την ισορροπία αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Μεγάλης Βρετανίας. Ο Cameron πιστεύει ότι τα εθνικά κοινοβούλια πρέπει να αποκτήσουν αυξημένο ρόλο σε σχέση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, θέτοντας ουσιαστικό ζήτημα δημοκρατικής νομιμοποίησης ακόμη και του δημοκρατικά εκλεγμένου οργάνου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επίσης, ζητεί την πολύ πιστή εφαρμογή της αρχής της επικουρικότητας.

Ο Cameron επίσης ασχολείται πάρα πολύ στην επιστολή του με τη μετανάστευση. Θεωρεί ότι υπάρχει μεγάλο ρεύμα κινητικότητας μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση που κατευθύνεται προς τη Μεγάλη Βρετανία και ζητεί να τεθούν περιορισμοί στην ελευθερία εγκατάστασης πολιτών από νέα μέλη που θα εισέλθουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση στο μέλλον. Όμως θεωρεί, επίσης, ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση βαρύνεται από υπερβολικές και πολλές ρυθμίσεις, με αποτέλεσμα την απώλεια της ανταγωνιστικότητάς της. Ζητεί να τεθεί στόχος για την απομάκρυνση βαρών για την επιχειρηματικότητα, βαρών που οφείλονται στην επιβολή γραφειοκρατικών διαδικασιών.

Υπάρχουν σίγουρα πολλοί που θα διάβαζαν την επιστολή του Cameron και θα αποκρίνονταν: «Στο καλό, και να μας γράφεις!» Πολλοί που θα επιθυμούσαν την έξοδο της Μεγάλης Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση ή, τουλάχιστον, μιας Βρετανίας με τέτοιες αντιλήψεις και αξιώσεις. Όμως μια τέτοια έξοδος θα σήμαινε ότι οι Έλληνες πολίτες δεν θα είχαμε πλέον αυτονόητο δικαίωμα επαγγελματικής εγκατάστασης στη Μεγάλη Βρετανία — ούτε ότι θα πληρώναμε τα ίδια δίδακτρα με Βρετανούς πολίτες στα βρετανικά Πανεπιστήμια. Και αυτό, βέβαια, δεν ισχύει μόνο για Έλληνες, αλλά και για τους πολίτες των άλλων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης — επειδή, ας το παραδεχθούμε, έχει δίκιο ο Cameron όταν ισχυρίζεται ότι πολύ μεγάλος αριθμός Ευρωπαίων πολιτών μεταναστεύει για το Λονδίνο και τις άλλες βρετανικές πόλεις.

Επί της ουσίας: δεν είναι ψέματα ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει απολέσει την ανταγωνιστικότητά της· ούτε ότι ο ρυθμός με τον οποίο παράγονται Οδηγίες και Κανονισμοί είναι καταιγιστικός. Ακόμη και το ότι διαδίδεται η αντίληψη ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να παρέμβει και στον φορολογικό ανταγωνισμό μεταξύ των κρατών-μελών, θεσπίζοντας, επί παραδείγματι, ευρωπαϊκό κατώτατο συντελεστή στη φορολογία εισοδήματος. Ο Cameron, εκπροσωπώντας μια οικονομία που ανθεί, πώς θα προασπιζόταν καλύτερα τα συμφέροντα των πολιτών του; Δεν έχουν κάποιο πραγματικό νόημα οι διεκδικήσεις του;

Στην Ελλάδα είναι πολύ δύσκολο να καταλάβουμε τη θέση της Μεγάλης Βρετανίας στο θέμα αυτό. Για εμάς, η ένταξη στην Ευρώπη σήμαινε απελευθέρωση πολλών τομέων της οικονομίας από τα κρατικά μονοπώλια και κατάργηση πολλών προστατευτικών διατάξεων που είχαν τεθεί για να διασφαλίσουν τα προνόμια κατεστημένων συμφερόντων. Η επιστροφή στην κρατικιστική αντίληψη της οικονομίας που επιχειρείται από την παρούσα κυβέρνηση (με πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα τα ραδιοτηλεοπτικά) αντιβαίνει στην ευρωπαϊκή νομοθεσία. Πού να πάει ο νους μας σε κανονισμούς που δεν απελευθερώνουν, σε σχέση με τα ισχύοντα στη χώρα μας, αλλά επιβαρύνουν την επιχειρηματικότητα…

Μία ακόμη ειρωνεία είναι ότι η Μεγάλη Βρετανία δύο φορές, μία στο παρελθόν και μία στο πολύ εγγύς μέλλον, θα θέσει ευθέως ερώτημα παραμονής ή εξόδου της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η δική μας χώρα, με ποσοστά στα δημοψηφίσματα υπέρ της παραμονής στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ευρώ υψηλότατα, είναι ένα μόλις ατύχημα μακριά από την απότομη έξοδο.