Το δημόσιο χρέος και η βιωσιμότητά του

P
Αθανάσιος Τσιούρας

Το δημόσιο χρέος και η βιωσιμότητά του

Άφησα στη μέση το κείμενο για το ΔΝΤ την εποχή της παγκοσμιοποίησης, επειδή η επικαιρότητα ανέδειξε ένα ειδικότερο ζήτημα που σχετίζεται με το Ταμείο: τη βιωσιμότητα του χρέους των κρατών, τα οποία δανείζει. Το Ταμείο διαχειρίζεται χρήματα 189 κρατών. Δεν μπορεί να διαθέτει αυτά τα χρήματα χωρίς να γνωρίζει ότι θα του επιστραφούν. Αυτό έχει δύο συνέπειες: (α΄) δεν δανείζει σε κράτη που δεν αναλαμβάνουν να συμμαζέψουν τα οικονομικά τους με συγκεκριμένα μέτρα και (β΄) δεν δανείζει σε κράτη των οποίων το χρέος κρίνει μη-βιώσιμο, καθώς τότε δεν έχει ελπίδα επιστροφής των δανεικών. Πρόκειται για την conditonality, που είχαμε αναφέρει στο εισαγωγικό κείμενο.

Τι σημασία έχει αυτό ειδικότερα για τη χώρα μας; Ότι, έχοντας δανείσει στην Ελλάδα μερικές δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ μετά το 2010, το Ταμείο ενδιαφέρεται ώστε τα χρήματα αυτά να αποπληρωθούν. Έτσι, όχι μόνο επιμένει στη λήψη μέτρων, αλλά και ενδιαφέρεται ανά πάσα στιγμή να διερευνά εάν το χρέος είναι βιώσιμο ή όχι. Σε περίπτωση που δεν είναι, ζητεί να γίνουν οι απαραίτητες εκείνες ενέργειες που θα καταστήσουν το χρέος βιώσιμο εκ νέου. Η κυβέρνηση απλουστεύει παραπλανητικά την παραπάνω συλλογιστική, ισχυριζόμενη ότι, εάν το χρέος της χώρας δεν είναι βιώσιμο, πρέπει μέρος του να χαριστεί. Στη λογική αυτή έχει καλέσει και την αντιπολίτευση να δηλώσει ότι το χρέος δεν είναι βιώσιμο, ενώ θεωρεί προδοτική οποιαδήποτε αντίθετη άποψη, ότι δηλαδή το ελληνικό δημόσιο χρέος μπορεί να εξυπηρετηθεί.

Δυστυχώς, η λογική της κυβέρνησης είναι επικίνδυνη για τη χώρα. Δεν πρόκειται μόνο για τη μονομέρεια της κυβερνητικής διαπραγματευτικής τακτικής, όπου η μόνη επιδίωξη (και μάλιστα περισσότερο για επικοινωνιακούς, παρά για ουσιαστικούς λόγους) είναι η ελάφρυνση του χρέους, αλλά και για την ουσία της. Για να το πούμε απλά: εάν κάποιος χρωστά τα μαλλιά της κεφαλής του και προσπαθεί να πετύχει τη συνέχιση της χρηματοδότησης της επιχείρησής του, δεν συμφέρει να φωνάζει παντού και ειδικά προς αυτούς που θέλει να τον δανείσουν ότι αποκλείεται να τα καταφέρει, ειδικά μάλιστα εάν οι δανειστές του είναι πολλοί. Ακόμα χειρότερο για τον οφειλέτη είναι να διαψεύδει και να κατηγορεί όσους λένε ότι θα μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να τα καταφέρει. Γιατί; Επειδή, όταν ο οφειλέτης εξαρτάται από τους δανειστές του, πρέπει να τους πείσει ότι καταβάλλει και θα καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια, και τώρα και στο μέλλον, για να μη στερηθούν τα χρήματά τους.

Υπάρχει περίπτωση ένα χρέος να είναι πράγματι μη βιώσιμο και να πρέπει να αναδιαρθρωθεί, ενδεχομένως και να χαριστεί ένα μέρος του (haircut: «κούρεμα»); Βεβαίως. Αλλά για να πειστούν οι δανειστές ότι αξίζει τον κόπο να κάνουν ένα σκόντο, δηλαδή να χαρίσουν μέρος των όσων έχουν δανείσει ή να βελτιώσουν τους όρους του δανεισμού (επιτόκιο, διάρκεια αποπληρωμής κλπ.), απαραίτητη προϋπόθεση είναι να έχουν εμπιστοσύνη στον οφειλέτη τους, να μην τον θεωρούν μπαγαπόντη, ότι προσπαθεί να βρει τρόπο για να απαλλαγεί από τις υποχρεώσεις του. Τι εμπιστοσύνη μπορεί να δείξει ένας δανειστής σε οφειλέτη που δεν φαίνεται να προσπαθεί για τη μείωση του χρέους λαμβάνοντας δημοσιονομικά μέτρα, αλλά την επιδιώκει αποκλειστικά εις βάρος του δανειστή; Τι εχέγγυα παρέχει ένας οφειλέτης που στον δημόσιο λόγο του έχει ουσιαστικά υπονοήσει πως οποιοδήποτε μέτρο δημοσιονομικής προσαρμογής θα ήταν μάταιο, όσο δεν έχει αναδιαρθρωθεί το χρέος;

Είναι απολύτως εσφαλμένη η θεώρηση του χρέους ως ενός μεγέθους στατικού, ειδικά ενός χρέους που η αποπληρωμή του απλώνεται σε πολλές δεκαετίες. Η βιωσιμότητά του εξαρτάται από παραδοχές που γίνονται με βάση διαρκώς μεταβαλλόμενα δεδομένα. Οι παραδοχές αυτές, όταν πρόκειται για κρατικό χρέος, αφορούν μεταβαλλόμενα μακροοικονομικά αλλά και τον ζήλο που δείχνει ο εκάστοτε οφειλέτης για το συμμάζεμα των οικονομικών του και την αποπληρωμή του χρέους. Κυρίως σχετίζονται με τη μεσομακροπρόθεσμη ικανότητα του οφειλέτη να λειτουργεί και να εισπράττει, ώστε να μπορεί να πληρώνει (αυτό ισχύει είτε ο οφειλέτης είναι επιχείρηση, είτε είναι κράτος). Στην περίπτωση του ελληνικού δημοσίου χρέους, επί παραδείγματι, η βιωσιμότητά του εξαρτάται από τις προοπτικές ανάπτυξης της οικονομίας, από τη μεσοπρόθεσμη πορεία του ασφαλιστικού (άρα, με σημερινούς όρους αναδιανεμητικού συστήματος, και με τη δημογραφική εξέλιξη: γεννήσεις, θάνατοι, προσδόκιμο όριο ζωής), από την προσδοκία για δημοσιονομική πειθαρχία από την παρούσα και τις επόμενες κυβερνήσεις, αλλά και από τις γενικότερες προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας. Επίσης, κρίσιμο μέγεθος για τη βιωσιμότητά του δεν είναι τόσο το χρέος σε απόλυτο αριθμό (σε ευρώ ή δολάρια), όσο σε σχέση με το μέγεθος της οικονομίας: δηλαδή με το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν.

Έτσι, μία κυβέρνηση που δέχεται, που βροντοφωνάζει, ότι το χρέος δεν είναι βιώσιμο είναι μία κυβέρνηση που δεν πιστεύει στις δυνατότητες ανάπτυξης της οικονομίας. Εάν το ελληνικό ΑΕΠ επέστρεφε στα επίπεδα του 2009, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ θα είχε μειωθεί κατά το 1/5. Εάν μπορούσε να βρεθεί απασχόληση για 1.000.000 ανέργους, η αύξηση του ΑΕΠ θα ήταν τέτοια, που το χρέος θα μειωνόταν σημαντικά σε σχέση με το ΑΕΠ — και τη συνακόλουθη φοροδοτική ικανότητα του πληθυσμού και την εισπραξιμότητα δημοσίων εσόδων. Είναι εφικτό αυτό αύριο; Όχι. Η ανάπτυξη δεν έρχεται με προεδρικό διάταγμα. Αλλά ο συνδυασμός μέτρων που απλώς επιτείνουν την ύφεση, που δεν επιτρέπουν στον ιδιωτικό τομέα να αναπνεύσει, που δεν προσελκύουν, αλλά αντιθέτως εκδιώκουν επενδύσεις, με τις φωνασκίες για το χρέος δείχνουν μία κυβέρνηση που απλούστατα δεν ενδιαφέρεται για την πραγματική ανάπτυξη ή δεν πιστεύει ότι θα μπορούσε να την επιφέρει. Δεν γίνεται ούτε καν η αρχή κάποιας προσπάθειας για ουσιαστική αύξηση της παραγωγής και της οικονομικής δραστηριότητας στην Ελλάδα. Και για τον λόγο αυτό το χρέος, το οποίο πριν από δύο χρόνια χαρακτηριζόταν από το ΔΝΤ βιώσιμο, σήμερα χαρακτηρίζεται μη-βιώσιμο.

Αυτό είναι πολύ δυσάρεστο. Η μη-βιωσιμότητα του χρέους με τα σημερινά δεδομένα δεν είναι τίτλος τιμής — ούτε πρόκειται για τον ελιγμό που θα οδηγήσει τους δανειστές της χώρας μας σε άφεση μέρους του χρέους ή σε αναδιάρθρωσή του. Αντιθέτως, είναι γεγονός που θα επηρεάσει αρνητικά τους δανειστές και, ιδίως, την κοινή γνώμη των δανειστριών χωρών. Έχουμε ξεχάσει την αρνητική ψήφο πολλών χωρών της λατινικής Αμερικής στη δεύτερη δανειοδότηση της χώρας μας από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (στο πλαίσιο του δεύτερου μνημονίου). Παραβλέπουμε τις αντιδράσεις στις ευρωπαϊκές χώρες και την προβολή, σε διάφορες προεκλογικές εκστρατείες, της Ελλάδας ως αντιπαραδείγματος. Δεν αντιλαμβανόμαστε πόσο προκλητικά λειτουργεί η κραυγή για τη μη-βιωσιμότητα του χρέους και η ανηλεής επίθεση προς όποιον τολμά να εκφράσει αντίθετη προσδοκία. Ο κίνδυνος να αποσυρθεί χρηματοδοτικά το Ταμείο από το πρόγραμμα διάσωσης της ελληνικής οικονομίας είναι μεγάλος. Θεωρούμε δεδομένο, χωρίς αυτό να στηρίζεται πουθενά, ότι οι ευρωπαϊκές χώρες θα σπεύσουν να αναπληρώσουν το χρηματοδοτικό κενό που θα αφήσει η αποχώρηση του ΔΝΤ. Αν όμως, πιεζόμενες από την κοινή γνώμη στις χώρες τους, οι κυβερνήσεις των δανειστών μας αρνηθούν κάτι τέτοιο, εάν δεν στέρξουν να δανείσουν μία χώρα της οποίας το χρέος δεν είναι βιώσιμο, δηλαδή να πετάξουν ουσιαστικά τα χρήματά τους στον βρόντο, η χώρα μας θα βρεθεί προ αδιεξόδου. Σε μια τέτοια περίπτωση, η μόνη λύση για να αποφύγει η χώρα μας την άμεση χρεοκοπία θα είναι να λάβει άμεσα και πολύ δραστικά μέτρα, κυνηγώντας —τι ειρωνεία— πλέον το Ταμείο, για να το πείσει ότι το ελληνικό χρέος μπορεί να ξανακαταστεί βιώσιμο.