Διπλωματική εκπαίδευση

P
Ρωμανός Γεροδήμος

Διπλωματική εκπαίδευση

Το βιβλίο του Πρέσβη Βασίλη Κασκαρέλη («Η Τέλεια Καταιγίδα: Το ΝΑΤΟ μετά την 11η Σεπτεμβρίου», Εκδόσεις Μεταίχμιο) είναι ένα πολύ σημαντικό βιβλίο. Πρέπει να διαβαστεί από τον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό πολιτών, γιατί εξηγεί με εντελώς απτό και κατανοητό τρόπο την πραγματικότητα του διεθνούς συστήματος: το πώς δημιουργούνται οι συμμαχίες (και οι αντιπαλότητες) στα πλαίσια διεθνών ή διακυβερνητικών οργανισμών· το πώς λαμβάνονται οι αποφάσειςž το πώς μία χώρα επιτυγχάνει ή αποτυγχάνει να διαμορφώσει και να προωθήσει τα συμφέροντά της.

Ο Κασκαρέλης υπηρέτησε επί σειρά ετών στις κορυφαίες θέσεις στους σημαντικότερους διεθνείς οργανισμούς (ΟΗΕ 1994-2000, ΝΑΤΟ 2000-2004, ΕΕ 2004-2009, Πρέσβης στην Ουάσινγκτον 2009-2012). Γράφει απελευθερωμένα, προσωπικά, άμεσα, ρεαλιστικά, χωρίς φιοριτούρες, υπεκφυγές, στρογγυλοποιήσεις ή συναισθηματισμούς· είτε πρόκειται για την ανάγκη σύμπλευσης με τον διαφαινόμενο νικητή όταν αυτό επιτάσσει το εθνικό συμφέρον, είτε για την προσωπικότητα των βασικών παικτών, όπως ο Λόρδος Ρόμπερτσον (τότε Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ) και ο Πρέσβης Νίκολας Μπερνς, είτε για τα τραγελαφικά στιγμιότυπα της εγχώριας πολιτικής σκηνής.

Η περιγραφή της καθημερινότητας, των ταξιδιών και των ατελείωτων συναντήσεων που βίωσε ως Μόνιμος Αντιπρόσωπος στο ΝΑΤΟ δεν εμπλέκουν μόνο τον αναγνώστη στην αφήγηση, αλλά επιτελούν πολύτιμο έργο διπλωματικής εκπαίδευσής του. Η διπλωματία αποτελεί ίσως το τελευταίο οχυρό της κρατικής ισχύος και της μυστικότητας, σε μία εποχή που οι πάντες και τα πάντα πρέπει να εκτίθενται στη δημοσιότητα και να απολαμβάνουν την αποδοχή και τη νομιμοποίηση των μαζών στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ο κόσμος που περιγράφει ο Κασκαρέλης θυμίζει καθρέφτη διπλής όψεως: όσοι είναι μέσα στο δωμάτιο βλέπουν όσα γίνονται έξω· όσοι όμως είναι απέξω βλέπουν απλώς την αντανάκλαση των θεωριών και των φημών που τρέχουν στη δημόσια σφαίρα.

Οι αιχμές του συγγραφέα για το πώς αφενός μεν η αδιαφορία, η αμέλεια και ο φόβος του πολιτικού κόστους, αφετέρου δε η σκοπιμότητα (εξοπλιστικά προγράμματα) έπληξαν ή αποπροσανατόλισαν το εθνικό συμφέρον, και για το πώς χάθηκαν πολύτιμες ευκαιρίες προώθησης αυτού, είναι ξεκάθαρες. Η επικέντρωση της πρόσφατης δημοσιότητας στην επικριτική για τον Γιώργο Παπανδρέου περιγραφή των συνομιλιών με την Μαντλίν Ολμπράιτ, ναι μεν εξάπτει το ενδιαφέρον του πιθανού αναγνώστη, αλλά ίσως αδικεί το βιβλίο, το οποίο δεν εξαντλείται στο δημοσιογραφικά «ζουμερό» παρασκήνιο ή στην κριτική επί προσώπων. Οι σελίδες τρέχουν, και ο συγγραφέας καταφέρνει να ενημερώσει τον αναγνώστη για υποθέσεις και περιοχές περίπλοκες και πολυπαραγοντικές (Δυτικά Βαλκάνια, Ιράκ κ.ά.).

Το βιβλίο παρουσιάζει —ίσως για πρώτη φορά με τέτοιο τρόπο στην αντίστοιχη, ελληνική τουλάχιστον, βιβλιογραφία— μία ολοκληρωμένη και τεκμηριωμένη αξιολόγηση της ζημιάς που έγινε σε πολλά επίπεδα από την ηγεμονία και στρατηγική των νεοσυντηρητικών στις ΗΠΑ. Η περιγραφή τού πώς το ΝΑΤΟ περιθωριοποιήθηκε, η ερμηνεία για τη στροφή του Πούτιν από φίλο και σύμμαχο του ΝΑΤΟ και της Δύσης σε βασικό αντίπαλο στα πλαίσια ενός Νέου Ψυχρού Πολέμου, και η ανάλυση για την απαξίωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέσω της διεύρυνσης (στρατηγική επιλογή των ΗΠΑ) και των τραγικών λαθών των ίδιων των βασικών παικτών της (π.χ., η Γαλλία του Σιράκ) προκαλούν δέος ακόμη και σε έμπειρους παρατηρητές των διεθνών πραγμάτων. Τις συνέπειες της απόφασης για επέμβαση στο Ιράκ χωρίς σχεδιασμό για την επόμενη μέρα, χωρίς νομιμοποίηση και χωρίς αντίληψη του πώς διέβρωσε το διακυβερνητικό σύστημα θεσμών τις βιώνουμε σήμερα και θα τις βιώνουμε για δεκαετίες.

Η συμβολή αυτή του βιβλίου ως ιστορικού τεκμηρίου και πολιτική ανάλυση είναι ισάξια της σημασίας του ως «διπλωματικής εκπαίδευσης» του Έλληνα πολίτη για το πώς η χώρα πρέπει και μπορεί να διασφαλίζει τα συμφέροντά της:

[Η] καθημερινή πραγματικότητα είναι ότι οι περισσότερες διεθνείς μικρές ή μεγάλες συμφωνίες, που όταν ανακοινωθούν ως αποφάσεις μιας Συνόδου Κορυφής εντυπωσιάζουν, έχουν προετοιμαστεί, διαπραγματευτεί και συμφωνηθεί στους διαδρόμους των αντίστοιχων διεθνών οργανισμών ή σε γεύματα εργασίας ή φιλικές ανεπίσημες συναντήσεις ή σε φιλικά τηλεφωνήματα. Για να επιτύχει κανείς την υποστήριξη που επιζητεί, πρέπει να γνωρίζει καλά πρόσωπα, πράγματα και διαδικασίες, αλλά και χορογραφία, όπως έλεγα, της παράστασης. Δηλαδή σε ποιον μιλάς, πότε του μιλάς, πώς του μιλάς. Όλα αυτά βασίζονται αποκλειστικά σε εμπειρικές γνώσεις. Πιστεύω ακράδαντα, και αποδεικνύεται στην πράξη, ότι κανένας πανεπιστημιακός τίτλος δεν μπορεί να βοηθήσει στον τομέα αυτό. Αντίθετα, αν επιχειρήσει κανείς να εκβιάσει το ζητούμενο, παραδείγματος χάριν με τη χρήση veto κατά τη διάρκεια επίσημης συνεδρίασης, τα ποσοστά λένε ότι θα αποτύχει [σελ. 344].

Στα λίγα αρνητικά του βιβλίου η ανεπαρκής αναγνώριση των όσων θετικών επιτεύχθηκαν την περίοδο εκείνη στο διπλωματικό πεδίο, όπως και ο επιμερισμός των ευθυνών (π.χ., της αντιπολίτευσης) για την απουσία διακομματικά αποδεκτής εθνικής στρατηγικής· ένα-δύο λάθη εκ παραδρομής (Πρόεδρος της Δημοκρατίας το 2001 δεν ήταν ο Κάρολος Παπούλιας, σελ. 76, αλλά ο Κωστής Στεφανόπουλος)· και η απουσία ευρετηρίου που θα διευκόλυνε την έρευνα αναφοράς.