Δύο παιδιά στο Άουσβιτς
Διαβάζω παιδική και εφηβική λογοτεχνία, και θα διαβάζω πάντα. Κυρίως coming-of-age μυθιστορήματα, αλλά και πολλά φαντασίας — τα βρίσκω (είναι) συναρπαστικά, όταν είναι καλογραμμένα.
Δεν είχα παρά ταύτα ποτέ πριν την ευκαιρία, ή την τύχη, να διαβάσω κάτι τόσο διαφορετικό, κάτι τόσο έξω από τα συνηθισμένα, όσο το ΑΓΟΡΙ ΜΕ ΤΗ ΡΙΓΕ ΠΙΤΖΑΜΑ του Τζον Μπόιν. Είναι ένα βιβλίο που θα απολαύσουν μεν όσοι ενήλικες έχουν ίδιες —ή περίπου— αναγνωστικές συνήθειες με τις δικές μου, αλλά κυρίως ένα μυθιστόρημα που θα σημαδέψει όσα νέα παιδιά το πιάσουν στα χέρια τους. Ανεξίτηλα. Εννοώ το «σημαδέψει» με κάθε καλή έννοια που μπορεί να σκεφτεί κανείς. Και, ναι, πιστεύω πως ένα βιβλίο μπορεί να σε διαμορφώσει, να σε αλλάξει, να σε επηρεάσει και να γίνει κομμάτι του εαυτού σου. Το ΑΓΟΡΙ μπορεί να το κάνει. Διαθέτει τεράστια, τεράστια δύναμη, που την αφήνει να συσπειρώνεται και να φουσκώνει σαν μάγμα επί τριακόσιες υπέροχες σελίδες, μέχρι που την εκτοξεύει στις τελευταίες τριάντα διαμιάς — αφήνοντάς σε με κομμένη την ανάσα, να τρέμεις.
Το βιβλίο μιλά στα παιδιά για το Άουσβιτς. Για το Ολοκαύτωμα — το μεγαλύτερο έγκλημα της σύγχρονης Ιστορίας. Και μιλά (γιατί, στ’ αλήθεια, πώς να το κάνεις; πώς μπορείς να μιλήσεις γι’ αυτό;…) με τον τρόπο που πρέπει όταν μιλάς στα παιδιά. Προσωπικά, και μολονότι το έχω σκεφτεί πολύ, και από παλιά, δεν θα μπορούσα με τίποτα να βρω πιο πρόσφορο τρόπο.
Ο Μπόιν επέλεξε να δώσει τον πρωταγωνιστικό ρόλο σε έναν μικρό Γερμανό, ένα εννιάχρονο αγόρι, τον Μπρούνο. Δεν είναι όποιο κι όποιο αγόρι: είναι ο γιος του Διοικητή του στρατοπέδου συγκέντρωσης. Και ζει, μολονότι το σιχαίνεται αυτό και αναπολεί το όμορφο, πλούσιο σπίτι του στο Βερολίνο, έξω από το στρατόπεδο, στην ερημιά του κόσμου.
Ήταν σαν να υπήρχε μια ολόκληρη πόλη που οι κάτοικοί της ζούσαν και εργάζονταν δίπλα στο σπίτι όπου έμενε εκείνος. Ήταν πράγματι τόσο διαφορετικοί; Όλοι οι άνθρωποι στο στρατόπεδο φορούσαν τα ίδια ρούχα, τις ριγέ πιτζάμες και τα ριγέ σκουφάκια· και όσοι έμπαιναν στο σπίτι του […] φορούσαν στολές […] και κρατούσαν όπλα. […] Αναρωτιόταν ποια ακριβώς ήταν η διαφορά. Και ποιος αποφάσισε ποιοι θα φορούσαν τις πιτζάμες και ποιοι τις στολές.
Εκεί, θα γνωρίσει έναν σχεδόν δίδυμό του: το φυλακισμένο αγόρι με τη ριγέ «πιτζάμα» και τα ρουφηγμένα μάτια, ο κάτισχνος και βρόμικος Σμούελ, θα γίνει ο καλύτερός του φίλος. Και, μαζί, θα προσπαθήσουν κάπως να απαλύνουν τη φρίκη των στρατοπέδων… και των κρεματορίων.
Όταν συναντιούνταν, ο Μπρούνο ανησυχούσε για τον φίλο του, γιατί έμοιαζε να αδυνατίζει μέρα με τη μέρα και το πρόσωπό του να γίνεται όλο και πιο χλωμό. Πότε πότε έφερνε μαζί του περισσότερο ψωμί και τυρί για να το δώσει στον Σμούελ, και καμιά φορά κατάφερνε να κρύψει κι ένα κομμάτι σοκολατένιο κέικ στην τσέπη του, όμως ο δρόμος από το σπίτι ώς το σημείο του φράχτη όπου συναντιούνταν ήταν μακρύς και συχνά τον έπιανε πείνα, και η μια μπουκιά έφερνε την άλλη, και η άλλη την παράλλη, και όταν πια είχε μείνει μόνο μια μπουκιά ήξερε πως δε θα ήταν σωστό να τη δώσει στον Σμούελ, γιατί απλώς θα του άνοιγε την όρεξη χωρίς να τον χορτάσει.
Ο Μπρούνο, έξυπνος αλλά αφελής λόγω ηλικίας, ποτέ δεν θα μπορέσει να καταλάβει γιατί συμβαίνει ό,τι συμβαίνει. Γενναίος και δειλός ταυτόχρονα, με μεγάλη βούληση να μάθει και να «εξερευνήσει» την αλήθεια, θα ανακαλύπτει πάντα αθώες (ή όχι πάντα τόσο αθώες) προφάσεις για να μην την κοιτάξει κατάματα.
Όμως στο τέλος όλα θα αλλάξουν.
Σπουδαίο βιβλίο, όχι άδικα μία πελώρια παγκόσμια επιτυχία. Κυκλοφορεί με σκληρό εξώφυλλο, με την πραγματικά αριστουργηματική εικονογράφηση του σπουδαίου Όλιβερ Τζέφερς, από τις Εκδόσεις Ψυχογιός. Η μετάφραση της Αριάδνης Μοσχονά είναι εξαιρετική, πηγαία και αλάνθαστη.