Ε. Λ. Ντοκτόροου, «Ράγκταϊμ»

C
Βιβή Γεωργαντοπούλου

Ε. Λ. Ντοκτόροου, «Ράγκταϊμ»

Τα δώδεκα [1] μυθιστορήματα του σπουδαίου Νεοϋορκέζου συγγραφέα Ε. Λ. Ντοκτόροου είναι γνωστά και πολυδιαβασμένα από χρόνια και εκτός ΗΠΑ. Η αλήθεια είναι ότι για ορισμένα εξ αυτών —για το «Welcome to Hard Times» (γραμμένο το 1960, που έγινε φιλμ το 1967), το «The Book of Daniel» (1971 και 1983 αντίστοιχα), το «Billy Bathgate» (1989/1991) και το «Ragtime» (1975/1981)— απέβη υπέρ τους η κινηματογραφική τους μεταφορά, με την έννοια ότι πρώτα είδαν κάποιοι τις ταινίες, ως συνήθως, και μετά αναζήτησαν τα βιβλία. Κάποιες από τις ταινίες είναι κατά την ταπεινή μου και υποκειμενική (τι άλλο θα ήταν;) γνώμη «λίγες» σε σχέση με τα μυθιστορήματα, κι ας φέρουν την υπογραφή μεγάλων θεωρούμενων σκηνοθετών· αλλά, αφού ο Ε. Λ. Ντοκτόροου, ηθοποιός, σεναριογράφος και παραγωγός ο ίδιος, δεν είχε πρόβλημα και συναίνεσε, εμένα δεν μου πέφτει λόγος, εκείνος θα είχε τους δικούς του κι εγώ κι εσείς θα διαμορφώνουμε την άποψη που δικαιούμαστε σαν κοινό και η οποία μπορεί για το ίδιο έργο να είναι διαφορετική αν αυτό έχει παραπάνω από μια εκδοχές· τα έχουμε ξαναπεί, είναι ξεχωριστό καλλιτεχνικό έργο το βιβλίο από την ταινία, που όμως βασίζεται σ’ αυτό κι εμείς θα έχουμε πάντα δικαίωμα να μας φαίνεται το βιβλίο τέλειο και μάπα η ταινία — ή το ανάποδο.

Το «Ράγκταϊμ» σαν μυθιστόρημα παραμένει εξόχως ανατρεπτικό σαράντα ολόκληρα χρόνια μετά την έκδοσή του. Το ομώνυμο φιλμ έχει πολλές αρετές, μα οι φιγούρες των ηρώων στη μεγάλη οθόνη δεν διατήρησαν την αίγλη τους, επειδή, φαντάζομαι, σαν σενάριο πάρθηκε —προφανώς για να φτάσει στο ευρύ κοινό και να αποσβέσει έτσι το κόστος του— από την επιφάνεια των δομών της μυθοπλασίας. Έτσι, παρόλο που ο Μίλος Φόρμαν θεωρείται σημαντικός σκηνοθέτης, και είναι, θα ισχυριστώ ότι το βιβλίο ήταν εκείνο που ως καλλιτεχνικό έργο άντεξε πραγματικά στον χρόνο, μα και κάτι παραπάνω: έγινε μια ακόμα χειροπιαστή απόδειξη (όποιος θέλει διαβάζει το βιβλίο, βλέπει και το φιλμ και το διαπιστώνει) ότι ένα βιβλίο είναι διαχρονικότερο της ταινίας που ενίοτε γεννά, διευκρινίζοντας όμως, ως οφείλω, ότι αλλού εστιάζει ο Φόρμαν, λογικό, και άλλα τονίζει ο Ντοκτόροου και επιμένοντας ότι αυτά που ο δεύτερος αναδεικνύει με αριστοτεχνικό τρόπο, που δεν κουράζει τον αναγνώστη, είναι πιο ενδιαφέροντα, βαθύτερα, ουσιαστικότερα και δεν στερούνται τη δύναμη της εικόνας, γιατί η γραφή του Ντοκτόροου είναι τέτοια από τη φύση της που δημιουργεί καταιγιστική διαδοχή εικόνων στον αναγνώστη.

Η πυκνή, πολυπρόσωπη αφήγηση του Ντοκτόροου είναι βασισμένη σε αξιοπρόσεκτο ποσοστό σε ιστορικά πρόσωπα (τον Χάρι Χουντίνι —στον οποίο ο Ντοκτόροου επιστρέφει συχνά εντός του βιβλίου και τον αναλύει με υπομονή—, τον αυτοκινητοβιομήχανο Χένρι Φορντ, τον τραπεζίτη Τζ. Π. Μόργκαν, την αναρχική Έμμα Γκόλντμαν, τον Φρόιντ, που κάνει ακριβώς τότε το ταξίδι του στις ΗΠΑ, και κάμποσους ακόμα) και σε επινοημένα στο μεγαλύτερο, αρχίζει δε με αναλυτική παρουσίαση του σκηνικού στο οποίο θα παιχτεί σαν ταινία αλλά με σκηνοθέτη τον αναγνώστη, που εικονοποιεί από την πρώτη κιόλας φράση αυτά που διαβάζει, νοερά μεταφερόμενος στο 1902 που του δίνεται σαν ιστορικός χρόνος (σελίδες 9 και 10 από το μεταφρασμένο στα ελληνικά βιβλίο, από τον Γιώργο Μαθόπουλο και τον Γιάννη Γαλάτη το 1993 για τις Εκδόσεις Επιλογή):

Στα 1902 ο Πατέρας έχτισε ένα σπίτι στο σημείο όπου σταματούσε η ανηφόρα της Λεωφόρου Μπρόντβιου στο Νιου Ροσέλ της Νέας Υόρκης. Ένα τρίπατο με ξύλινη φολιδωτή στέγη, σοφίτες που προεξείχαν και βεράντα με σήτες. Ριγέ τέντες έριχναν τη σκιά τους πάνω στα παράθυρα. Η οικογένεια εγκαταστάθηκε στο αρχοντικό μια ηλιόλουστη μέρα του Ιουνίου και όλα έδειχναν ότι έτσι ανέφελες και ζεστές θα ήταν όλες οι μέρες τους στα χρόνια που θ’ ακολουθούσαν. Το μεγαλύτερο μέρος από τα εισοδήματα του Πατέρα προερχόταν από σημαίες που κατασκεύαζε, λάβαρα, πανό και άλλα σύνεργα του πατριωτισμού, ανάμεσα στα οποία και πυροτεχνήματα. Ο πατριωτισμός ήταν το πιο αξιόπιστο συναίσθημα στις αρχές της πρώτης δεκαετίας του αιώνα. Πρόεδρος ήταν ο Τέντι Ρούσβελτ. Οι πολυπληθείς συγκεντρώσεις του κόσμου ήταν ό,τι πιο συνηθισμένο· είτε γίνονταν σε ανοικτούς χώρους, σε παρελάσεις, υπαίθριες συναυλίες, υπαίθρια γεύματα πολιτικού χαρακτήρα, ψησταριές, κοσμικές εκδρομές, είτε σε κλειστούς χώρους, σε αίθουσες συγκεντρώσεων, σε βαριετέ, όπερες, χορούς. Δεν υπήρχε σχεδόν καμία μορφή ψυχαγωγίας χωρίς μεγάλη κοσμοσυρροή. Τρένα, ατμόπλοια και τραμ κουβαλούσαν αδιάκοπα τον κόσμο από το ‘να μέρος στ’ άλλο. Έτσι ήταν τότε, έτσι ζούσε ο κόσμος. Οι γυναίκες ήταν πιο εύσωμες και ρωμαλέες τότε. Επισκέπτονταν τα πλοία του στόλου κρατώντας λευκά ομπρελίνα. Όλοι φορούσαν λευκά το καλοκαίρι. Οι ρακέτες του τένις ήταν χοντροφτιαγμένες και βαριές, με σχήμα ελλειπτικό. Πολλές λιποθυμίες για λόγους ερωτικούς. Νέγροι καθόλου. Μετανάστες καθόλου. Το απομεσήμερο, μετά το φαγητό, ο Πατέρας και η Μητέρα ανέβαιναν στο υπνοδωμάτιο και έκλειναν την πόρτα. Ο παππούς αποκοιμιόταν στο ντιβάνι του χoλ. Το Μικρό Αγόρι με τη ναυτική μπλούζα καθόταν στη βεράντα κι έδιωχνε τις μύγες.

Και συνεχίζει (σελίδα 10) πάντα σε τρίτο ενικό πρόσωπο με τον Ε. Λ. Ντοκτόροου διακριτικό μεν και παρατηρητικό πλην παντογνώστη αφηγητή. Παραθέτουμε εδώ τη συνέχεια από το πρωτότυπο, για να δούμε τη γνήσια γλώσσα του Ντοκτόροου):

Down at the bottom of the hill Mother’s Younger Brother boarded the streetcar and rode to the end of the line. He was a lonely, withdrawn young man with blond mous­taches, and was thought to be having difficulty finding himself. The end of the line was an empty field of tall marsh grasses. The air was salt. Mother’s Younger Brother in his white linen suit and boater rolled his trousers and walked barefoot in the salt marshes. Sea birds started and flew up. This was the time in our history when Winslow Homer was doing his painting. A certain light was still available along the Eastern seaboard. Homer painted the light. It gave the sea a heavy dull menace and shone coldly on the rocks and shoals of the New England coast. There were unexplained shipwrecks and brave towline rescues. Odd things went on in lighthouses and in shacks nestled in the wild beach plum. Across America, sex and death were barely distinguishable. Runaway women died in the rigors of ecstasy. Stories were hushed up and reporters paid off by rich families. One read between the lines of the journals and gazettes. In New York City the papers were full of the shooting of the famous architect Stanford White by Harry K. Thaw, eccentric scion of a coke and railroad fortune. Harry K. Thaw was the husband of Evelyn Nesbit, the celebrated beauty who had once been Stanford White’s mistress. The shooting took place in the roof garden of the Madison Square Garden on 26th Street, a spectacular block-long building of yellow brick and terra cotta that White himself had designed in the Sevil­lian style. It was the opening night of a revue entitled Mam­zelle Champagne, and as the chorus sang and danced the eccentric scion wearing on this summer night a straw boater and heavy black coat pulled out a pistol and shot the famous architect three times in the head. On the roof. There were screams. Evelyn fainted. She had been a well-known artist’s model at the age of fifteen. Her underclothes were white. Her husband habitually whipped her. She happened once to meet Emma Goldman, the revolutionary. Goldman lashed her with her tongue. Apparently there were Negroes. There were immi­grants. And though the newspapers called the shooting the Crime of the Century, Goldman knew it was only 1906 and there were ninety-four years to go.

Βρισκόμαστε λοιπόν στις ανατολικές ΗΠΑ των αρχών του 20ού αιώνα, στην όλο και πιο πολύκοσμη Νέα Υόρκη. Σύντομα θα ξεκινήσουμε να παρακολουθούμε, μπαίνοντας πιο βαθιά στην ατμόσφαιρα και το γίγνεσθαι αυτού του βιβλίου, μέσω των ηρώων και της πολυτάραχης ιστορίας των τόπων που άφησαν πίσω τους και που τα κομμάτια της τα κουβαλάνε σαν φυλαχτό στις τρύπιες τους βαλίτσες, μια εξαιρετικά περιγραφόμενη από τον Ντοκτόροου διαδρομή που περνά μεν από τη Φιλαδέλφεια και φτάνει στη Μασαχουσέτη, όμως είναι ξεκάθαρο εξαρχής ότι έχει ξεκινήσει από την Ευρώπη (και σ’ αυτήν ξαναγυρνά, όταν οι πάμπλουτοι Τζ. Π. Μόργκαν και Χένρι Φορντ επιστρέφουν σε αρχαίους πολιτισμούς αναζητώντας απαντήσεις στις μεταφυσικές τους απορίες), η οποία Ευρώπη βράζει κοινωνικά, λιμοκτονεί και αφαιμάζεται από πολύτιμο σε πολλές περιπτώσεις έμψυχο δυναμικό που κατά χιλιάδες σε κατάσταση απόλυτης ένδειας και απελπισίας μεταναστεύει στην άλλη άκρη της γης προκειμένου να βρει ένα καλύτερο παρόν και, με λίγη τύχη, κι ένα μέλλον με περισσότερες ευκαιρίες.

Η πολυπόθητη τύχη χιλιάδων Ιταλών, Ιρλανδών, Ρώσων, Ελλήνων, Πολωνών, Γερμανών και ανθρώπων από κάθε γωνιά της Γηραιάς, τύχη άλλως αποκαλούμενη Ειμαρμένη, δεν τους περιμένει στρώνοντας με ρόδα και βελούδινα χαλιά την προβλήτα του τεράστιου λιμανιού της Νέας Υόρκης. Κάθε άλλο. Οι περισσότεροι μετανάστες, άντρες και γυναίκες κάθε ηλικίας, φτάνουν μη ξέροντας ούτε μισή λέξη από την εκεί ομιλούμενη γλώσσα, τσουβαλιασμένοι κατά δεκάδες και πιο πένητες από πριν γιατί τους έχουν ξεσκίσει και τις τελευταίες τους οικονομίες τα αρπαχτικά που λυμαίνονται τα πλοία. Tα μεγάλα καράβια, μετά από σκληρή αναμέτρηση εβδομάδων με τον Ατλαντικό, τους ξεβράζουν από τα αμπάρια τους κατευθείαν στα ατελείωτα κτίρια και στις υπηρεσίες που τους περιμένουν για να κάνουν την πρώτη διαλογή.

Τρεις οικογένειες και πολλά [2] κοντινά ή πιο μακρινά σ’ αυτές —ανώνυμα και επώνυμα— πρόσωπα, που σε κάθε περίπτωση συνδέονται δραματικά και επώδυνα μαζί τους, συνθέτουν το αψεγάδιαστο από άποψη αφηγηματικής τεχνικής αλλά και ιστορικού περιεχομένου, το εκθαμβωτικό ψηφιδωτό της πολυποίκιλης καθημερινότητας των απαρχών του νέου αιώνα στις ΗΠΑ, της ευλογημένης και πλούσιας χώρας που ψάχνει ακόμα τον βηματισμό της μετά τις δικές της περιπέτειες, κυρίως τον εμφύλιο της τετραετίας 1861-1865, ο οποίος φαίνεται να έχει λειάνει καλά τις οικονομικές αιτίες που τον προκάλεσαν αλλά δεν έχει κλείσει στην πράξη τη μεγάλη πληγή των φυλετικών διακρίσεων εις βάρος των μαύρων, γιατί μάλλον ποτέ δεν έγινε γι’ αυτούς.

Η πράξη αγάπης της μητέρας του αφηγητή προς ένα μαύρο μωρό και την έφηβη, ανύπαντρη μάνα του (η φιλεύσπλαχνη Μητέρα περιμαζεύει και σώζει τις δυο αφημένες στο έλεος του Θεού ανθρώπινες υπάρξεις δίχως να διστάσει) και η ρατσιστική επίθεση κατά του πατέρα του μωρού που εμφανίζεται στη συνέχεια, και που προσπαθεί να φτιάξει το δικό τους σπιτικό, θα γίνουν οι άκρες των κύριων νημάτων με τα οποία τυλίγεται το εκπληκτικό κουβάρι του «Ragtime». Η οικογένεια του αφηγητή που στα μέλη της δεν δίνονται ονόματα (ο αφηγητής αναφέρεται σ’ αυτά λέγοντας ο Πατέρας, η Μητέρα, το Μικρό Αγόρι —ο ίδιος δηλαδή—, ο Παππούς και ο Μικρός Αδελφός της Μητέρας) είναι η πρωταγωνιστική οικογένεια, ο μεγάλος καμβάς πάνω στον οποίο κεντά με τις κλωστές της Ιστορίας και της Φαντασίας ο Ντοκτόροου τα συμμετρικά και τέλεια υπολογισμένα λογοτεχνικά μοτίβα του, τα 40 κεφάλαια του αριστουργηματικού αυτού βιβλίου.

Το καλλιεργημένο, συντηρητικό, φιλήσυχο ζευγάρι των λευκών, εμπλεκόμενο προσωπικά, θα συνδέσει, άλλοτε εκούσια άλλοτε όχι, τη ζωή του με την οικογένεια του μαύρου μουσικού της ragtime [3] Κόουλχαουζ Γουόκερ, πατέρα του μωρού που η Μητέρα από τη στιγμή της διάσωσης της δικής του αλλά και της Σάρας, της μάνας του, τόσο αυθόρμητα και συγκινητικά στέργει αδιάκοπα δίχως να νοιάζεται για τα κακεντρεχή σχόλια κανενός. Με την τρίτη οικογένεια, του κατατρεγμένου Εβραίου μετανάστη Τάτεχ, που παρακολουθούμε με αμείωτο ενδιαφέρον και τις δικές της αλλιώτικες αλλά και παράλληλες διαδρομές, οι μεγαλόψυχοι και δίκαιοι Μητέρα και Πατέρας θα συνδεθούν κυρίως μέσω του Μικρού Αδελφού της Μητέρας, που γίνεται ο μοναδικός κρίκος της Μητέρας με τη διάσημη καλλονή της εποχής Έβελιν Νέσμπιτ και την Έμμα Γκόλντμαν. Το πως συνδέει ο Ντοκτόροου τόσα και τέτοιου ψυχισμού επινοημένα και πραγματικά πρόσωπα σε πολλές λεπτές και ρευστές καταστάσεις δίχως να πέσει σε τεχνικά κενά, να πάρει στενόμυαλη πολιτική θέση ή να γίνει μελοδραματικός είναι ένας λογοτεχνικός άθλος για τον οποίο του αξίζει κάθε έπαινος.

Ο Κόουλχαουζ Γουόκερ εμφανίζεται την κατάλληλη στιγμή για να αποκαταστήσει τη νεαρή μαύρη που φιλοξενούν οι καλόψυχοι λευκοί αστοί και να στήσει το σπιτικό τους, η Μητέρα και ο Πατέρας σιγά-σιγά τού ανοίγουν το δικό τους, μα η Ειμαρμένη έχει όρεξη για άσχημα παιχνίδια. Ο περήφανος Κόουλχαουζ θα υποστεί χυδαία επίθεση από ανεγκέφαλους ρατσιστές, χωρίς αυτός να τους έχει πειράξει, από τον λευκό εθελοντή πυροσβέστη Γουίλι Κόλκιν και τους συναδέλφους του αλλά και τους αστυνομικούς που δεν επεμβαίνουν εκεί που πρέπει, μα που συλλαμβάνουν (!) αυτόν, κι έτσι πολύ γρήγορα το πράγμα εξελίσσεται σε αληθινή τραγωδία. Η πολιτεία και η ντόπια κοινωνία δεν θα αντιμετωπίσουν δίκαια την αρχική κατάσταση ώστε να μην τραφεί η κατοπινή, ανεξέλεγκτη και με θύματα κι από τις δυο πλευρές σύρραξη. Πράξεις απύθμενου μίσους και βίας θα παρασύρουν τους εμπλεκόμενους σε μεγάλες, και με κακό τέλος για αρκετούς, περιπέτειες. Ο Κόουλχαουζ θα απαντήσει στη βία με βία, βρίσκοντας πολλούς υποστηρικτές, και ένας αδήριτος, όμως προδιαγεγραμμένος ως προς την έκβασή του, πόλεμος θα ξεσπάσει. Η Σάρα δεν θα γίνει ποτέ νύφη στο πλευρό του μουσικού, και το μωρό τους θα παραμείνει στα χέρια της Μητέρας: ευτυχώς που κυρίως αυτή αλλά και ο Πατέρας δεν λυγίζουν όταν και η δική τους οικογένεια —που έχει ήδη τα δικά της σακιά να κουβαλά— μπαίνει στον κύκλο της βίας, και μάλιστα ένα της μέλος θα το κάνει ενεργά.

Ο μετανάστης Τάτεχ, που τον φωνάζουν έτσι επειδή έχει ένα μακρύ εβραϊκό όνομα, πρόεδρος της Συμμαχίας των Σοσιαλιστών Καλλιτεχνών του Λόουερ Ιστ Σάιντ, είναι μια εκδοχή αυτού που λέμε καλή πάστα ανθρώπου και, σε κάποια σημεία —της αφοσίωσης στην ιδέα της οικογένειας—, αντίστοιχη φιγούρα με εκείνην του Πατέρα. Πάμφτωχος μεν ο Τάτεχ και κατατρεγμένος, αυτός είναι και ο πιο πολιτικά ενεργός στην κοσμοϊστορική αυτή συγκυρία που γέννησε και χώρεσε και χώνεψε, ακύρωσε ή δικαίωσε, αμέτρητους αγώνες. Ο Τάτεχ θα πληρώσει ακριβά την ανθρωπιά του, αλλά θα δικαιωθεί. Ο συνειδητά σοσιαλιστής Τάτεχ, μετανάστης από την ανατολική Ευρώπη (τη Λετονία) που αναζητά την τύχη του με χίλιες μύριες δυσκολίες και εμπόδια στις ΗΠΑ, πριν καταφέρει να τη δημιουργήσει και να τη μοιραστεί με την αγαπημένη του μοναχοκόρη, και όχι μόνο μ’ αυτήν, περνά από λογής συμπληγάδες με θαυμαστό τρόπο, με αγώνα και δίχως να χάσει στιγμή την ανθρωπιά του. Μετά και τη χηρεία του, μέσα στη φτώχεια και την πείνα, ο Τάτεχ, άστεγος και κάνοντας δουλειές του ποδαριού για να μεγαλώσει το παιδί του, βρίσκει το κουράγιο να ανακατεύεται με την πολιτική με ουμανιστική κρίση, διαφωνώντας ώς και με την περίφημη αναρχική Έμμα Γκόλντμαν, που μπαίνει κι αυτή ορμητικά στην αφήγηση χάρη στην ευφάνταστη και χαρισματική πένα του Ντοκτόροου, όπως ορμητικά εισβάλλει και η Έβελιν Νέσμπιτ (που έδωσε όντως χρήματα στην Γκόλντμαν), καλλονή της εποχής, πραγματικό κι αυτή πρόσωπο, από τα πρώτα του σταρ σίστεμ, σύζυγος και ερωμένη διάσημων και ισχυρών ανδρών που επί χρόνια η λαμπερή μα και η σκοτεινή πλευρά της ζωής της απασχολούσε την αμερικανική επικαιρότητα (ο Χάρι Κ. Θο, ο εκατομμυριούχος σύζυγός της, σκότωσε τον εραστή της, τον διάσημο αρχιτέκτονα και επίσης πάμπλουτο Στάνφορντ Γουάιτ, και το διαζύγιό της έγινε το κυρίαρχο θέμα των εφημερίδων της εποχής για μήνες). Ο Ντοκτόροου διαλέγει για τον Τάτεχ μια πολύ ενδιαφέρουσα συνέχεια. Ο Τάτεχ, καλλιτέχνης από την φύση του, θα στραφεί στον κινηματογράφο και εκεί θα βρει αυτό που γυρεύει. Δίχως να απεμπολήσει τις ουμανιστικές του ιδέες και χωρίς να πατήσει επί πτωμάτων θα αρπάξει την ευκαιρία για την καλύτερη ζωή που ήρθε να αναζητήσει. Μέσο και δρόμος του όχι πια οι διαδηλώσεις και η βία αλλά η Τέχνη. Μ’ αυτήν θα πορευτεί, και θα πορευτεί με σκληρή δουλειά, ειρηνικά και με αξιοπρέπεια, προσφέροντας πάντα αλλά και απολαμβάνοντας και σε προσωπικό επίπεδο πια τα καλά της.

Ο Ντοκτόροου, σαν αυτόφωτος δημιουργός που είναι, αγαπά και τους επινοημένους και τους άλλους του ήρωες, αυτούς που υπήρξαν αληθινά ιστορικά πρόσωπα. Τους συστήνει από την αρχή στον αναγνώστη, χωρίς να κάνει κατάχρηση της λάμψης τους και δίχως διακρίσεις στον τρόπο που τους παρουσιάζει, χωρίζοντάς τους, για παράδειγμα, αφελώς σε καλούς και κακούς. Δεν χαλαλίζει την αισθητική του «Ragtime» ασχολούμενος υπέρμετρα μαζί τους, με εξαίρεση τον Χουντίνι ο οποίος πρέπει να τον είχε καταγοητεύσει (για λόγους που ο αναγνώστης καταλαβαίνει: ο μεγάλος και αξεπέραστος Χουντίνι, παρόλο που κατάφερνε να αποδρά πάντα και από όλες τις αλυσίδες και τα δεσμά που επινοούσε για όλο και πιο δύσκολα και ριψοκίνδυνα νούμερα, δεν ξέφυγε ποτέ από το νοσηρό οιδιπόδειο με την μάνα του), και η καθαρά ανθρώπινη πλευρά τους φωτίζεται και αναδεικνύεται είτε είναι ο Πρόεδρος της χώρας, είτε ο αρχιτραπεζίτης, είτε ο ταπεινός σοσιαλιστής. Εκείνος που σκιαγραφεί πιο επίμονα, και δίνοντας μεγάλη προσοχή στις πράξεις που τον βάζει να κάνει ή αν μην κάνει, είναι ο Τάτεχ, ο ένας από τους δύο πληρέστερους επινοημένους χαρακτήρες. Ο εγκρατής, στωικός υπερασπιστής του ωραίου και του καλού, και μαζί τόσο ρεαλιστής και πρακτικός τελικά Τάτεχ, αλλά και η Μητέρα, αυτός ο υπέροχος άνθρωπος με την μεγάλη καρδιά, αξίζουν τη μερίδα του λέοντος από την προσοχή και την αγάπη του αναγνώστη. Είναι εκείνοι που συνειδητά, κυρίως αυτό, δεν βολεύονται στις γοητευτικές τους για εκείνη την εποχή βιτρίνες —του σοσιαλιστή ο ένας και της καθωσπρέπει κυρίας η άλλη—, αλλά κάνουν πράξη τις ιδέες τους καθαρίζοντάς τες ολοένα από την έπαρση και τη μικρότητα των ετικετών, περνώντας τες πρώτα και πάντα από το πολύτιμο φίλτρο του ανθρωπισμού. Ο Μικρός Αδελφός της Μητέρας και ο Πατέρας, οι δύο αμέσως πιο ενδιαφέροντες χαρακτήρες του «Ράγκταϊμ» μετά τον Τάτεχ και τη Μητέρα, δεν στερούνται γενναιοδωρίας και θάρρους, αλλά τις πράξεις τους τις υπαγορεύει πρώτα η ατομικότητά τους. Ο Κόουλχαουζ, τέλος, και όλα όσα συμβολίζει και μόνον με το χρώμα του και την περηφάνια του, που τον οδηγεί ενάντια στη λογική, είναι η ευφυέστερη λογοτεχνική πρόφαση για να χτιστούν στέρεα και πειστικά οι χαρακτήρες των πιο πάνω τεσσάρων ηρώων. Οι πέντε μαζί είναι εκείνοι που θα κρατήσουν όρθια την τραγική αφήγηση και θα οδηγήσουν τον αναγνώστη στην έξοδο.

Ο Τάτεχ και η Μητέρα είναι κάτι παραπάνω, είναι οι κατά Geirge Steiner, υπέροχες Αντιγόνες της μυθοπλασίας, αυτοί που σηκώνουν το φορτίο του ηθικού χρέους σε όλη την αφήγηση. Ο Ντοκτόροου τοποθετεί ευφυώς τον Τάτεχ της σοσιαλιστικής περιόδου στην πρώτη γραμμή της  μεγάλης απεργίας των μεταναστών κλωστοϋφαντουργών στο Λόρενς της Μασαχουσέτης. Έχει λόγους που θα φανούν αργότερα. Φτάνοντας πια στο 16ο κεφάλαιο, έχει δημιουργήσει την ιδανική κειμενική φόρμα και απογειώνει την αφήγησή του από κάθε άποψη δίχως το παραμικρό γλωσσικό ή άλλο στολίδι. Απολύτως δωρικά. Εξ ου και το 16ο κεφάλαιο του μυθιστορήματος είναι, κατ’ εμέ, ίσως και η ίδια του η καρδιά. Από αυτό και από τις ανατροπές του θα τροφοδοτηθούν με θαυμάσιο υλικό τα υπόλοιπα:

Παίρνοντας την κόρη του μαζί, ο Τάτεχ ενώθηκε με τους χιλιάδες διαδηλωτές που περικύκλωναν το υφαντουργείο, ένα τεράστιο τούβλινο κτίριο που έπιανε ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα. Βάδιζαν κάτω από τον ψυχρό γκρίζο ουρανό. Τρόλεϊ περνούσαν από τον δρόμο και οι οδηγοί χάζευαν το θέμα χιλιάδων διαδηλωτών που προχωρούσαν σιωπηλά μέσα στο χιόνι. Έγιναν πολλά επεισόδια. Μια εργάτρια πυροβολήθηκε στον δρόμο. Οι μόνοι που οπλοφορούσαν ήταν οι αστυνομικοί και οι εθνοφρουροί, αλλά οι δύο ηγέτες της απεργίας, ο Έτορ και ο Τζιοβανέτι, πιάστηκαν ως αυτουργοί. Κλείστηκαν στη φυλακή μέχρι να δικαστούν. Κάτι τέτοια τα περίμενε ο κόσμος. Επιτροπές βοήθειας είχαν στήσει κουζίνες και συσσίτια σε κάθε γειτονιά. Δεν κάνουμε φιλανθρωπία, είπε στον Τάτεχ μια γυναίκα όταν, αφού το παιδί πήρε τη μερίδα του, ο ίδιος αρνήθηκε τη δική του. Όσοι κρατούσαν τα πλακάτ, τύλιγαν τα κασκόλ γύρω από τον λαιμό τους και χτυπούσαν τα πόδια τους πάνω στο παγωμένο χιόνι. Ο Τάτεχ προθυμοποιήθηκε να δουλέψει στην επιτροπή προπαγάνδας και τους απάλλαξε απ’ αυτό το μαρτύριο, σχεδιάζοντας μεγάλες αφίσες. Ήταν πανέμορφες. Αλλά ο υπεύθυνος του είπε ότι δεν έκαναν. Δε θέλουμε τέχνη, έλεγε ο υπεύθυνος. Η ενότητα του απεργιακού μετώπου παρουσίαζε ρωγμές. Όσοι είχαν παιδιά έχαναν το κουράγιο και την αποφασιστικότητά τους. Μπήκε σ’ εφαρμογή ένα σχέδιο, να σταλούν παιδιά απεργών σε άλλες πόλεις για να φιλοξενηθούν από οικογένειες συμπαθούντων. Στο μεταξύ ο Τάτεχ πάλευε μέσα του να το πάρει απόφαση: δε χωρούσε αμφιβολία πως θα ’ταν καλύτερα για το κοριτσάκι του να περάσει μερικές βδομάδες με μία κανονική οικογένεια. Θα τρεφόταν καλά, δεν θα κρύωνε και θα ’βλεπε πώς ζουν οι φυσιολογικές οικογένειες. Ένα βαγόνι κρατημένο για τα παιδιά είχε συνδεθεί στην άκρη του συρμού. Μόλις προσπέρασαν τη γωνία του σταθμού, ο Τάτεχ είδε τους εθνοφρουρούς που είχαν παραταχθεί στον δρόμο. Κρατούσαν τα τουφέκια μπροστά στο στήθος τους. Η πομπή σταμάτησε και οπισθοχώρησε. Έγινε κάποια μικροφασαρία, και ο Τάτεχ άκουσε ένα ουρλιαχτό. Αστυνομικοί πετάχτηκαν απ’ όλες τις γωνίες και ξαφνικά το πλήθος βρέθηκε περικυκλωμένο. Τον Τάτεχ τον έσωσαν δυο σιδηροδρομικοί υπάλληλοι που τον άρπαξαν από τα μπράτσα κι από τον καβάλο του παντελονιού του και τον ανέβασαν πάνω στην πλατφόρμα. Φτάνοντας στην Φιλαδέλφεια, οι δύο πρόσφυγες βρήκαν ένα παγκάκι στο σταθμό και πέρασαν τη νύχτα τους εκεί. Ο Τάτεχ δεν είχε συνέλθει εντελώς. Ο Τάτεχ κούνησε το κεφάλι. Αυτή η χώρα δε μ’ αφήνει ν’ ανασάνω. Και, μ’ αυτές τις μαύρες σκέψεις, σιγά-σιγά το πήρε απόφαση να μη γυρίσει πίσω στο Λόρενς της Μασαχουσέτης. Εκείνη τη στιγμή, ο Τάτεχ είδε για πρώτη φορά τη ζωή του ξέχωρη από τη μοίρα της εργατικής τάξης. Μισώ τις μηχανές, δήλωσε στην κόρη του. Σηκώθηκε όρθιος και μαζί του σηκώθηκε κι η κόρη του, τον έπιασε απ’ το χέρι κι έψαξαν να βρουν την έξοδο. Το συνδικάτο κέρδισε, είπε ο Τάτεχ. Αλλά τι κέρδισε; Μερικές πενταροδεκάρες παραπάνω. Σάμπως θα γίνει δικό του το υφαντουργείο;

Τα πρόσωπα υποφέρουν και υπομένουν ή διπλασιάζουν με λάθη και αστοχίες τις συμφορές τους. Άλλα ενεργούν σιωπηλά, άλλα κάνοντας φασαρία και τραβώντας πάνω τους τα φώτα μιας αχόρταγης για αίμα, σπέρμα και θάνατο δημοσιότητας, που τις περισσότερες φορές επιφέρει ανελέητα τον οριστικό τους χαμό. Ο Ντοκτόροου έχει στήσει ένα φελινικό (κι ας είμαστε στις ΗΠΑ κι ας το γύρισε ταινία ο Φόρμαν) κειμενικό βάθος που παραπέμπει, χωρίς να γίνονται συγκρίσεις, στα μεγάλα ευρωπαϊκά μυθιστορήματα (σαν το αριστούργημα του Ίβο Άντριτς «Το Γεφύρι του Δρίνου »), εκείνα που καταπιάνονται με ζοφερές ιστορικές φάσεις της γερασμένης ηπείρου που τροφοδότησε με έμψυχο υλικό αλλά και πολιτισμό τη νέα, αυτό δεν μπορεί κανείς να της το αρνηθεί, και εντός του οποίου βάθους αναδεύεται αδιάκοπα, τεράστιο, πολύχρωμο, ετερόκλητο, ένα αγριεμένο και συχνά εξαπατημένο και εξαγορασμένο πλήθος, αποτελούμενο από κάθε λογής πότε σύμμαχα και πότε αντίπαλα —έως αφανισμού— μέρη και τάξεις, πλούσιων και φτωχών, μορφωμένων και αγράμματων, αντρών και γυναικών, δονκιχωτών και καθαρμάτων, παιδιών και ενηλίκων, μαύρων και λευκών, γέρων και νέων, άτιμων και εντίμων — δεν έχει τελειωμό η παράθεση ζευγών. Ένα ανθρωπομάνι που τα πεπραγμένα και τα μη πεπραγμένα του, τα πάθη των ταγών του μα και τα δικά του, μεγάλες τεχνολογικές κατακτήσεις μα και φοβερές αδικίες και ανισότητες, οι πόλεμοι και οι τραγωδίες που προκαλεί η λαγνεία του χρήματος κυρίως, όλα αυτά και δεκάδες άλλα δίνουν ένα εκτεταμένο και συμπαγές και πλούσιο σε περιεχόμενο μα με θαυμαστή οικονομία και διαχείριση λόγου βιβλίο μόλις 350 σελίδων.

Θα μπορούσα να γράψω κι άλλα για το «Ragtime» του Ε. Λ. Ντοκτόροου, επιστρέφω στο βιβλίο και προσθέτω στο κείμενό μου και όλο προσθέτω και σχεδόν το έχω διαβάσει ξεφυλλίζοντάς το καναδυό φορές ακόμα. Μα με κάθε βιβλίο του αυτό γίνεται κάθε φορά, ο Ντοκτόροου με παρασύρει. Δίκαια, θαρρώ, θεωρείται ένας από τους πιο σημαντικούς και πάνω απ’ όλα σοβαρούς (γιατί κι εκεί ανθεί η μπούρδα η βαφτισμένη ιστορικό μυθιστόρημα, καλή ώρα δεν λέμε πού αλλού) ιστορικούς μυθιστοριογράφους των σύγχρονων βορειοαμερικανικών γραμμάτων. Σταματώ λοιπόν εδώ και, ελπίζοντας ότι έπιασα έστω το 1/10 της υπέροχης γραφής και ιστορίας του —βοηθούμενη από την έρευνα που, νομίζω, είναι απαραίτητο να γίνεται κι από τον αναγνώστη για να κατανοήσει καλύτερα το ιστορικό μυθιστόρημα που κρατά στα χέρια του, για να καταλαβαίνει πότε, πού και τι έγινε (το γιατί είναι μια άλλη, μεγάλη κουβέντα)—, σας προτείνω ανεπιφύλακτα και αυτό του το μυθιστόρημα, όπως και όλα όσα έχει γράψει.

[1] Ο Έντγκαρ Λόρενς Ντοκτόροου παρήγε αδιάκοπα, τον ενδιέφερε να είναι στα καλλιτεχνικά πράγματα και ανακατευόταν σε διάφορα —αυτά που έλεγα πιο πάνω, έκανε ταινίες, θεατρικά, έγραφε διηγήματα κλπ.—, αλλά ποτέ δεν έκανε την παραμικρή υποχώρηση ως προς την ποιότητα του έργου του που έφτανε με τη μια ή την άλλη μορφή στο φιλότεχνο κοινό.

[2] Τα πρόσωπα είναι πάνω από είκοσι, ίσως πάνω κι από είκοσι πέντε, για ποιο να πρωτομιλήσει κανείς. Μέχρι και τον Ρόμπερτ Πίρι και τον σταθερό συνεργάτη του, τον μαύρο Μάθιου Χένσον, στο πολύμηνο ταξίδι τους με το πλοίο Ρούσβελτ και την προσπάθεια του 1908-1909 να προσδιορίσουν επακριβώς και να κατακτήσουν τον Βόρειο Πόλο εντάσσει στο ιστορικό πανόραμά του ο ευφυής Ντοκτόροου με ένα εκπληκτικό τέχνασμα: βάζει τον Πατέρα να συμμετέχει στην αποστολή — και δεν αρκείται σ’ αυτό, τον θέλει να επιστρέφει αλλαγμένος και σκεφτικός απέναντι σε πολλά και η αλλαγή του να επηρεάζει όλη την οικογένεια!

[3] Το Maple Leaf Rag που έγραψε το 1899 ο Scott Joplin, ένας από τους διάσημους συνθέτες του είδους, είναι το ragtime κομμάτι-βάση για πολλά συγκαιρινά και μεταγενέστερά του. Εμείς, λόγω μιας άλλης ταινίας, ξέρουμε, υποθέτω, ένα άλλο.

Και δύο δωράκια: αυτό, και αυτό.