Editing the world

C
Βίβιαν Αβρααμίδου-Πλούμπη

Editing the world

Έγραψα το διακοσιοστό μικρό μου διήγημα και το γιορτάζω. Τα στρογγυλά νούμερα δεν είναι πάντα χαρά; μια επέτειος; Άλλες για κάποιο χαρμόσυνο γεγονός, κι άλλες για κάτι κακό που ήρθε και πέρασε. Όμως όχι· εγώ εδώ δεν γιορτάζω την αρχή. Γιορτάζω την πορεία· τον δρόμο· τις μικρές ανάσες· τη χαρά να βρίσκεις τον τρόπο να τρέφεις το μυαλό με δημιουργικές σκέψεις — τον τρόπο να πείθεσαι πως τίποτε δεν χάνεται και πως μικροί στόχοι ανοίγουν τον δρόμο για την επόμενη μέρα. Έτσι καταφέρνεις να κρατηθείς έξω από το σκοτάδι. Διακόσια μικρά διηγήματα, σημαίνει διακόσιες μικρές νίκες. Νίκες απέναντι στο άγχος, στην αγωνία για το πώς θα επιβιώσουμε από αυτή την τρομακτική εμπειρία της πανδημίας, ποιοι θα επιβιώσουν μαζί μας, τι θα απογίνουν οι δουλειές μας, πώς θα γυρίσουμε σε μια κανονικότητα που θα μας επιτρέψει να καλύψουμε σιγά-σιγά τις ζημιές. Πώς θα προλάβουμε τον χρόνο, μιας και το κουράγιο —που όλο φθίνει— μας θυμίζει πως πέρασαν δυο χρόνια από τότε που καβατζάραμε τα εξήντα. Κι αν οι ιστορίες είχαν τελικά κάτι από την πίκρα όλων αυτών των εκατοντάδων δύσκολων ημερών, κι από τον χαμό τους, πάλι δεν πειράζει. Γιατί κάθε μια από αυτές ήταν και μια εξομολόγηση που σε αφήνει ν’ ανασάνεις ξανά, για να συνεχίζεις έστω και έτσι. Χαρίζω σήμερα σε σας —τους φίλους του Amagi— το διακοσιοστό μου διήγημα και γιορτάζω μαζί σας. Κι όπως θα ξημερώνει η νέα μέρα, εγώ θα γράφω το διακοσιοστό πρώτο. Γιατί η ζωή συνεχίζεται και θέλει πολλές, πάρα πολλές μικρές νίκες ακόμα.

¤ Editing the world ¤

Ξύπνησε στις δέκα, και, παρά τα ποτά που είχε πιει το προηγούμενο βράδυ, ένιωθε το κεφάλι της ελαφρύ σαν πούπουλο. Την προηγούμενη μέρα δέχτηκε μια ακόμα απόρριψη. Κι ήταν το δωδέκατο γραφείο από όπου είχε ζητήσει δουλειά. Το πορτφόλιο που στη σχολή της αξιολογήθηκε με άριστα, περνούσε από χέρι σε χέρι και από άρνηση σε άρνηση. Το πρώτο πράγμα, πάντως, που σκέφτηκε ανοίγοντας τα μάτια της ήταν πως έχασε το πρόγευμα. Ανακάθισε στο στρώμα, πήρε το κόκκινο χαπάκι από το κομοδίνο και το κατάπιε στα γρήγορα μαζί με μπόλικο νερό. Οι κουρτίνες ήταν ορθάνοιχτες, όπως συνήθιζε πάντα να τις αφήνει για να ξυπνάει γλυκά με το πρώτο φως, μα εκείνη τη μέρα δεν κατάφερε να την ξυπνήσει ούτε ο υπερβολικός θόρυβος του πολυσύχναστου δρόμου. Έριξε μια ματιά κάτω από τον τίτλο «Editing the world» στο περιοδικό δίπλα της και σημείωσε τη στάση του λεωφορείου. Είχε οχτώ ώρες μέχρι να πάρει το τρένο της επιστροφής, και ήξερε πολύ καλά πού θα τις περνούσε. Δεν θα τις άφηνε να πνιγούν στις στενάχωρες σκέψεις. Πετάχτηκε όρθια. Πλύθηκε στα γρήγορα, διάλεξε το κόκκινο μπλουζάκι που της φώτιζε το πρόσωπο, το ταίριαξε με το κόκκινο κραγιόν της και βγήκε.

Αφήνοντας το ξενοδοχείο, κοντοστάθηκε και κοίταξε απέναντι. Το κατακόκκινο φανάρι, εκείνος ο στυλιζαρισμένος άντρας, της απαγόρευε να περάσει απέναντι. Προηγούνταν τα αυτοκίνητα. Ξαφνικά, μια τεράστια σκιά έπεσε πάνω από τον δρόμο και τα κτίρια, και για μια στιγμή η γη σκοτείνιασε. Σήκωσε το κεφάλι.

Μια κόκκινη καρδιά είχε πάρει τη θέση του ήλιου.

Χαμογέλασε αισιόδοξα και χώθηκε στο διώροφο κόκκινο λεωφορείο που άνοιξε μπροστά της τις πόρτες του.

Μισή ώρα αργότερα, έφτασε στην Tate και με σίγουρα βήματα πέρασε στον χώρο της έκθεσης. Εκεί ήταν, μέσα στα έργα του Warhol, που θα εντόπιζε το μυστικό του. Το ήξερε. Θα μάθαινε πώς θα κατάφερνε κι εκείνη να επεξεργάζεται, να διορθώνει τον κόσμο· και τη ζωή της.

* * *

Είχε πάει μεσημέρι της επόμενης μέρας όταν —πίσω στο Νότιγχαμ πια— τη βρήκε στο κρεβάτι η συγκάτοικός της. Στο δεξί της χέρι κρατούσε ένα φύλλο από τον κατάλογο της έκθεσης, με εκείνη τη σύνθεση του Warhol, τις νεκροκεφαλές στις τέσσερις διαφορετικές χρωματικές προσεγγίσεις. Στο περιθώριο της σελίδας είχε γράψει με έναν χοντρό μαρκαδόρο: «The world takes no editing».

Στο κομοδίνο, το μπουκαλάκι με τα κόκκινα χάπια ήταν ολότελα αδειανό.

[Φωτογραφία: Χλόη Ακριθάκη (λεπτ.) ]