Έγκλημα στο Teatro di San Carlo

C
Βασίλης Καλανδαρίδης

Έγκλημα στο Teatro di San Carlo

Η Νάπολη είναι η πιο όμορφη πόλη του κόσμου. Έτσι λένε τουλάχιστον οι κάτοικοί της ― και το λένε μάλιστα φανατικά: Vedi Napoli e poi muori. Δηλαδή, Βλέπεις τη Νάπολη και μετά πεθαίνεις! Χτισμένη στον ομώνυμο κόλπο, που ορίζεται από τον τεράστιο Βεζούβιο και τη χερσόνησο του Σορέντο, η Νάπολη είναι μια από τις αρχαιότερες κατοικημένες πόλεις στον κόσμο. Σημαντικό λιμάνι από τα παλαιότερα χρόνια, κρύβει στην αγκαλιά της ένα πολύχρωμο κράμα εθνοτήτων. Άραβες, Εβραίοι, Έλληνες, Ισπανοί, Βορειοαφρικανοί μαζί με τους ντόπιους Ναπολιτάνους δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα που είναι διασκορπισμένο σε όλες τις πλατείες, σε όλα τα σοκάκια, σε όλους τους λόφους της πόλης.

Στη Νάπολη ζει και εργάζεται ο Αστυνόμος Ριτσιάρντι. Δεκαετία του ’30, στην εξουσία οι φασίστες του Μπενίτο Μουσολίνι και μια Ιταλία πεινασμένη, χωρίς δουλειές και έτοιμη να συρθεί σε έναν Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Ριτσιάρντι ζει μόνος, είναι οικονομικά ανεξάρτητος λόγω της μεγάλης περιουσίας που του άφησαν οι αριστοκράτες γονείς του και εργάζεται στην αστυνομία της πόλης χωρίς να θέλει πολλά πάρε-δώσε με τους γύρω του. Δεν έχει φίλους, δεν έχει χόμπι, δεν είναι μεγάλος φαν του θεάτρου και της μουσικής, δεν ενθουσιάζεται εύκολα, χαμογελάει σπάνια και έχει σχεδόν πάντα μια κρυμμένη θλίψη στα μάτια. Πού και πού απολαμβάνει μια σφολιατέλα στο στέκι του ή μια πίτσα από κάποιον πλανόδιο μικροπωλητή, κι αυτό είναι όλο. Ένα κλασικός μονόχνοτος και απρόσιτος τύπος ο Αστυνόμος Ριτσιάρντι. Ένα πράγμα ενδιαφέρει μόνο τον Αστυνόμο: να λύνει αστυνομικές υποθέσεις. Γίνεται ένα με την υπόθεση, μπαίνει μέσα σε αυτή και δεν ησυχάζει μέχρι να την τελειώσει. Σ’ αυτό, μεγάλο ρόλο παίζει και το γεγονός ότι ο Ριτσιάρντι έχει μια σπάνια ικανότητα ― ή, πιο σωστά, μια σπάνια πάθηση. Μπορεί και ξαναζεί τα τελευταία λεπτά των θυμάτων, λίγο πριν τον θάνατό τους. Παίρνει μέσα του τον πόνο του θύματος λίγο πριν εκπνεύσει, ακούει τις τελευταίες σκέψεις του και νιώθει τους φόβους του. Αυτό φυσικά φθείρει τον Αστυνόμο, του δίνει όμως και μεγάλη βοήθεια για να λύσει την υπόθεση.

Μια τέτοια υπόθεση είναι και το θέμα του βιβλίου «Η αίσθηση του πόνου» του Μαουρίτσιο Ντε Τζοβάννι των Εκδόσεων Πατάκη. Ένας διάσημος τενόρος, ο μεγαλύτερος της εποχής, βρίσκεται νεκρός στο καμαρίνι του ντυμένος παλιάτσος λίγο πριν βγει στη σκηνή του σπουδαιότερου θεάτρου της Νάπολης, του Teatro di San Carlo. Την υπόθεση αναλαμβάνει ο Ριτσιάρντι, για την εξέλιξή της ενδιαφέρεται προσωπικά μέχρι και ο Ντούτσε, και το νήμα αρχίζει να ξετυλίγεται. Ο συγγραφέας μάς εισάγει στον κόσμο του λυρικού θεάτρου, έναν κόσμο που είναι πιστό αντίγραφο του πραγματικού: έρωτας, προδοσία, απιστία, απόδοση δικαιοσύνης, εξιλέωση. Ο Αστυνόμος δεν γνωρίζει τίποτα από άριες και σονέτα, δεν έχει πατήσει ποτέ το πόδι του στο Teatro di San Carlo, εκ των πραγμάτων όμως πρέπει να μάθει ― και γι’ αυτό έχει την πολύτιμη βοήθεια ενός βοηθού εφημέριου, του Ντον Πιερίνο. Η σχέση τους περνά από διάφορα στάδια, τελικά όμως αυτή ακριβώς η σχέση είναι που θα δείξει τη λύση του αινίγματος στο Ριτσιάρντι. Στην πορεία όμως θα προκύψει και ένα μεγάλο ηθικό ερώτημα: Αστυνόμος ή Δικαστής; Πού σταματά ο ένας ρόλος και που ξεκινά ο άλλος; Αυτό είναι το μεγάλο δίλημμα που θα βασανίσει αρκετά τον υπέροχο φίλο μας.

Ο Ντε Τζοβάννι μάς παρουσιάζει μια κοινωνία στην οποία συνυπάρχουν η πείνα των χαμινιών στα σοκάκια της πόλης και η αριστοκρατία που ζει στις επαύλεις των εξοχών. Στην κοινωνία των partenopei ―Παρθενόπη ήταν το όνομα της ελληνικής αποικίας στη Νάπολη―, όλοι ξέρουν πώς φτιάχνεται η σωστή πίτσα, όλοι ξέρουν να απολαμβάνουν τη μαγεία στην όπερα, όλοι ερωτεύονται έντονα και όλοι, όταν προδίδονται, αντιδρούν με τυφλό πάθος. Εντάξει, όχι όλοι: από όλα αυτά ακριβώς είναι που προσπαθεί μάταια να απέχει ο Αστυνόμος Ριτσιάρντι. Σε μια σερενάτα, ο δύστυχος Τουρίντου λέει προς την πανέμορφη Λόλα πως είναι τόσο όμορφη που για την ομορφιά της αξίζει αυτός να πάει στην Κόλαση, της λέει ότι αξίζει να πεθάνει για χάρη της και ότι, αν δεν είναι εκείνη στον Παράδεισο, δεν αξίζει να πάει ούτε εκείνος. Αν σκεφτούμε ότι η διασημότερη Ναπολιτάνα είναι η Σοφία Λόρεν, μπορούμε να πούμε ότι τον καταλαβαίνουμε απόλυτα τον καημένο τον Τουρίντου.

Το βιβλίο του Ντε Τζοβάννι διαβάζεται άνετα, δεν αγχώνει και δεν κουράζει τον αναγνώστη, έχει μια στέρεη και ενδιαφέρουσα πλοκή, έστω κι αν λείπουν οι πολλές ανατροπές. Μπορεί να μην είναι το μεγαλύτερο βιβλίο της αστυνομικής λογοτεχνίας, είναι όμως ένα καλό βιβλίο και μας βάζει σε διαδικασία αναμονής της επόμενης υπόθεσης που θα αντιμετωπίσει αυτός ο περίεργος τύπος, ο Αστυνόμος Ριτσιάρντι. Διαβάζοντάς το, άρχισα να ψάχνω περισσότερα πράγματα για την όπερα ― άξιζε ο κόπος. Στην ελληνική έκδοση στο εξώφυλλο φαίνεται ένας πολυσύχναστος δρόμος στη Νάπολη τη δεκαετία του ’30. Δεν ήταν έκπληξη η πολύ καλή μετάφραση της Φωτεινής Ζερβού, η οποία έχει μεταφράσει στα ελληνικά τα περισσότερα βιβλία του δασκάλου Αντρέα Καμιλλέρι.

Καλή σας ανάγνωση!