Εικόνες από το Λιμάνι των Καλών Ανέμων [ Ι ]
Πάνω από την πύλη του νεκροταφείου της Ρεκολέτα —της τελευταίας κατοικίας των επιφανών porteños (των «λιμανίσιων»: έτσι λένε τους κατοίκους της αργεντίνικης πρωτεύουσας)— δεσπόζει μια τεράστια, κεφαλαιογράμματη επιγραφή: «Resquiescant in pace».
Περπατώντας μέσα από τα εντυπωσιακά μαυσωλεία, στρατιωτικών—μεταξύ αυτών πολλών πραξικοπηματιών—, πολιτικών, χρηματιστών και συγγραφέων, φτάνει κανείς, προς το βάθος του κοιμητηρίου, σ’ ένα περίτεχνο αρ-νουβό ταφικό κτίριο. Μπροστά στην πόρτα της εισόδου στέκεται μια όμορφη νεαρή κοπέλα. Μοιάζει να κλείνει την πόρτα και να περιμένει τους διερχόμενους επισκέπτες να την προσπεράσουν ώστε να περάσει απέναντι.
Ωστόσο αυτό δεν συμβαίνει ποτέ. Η νεαρή κοπέλα είναι νεκρή εδώ και πάνω από έναν αιώνα, και το μαρμάρινο ομοίωμά της παραμένει πάντα στη θέση του, κάθε φορά που και ο τελευταίος επισκέπτης του Κοιμητηρίου την προσπερνά.
Το όνομά της ήταν Ρουφίνα Καμπασέρες.
Η ζωή της Ρουφίνα, σε αντίθεση με αρκετών άλλων γειτόνων της, στρατιωτικών, πολιτικών, πραξικοπηματιών, και σημαντικών παραγόντων της οικονομικής ζωής του Μπουένος Άιρες, ήταν μάλλον αδιάφορη. Η Έβα Περόν, για παράδειγμα, μια από τις πιο γνωστές άλλες ενοίκους του κοιμητηρίου, έζησε πολύ πιο έντονες περιπέτειες, ακόμη και ως πτώμα.
Ποι0ς είναι τότε ο λόγος που η Ρουφίνα παραμένει ζωντανή στη συλλογική μνήμη της πόλης, πάνω από έναν αιώνα μετά; Η απάντηση δεν βρίσκεται στην ιστορία της ζωής της, αλλά στην ιστορία του θρυλούμενου φριχτού θανάτου της.
Ήταν ένα απόγευμα του 1902, και η δεκαεννιάχρονη Ρουφίνα, η όμορφη κόρη του Ευγένιου Καμπασέρες, διάσημου συγγραφέα και πολιτικού, και της Ιταλίδας χορεύτριας Λουίζας Μπασίτσι, ετοιμαζόταν στο δωμάτιό της για τη βραδινή της έξοδo σε ένα από τα θέατρα της πόλης (το περίφημο θέατρο Κολόν δεν υπήρχε ακόμη, εγκαινιάστηκε έξι χρόνια μετά τον θάνατό της). Η ώρα περνούσε, και η Ρουφίνα δεν έλεγε να βγει από το δωμάτιο. Όταν η υπομονή του συνοδού της εξαντλήθηκε και έβαλε να σπάσουν την πόρτα, βρέθηκε ξαπλωμένη στο πάτωμα. Δεν ανέπνεε, ούτε είχε παλμό· οι γιατροί διαπίστωσαν απλά τον θάνατό της. Η ταφή έγινε την επόμενη ημέρα. Το φέρετρο σφραγίστηκε και τοποθετήθηκε σε μια από τις κρύπτες του οικογενειακού ταφικού κτιρίου (στη Ρεκολέτα, τα φέρετρα δεν έμπαιναν στο χώμα, αλλά διατηρούνταν σε ανοιχτές κρύπτες, και γι’ αυτό τον λόγο ήταν από παλιά κατασκευασμένα έτσι ώστε να είναι απολύτως στεγανά).
Το επόμενο πρωί συνέβη κάτι πολύ παράξενο. Ένας από τους επιμελητές του νεκροταφείου διαπίστωσε πως στη διάρκεια της νύχτας το φέρετρο είχε μετακινηθεί από την αρχική του θέση. Φοβούμενος κάποια απόπειρα σύλησης, που εκείνη την εποχή ήταν αρκετά συχνό φαινόμενο, ειδοποίησε τις αρμόδιες Αρχές. Για να διαπιστωθεί πως το περιεχόμενό του ήταν άθικτο, οι αρμόδιες Αρχές αποφάσισαν να εξετάσουν προσεκτικά το φέρετρο. Εξωτερικά φαινόταν άθικτο. Στο εσωτερικό του όμως βρήκαν γρατσουνιές και σημάδια παραβίασης. Μέσα του, η Ρουφίνα κείτονταν νεκρή, αλλά σε διαφορετική στάση σώματος. Φαίνεται πως, αφού συνήλθε από την καταληψία, προσπάθησε μάταια να ανοίξει το φέρετρο, και εντέλει βρήκε τον θάνατο, δεύτερο και τελευταίο, στην τελευταία της κατοικία, από καρδιακή προσβολή.
Αν κατάφερνε να βγει και να βρει τον δρόμο προς στην πύλη, η Ρουφίνα θα αντίκριζε μια δεύτερη επιγραφή, που υπάρχει πάνω από την εσωτερική πλευρά της, και αποχαιρετά όσους βγαίνουν από το νεκροταφείο: «Expectamus Dominum».
Η ιστορία της Ρουφίνα είναι ένας μόνο από τους πολλούς αστικούς μύθους στους οποίους ζουν μια δεύτερη ζωή αρκετοί από τους μάλλον πρόωρους ενοίκους της νεκρόπολης. Αν και είναι αδιευκρίνιστο σε ποιο βαθμό είναι φανταστική και ποιο πραγματική, επιβεβαιώνει με κάπως γκροτέσκο τρόπο κάτι που μου είπε αστειευόμενος ένας επιμελητής του Κοιμητηρίου στην είσοδο: δεδομένου ότι πολύ λίγοι έχουν τα λεφτά για έναν τάφο στη Ρικολέτα, έχεις πολύ περισσότερες ελπίδες να σ’ αφήσουν να μπεις ζωντανός παρά νεκρός.
Το δύσκολο όμως, όπως δικαίως θα διαμαρτυρόταν η Ρουφίνα, είναι να βγεις.