Εικόνες από το Λιμάνι των Καλών Ανέμων [ΙΙΙ]
Το Χρυσό Δωμάτιο του Teatro Colón είναι μια ωδή στον πληθωρικό συγκρητισμό του εκλεκτικισμού. «Έχει στοιχεία χαρακτηριστικά της ιταλικής Αναγέννησης, τη στιβαρότητα της γερμανικής αρχιτεκτονικής και τη χάρη και την ποικιλία της γαλλικής», είχε γράψει ο αρχιτέκτονας Βιτόριο Μεάνο, που συνέχισε, παίρνοντας τη σκυτάλη από τον Φραντσέσκο Ταμπουρίνι, μετά τον θάνατο του, το μεγαλόπνοο έργο της κατασκευής του θεάτρου. Μπαίνοντας στο δωμάτιο-φουαγιέ, που πλέον χρησιμοποιείται και ως χώρος συναυλιών μουσικής δωματίου, η προσοχή σου διασπαθίζεται από την υποβλητική λάμψη του χρυσού που καλύπτει τους τοίχους, και τις ζωγραφικές παραστάσεις που σκεπάζουν την οροφή, και νιώθεις περισσότερο λαθροβλεψίας που εισβάλλει και εν συνεχεία παγιδεύεται σε έναν σχεδόν ανοίκειο κόσμο, παρά ευπρόσδεκτος επισκέπτης.
Ένας δημόσιος χώρος εχθρικός προς το κοινό που φιλοξενεί, μια αίθουσα που καλωσορίζει τον επισκέπτη με έναν επιτιμητικό μορφασμό που τον κάνει να νιώθει ανεπιθύμητος· εκ πρώτης όψεως φαίνεται πως έχουμε να κάνουμε με μια βαθιά αντίφαση. Κι όμως, σε δεύτερο χρόνο αυτή η αντίφαση φαίνεται ευεξήγητη. Αρκεί να ανατρέξει κανείς στα πρώτα χρόνια του Teatro Colón, που μαρτυρούν πως, παρότι η αίθουσα διατηρείται σήμερα ακριβώς όπως ήταν τότε, τα πράγματα τότε δεν ήταν καθόλου όπως είναι τώρα.
Στις αρχές του 20ού αιώνα η Αργεντινή ήταν μια από τις πιο πλούσιες χώρες στον κόσμο, έχοντας αφήσει πίσω όχι μόνο τις γειτονικές χώρες ―το κατά κεφαλήν εισόδημα της Βραζιλίας ήταν περίπου το εν τέταρτον της Αργεντινής―, αλλά και πολλές μεγάλες χώρες του Παλαιού Κόσμου, όπως τη Γαλλία και την Ιταλία. Η καλπάζουσα ανάπτυξη της οικονομίας έκανε τη χώρα πόλο έλξης μεταναστών από την ηπειρωτική Ευρώπη, που συνωστίζονταν στο λιμάνι των καλών ανέμων για να αναζητήσουν έπειτα την τύχη τους στις εύφορες πεδιάδες του Νότου, ή στα φιλόδοξα κατασκευαστικά έργα της πρωτεύουσας. Ήταν η εποχή που το Μπουένος Άιρες γνώρισε το ζενίθ της ακμής του.
Εντούτοις, ο ταχύς πλουτισμός και η ευημερία μιας μικρής μα αυξανόμενης μερίδας των κατοίκων δεν αρκούσαν―όπως δεν αρκούσαν ποτέ και για καμία πόλη―για να επιτρέψουν στο Μπουένος Άιρες να εισέλθει στη χορεία των σπουδαίων μητροπόλεων. Για κάτι τέτοιο ήταν και είναι πάντα απαραίτητα συγκεκριμένα διαπιστευτήρια, τα χειροπιαστά και τοτεμικά τεκμήρια της ευημερίας που οι άνθρωποι βλέπουν στις πραγματικά σπουδαίες πόλεις, και που συχνά τούς κάνουν να ταξιδεύουν σ’ αυτές, ή και να τις ερωτεύονται, συχνά χωρίς να τους νοιάζει πως η ζωή εκεί στην πραγματικότητα θα τους ήταν αφόρητη.
Ήταν τότε λοιπόν που το Μπουένος Άιρες απέκτησε, αντιγράφοντας την επιβλητική ρυμοτομία και την πληθωρική αρχιτεκτονική των σπουδαίων ευρωπαϊκών πόλεων, τα πιο λαμπερά πετράδια του διαδήματός του, εκείνα που του έδωσαν τη φήμη του Παρισιού της Νότιας Αμερικής. Μεταξύ αυτών, την όπερά του, το περίφημο Teatro Colón, δηλαδή το Θέατρο του Κολόμβου.
Η σκάλα της κύριας εισόδου που οδηγεί στο Χρυσό Δωμάτιο, φτιαγμένη από χέρια Ιταλών τεχνιτών με λευκό μάρμαρο από την Καράρα, και ροζ και μαύρο μάρμαρο από την Τοσκάνη και την Πορτογαλία, είναι ακαταμάχητη συνηγορία για την πληθωρική ανθολόγηση και αριστοτεχνική σύντηξη των υφών. Κατοπτρίζει όμως και τη ματαιοδοξία των αριστοκρατών, που είχαν το αποκλειστικό προνόμιο να την ανεβαίνουν στις πρώτες δόξες του θεάτρου, να φανούν άξιοι κληρονόμοι του κλέους του Παλαιού Κόσμου.
Όταν οι αριστοκράτες έχασαν την αποκλειστικότητα της πρόσβασης στην κύρια είσοδο και το Χρυσό Δωμάτιο, έκαναν την εμφάνισή τους άνθρωποι με πιο ταπεινή καταγωγή αλλά ολοένα πιο γεμάτες τσέπες, ως παρακολούθημα της παγκόσμιας κλίμακας κοινωνικών ανακατανομών που έθεσαν σε κίνηση ο καπιταλισμός και η έκρηξη του παγκόσμιου εμπορίου. Οι παλιοί θαμώνες προσπάθησαν να τους αποτρέψουν: «Μιλάτε γαλλικά;» ρωτούσαν όποιον έκοβαν για νέα φάτσα, ώστε, ανάλογα με την απάντηση, να βεβαιωθούν ότι ανήκε στη δική τους κάστα ή ότι έπρεπε να τον ξεκόψουν, κοιτώντάς τον περιφρονητικά.
Δεν τα κατάφεραν. Στις μέρες μας, το αν μιλάς γαλλικά είναι μάλλον αδιάφορο για τον κόσμο που περιμένει μαζί σου στο Χρυσό Δωμάτιο το τελευταίο καμπανάκι πριν το ξεκίνημα μιας παράστασης, και είναι μάλλον απίθανο να εισπράξεις περιφρονητικά βλέμματα από τους παρισταμένους, ακόμη και αν δεν έχεις εισιτήριο διακεκριμένης θέσης. Και αυτό είναι αναμφίβολα κομμάτι μιας τεράστιας προόδου που όμοιά της δεν είδε ποτέ η ανθρωπότητα στους βραδυκίνητους αιώνες που προηγήθηκαν του 19ου και του 20ού.
Την οποία όμως περιφρονούν, και πάντα θα περιφρονούν, οι επίχρυσοι τοίχοι που κοιτάζουν και θα εξακολουθούν να κοιτάζουν τους νέους επισκέπτες αφ’ υψηλού — σαν να ήταν παρείσακτοι.