«Είναι ο Χρόνος, ανόητοι!»

C
Μαριλένα Κασιμάτη

«Είναι ο Χρόνος, ανόητοι!»

John Singleton Copley (Βοστώνη 1738 - Λονδίνο 1815), Αγόρι με ιπτάμενο σκίουρο, 1756. Λάδι σε καμβά, 77,15 × 63,82 εκατ. Βοστώνη, Μουσείο Καλών Τεχνών.

 

Φαίνεται πως είναι αληθής, αν και αγγίζει τα όρια του απόκρυφου, η ιστορία που λέγεται για τον Μιχαήλ Άγγελο, πως, όταν βρέθηκε αντιμέτωπος με έναν τεράστιο μαρμάρινο ογκόλιθο μέσα στο εργαστήριό του, τον κοίταζε για αρκετούς μήνες μέχρι να έρθει η μέρα που άρχισε να τον ξεχοντραίνει, να αφαιρεί δηλαδή όσα κομμάτια δεν θα αποτελούσαν τον Δαβίδ. Τώρα τελευταία, μια κυρία δήλωνε ότι έκανε ένα πολύωρο ταξίδι ειδικά για να έρθει αντιμέτωπη με το έργο της τελευταίας (και πιο ενδιαφέρουσας) περιόδου του Τισιανού, την «Εκδορά του Μαρσύα», να χαθεί μέσα στο φρενήρες σύμπαν μιας οδυνηρής ιεροτελεστίας, όπου θεοί και τέρατα συμμετέχουν στο αργό μαρτύριο ενός υβριστού με υβριδική μορφή. Διαπιστώνει αμέσως ότι ο χρόνος που έδωσε, και που τελικά την απορρόφησε, την έκανε να ξαναχτίσει μέσα της τον ίδιο χρόνο που χρειάστηκε ο ζωγράφος για το έργο του. Η μνήμη, ισχυρίστηκε, χρειάζεται χρόνο για να χτιστεί. Πόσος χρόνος δίνεται στην ενεργό παρατήρηση, όχι μόνο ενός έργου τέχνης, αλλά στα πάντα; Διάβαζα προ ολίγου καιρού ότι ένας καθηγητής βιολογίας απαίτησε από έναν φοιτητή του να μελετήσει επί έναν μήνα και βάλε ένα είδος ψαριού μόνο παρατηρώντας το εξωτερικά, πριν του επιτρέψει να προχωρήσει στην ανατομία. Ποιος είναι ο βαθμός συνειδητοποίησης του τι συνεπάγεται η εκμάθηση του εξωτερικού — άσε πια του εσωτερικού— κόσμου;

Μια καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης και Αρχιτεκτονικής στο Harvard, σε παρέμβασή της σε συμπόσιο για την εκπαίδευση και τη διδασκαλία, και απαντώντας στο θεματικό ερώτημα: «Στην εποχή μας της διάσπασης και καινοτομίας για τα πανεπιστήμια, ποια είναι τα βασικά συστατικά της καλής διδασκαλίας και εκμάθησης;», αναφέρθηκε στην «Τέχνη τού διδάσκειν», αντλώντας από τη δική της εμπειρία. Ενώ κάνει ευρύτατη χρήση ψηφιακών τεχνολογιών, αναφέρθηκε στην ανάγκη μετάδοσης εμπειριών από τον δικό της χώρο, στηριγμένων στην προσήλωση (που θέλει χρόνο), αντίθετα προς τις παιδαγωγικές υψηλής ταχύτητας και ρηχής παρατήρησης.

(Εδώ ανοίγω παρένθεση για να σχολιάσω τα υποκριτικά σχόλια και τους αναστεναγμούς κάτω από τη φωτογραφία των μαθητών μπροστά στη «Νυχτερινή περιπολία» του Rembrandt στο Rijksmuseum —έγινε δυστυχώς viral—, για την κατάντια των σημερινών παιδιών που ζουν μόνο διαμέσου των smartphone και δεν έχουν μάτια για την πραγματική τέχνη, μια ανάσα μακριά τους. Πόσο ενοχλήθηκαν οι μουσειοπαιδαγωγοί του κόσμου τούτου! Τζάμπα η οργή τους. Σίγουρα θα υπάρχει ένα επόμενο στιγμιότυπο, όπου οι μαθητές θα στέκουν μπροστά στον πίνακα συζητώντας, παρατηρώντας, ανταλλάσσοντας νέες συναρπαστικές ιδέες, αφού θα είχαν μάθει τα πρακτικά από τα καταραμένα smartphone!)

Διδάσκοντας τις Τέχνες, η καθηγήτριά μας διαπίστωσε λοιπόν ότι χρειάστηκε να αναπτύξει τη χρησιμότητα της χρονικής αντίληψης στους φοιτητές της, την αίσθηση ότι για να πάρει σχήμα και μορφή η συνειδητή και σαφής εμπειρία του χρόνου στη διδασκαλία, χρειάζεται αργός βηματισμός· και, κυρίως, χρόνος. Πότε δηλαδή θα εργάζονται οι φοιτητές με γοργό και πότε με αργό ρυθμό, πότε θα απαιτούνται γρήγορες απαντήσεις, και πότε βαθύτεροι στοχασμοί. Επικεντρώθηκε στο αργό άκρο του φάσματος και έδωσε ευκαιρίες για κατευναστικές πρακτικές επιβράδυνσης, υπομονής και εμβάθυνσης. Οι φοιτητές της θα έπρεπε να παραδώσουν μία έρευνα βασισμένη σε ένα έργο τέχνης δικής τους επιλογής, και τους επέβαλε, πριν ψάξουν σε βιβλία και στο Διαδίκτυο, να περάσουν ένα ολόκληρο τρίωρο μπροστά στο ίδιο το έργο. Ένα τρίωρο;! Γιατί τόσος κόπος; Απάντηση: για να δουν κοιτάζοντας όλα τα εξωτερικά στοιχεία που το συναπαρτίζουν, σαν εκείνον τον φοιτητή βιολογίας με το ψάρι, και να τα συνδέσουν με έναν νοηματικά άρτιο τρόπο, αναδεικνύοντας αυτά που λέμε δομικά στοιχεία. Να πώς επιβραδύνεται δραματικά η τελική απόφανση τού: «Μ’ αρέσει / δεν μ’ αρέσει».

Το «Αγόρι με τον σκίουρο», ένα τυχαίο παράδειγμα (ενός φαινομενικά φτωχού σε νοήματα έργου από τις συλλογές του Μουσείου της Βοστώνης, του αυτοδίδακτου John Singleton Copley), έγινε αντικείμενο μιας τέτοιας άσκησης. Πριν από οποιαδήποτε πληροφορία, και μέσα στην απομόνωση του μουσειακού χώρου, έγιναν μετά το τρίωρο οι εξής αποκαλύψεις, απόλυτα σχετικές με τη σύνθεση, και τέθηκαν ερωτήματα και εικασίες που προέκυψαν αποκλειστικά μέσω της παρατήρησης:

Το αυτί του αγοριού, αίφνης, φάνηκε πως έχει το ίδιο σχήμα με την κοιλίτσα του σκίουρου, άρα, ενδέχεται, πρόθεση του ζωγράφου να ήταν η σύνδεση του μικρού τριχωτού συμπρωταγωνιστή με το αισθητήριο όργανο του αγοριού.

Έπειτα, τα δάχτυλα που κρατούν την αλυσίδα έχουν το ίδιο άνοιγμα με τη διάμετρο του ποτηριού.

Ακόμη, οι φαινομενικά τυχαία ριγμένες πτυχές της κόκκινης αυλαίας είναι στην πραγματικότητα τέλειες αντιγραφές των σχημάτων του αυτιού και του ματιού του παιδιού — έτσι μας λέει τουλάχιστον η καθηγήτρια του Harvard. Σκόρπισε, με άλλα λόγια, ο ζωγράφος τα αφηρημένα σχήματα των οργάνων του παιδιού επιδέξια στην επιφάνεια πίσω του.

Έτσι λοιπόν αναδύεται η πανάρχαια, και δυστυχώς ακόμα ισχυρή, διαπίστωση ότι άλλο είναι να κοιτάζουμε και άλλο να βλέπουμε πραγματικά. Ή, για να το πούμε διαφορετικά, η πρόσβαση σε ένα γνωστικό αντικείμενο (και η Τέχνη τέτοιο είναι) δεν είναι συνώνυμη με την εκμάθησή του. Αυτό που μετατρέπει την πρόσβαση σε γνώση είναι ο χρόνος και η άσκηση στρατηγικών υπομονής, επειδή ένα έργο τέχνης, ένα σονέτο και ένα χρωμόσωμα είναι γεμάτα πληροφοριακό υλικό, ανεξάντλητοι ταμιευτήρες χρονικών εμπειριών, συσσωρευτές μεγάλων, αγνώστων σε μεγάλο βαθμό, αποθεμάτων. Πριν το «Μ’ αρέσει / δεν μ’ αρέσει», η στρατηγική πρέπει να λέγεται υπομονή.

Ο δεκαοχτάχρονος Copley είναι όμως και brilliant. Πέρα από τoυς (ορθότατους) στρατηγικούς υπολογισμούς της Αμερικανίδας από το Harvard, πρόκειται για ένα πορτραίτο καθ’ όλα υπολογισμένο να εντυπωσιάσει για όλα όσα ο ζωγράφος μας ήταν ικανός να αποδώσει: όχι μόνο το δυσερμήνευτα ονειρικό ύφος του πρωταγωνιστή αδελφού του έχει γίνει με εξαιρετική σχεδιαστική ακρίβεια, αλλά θαυμαστή είναι και η ικανότητα διαφοροποίησης της υλικότητας καθενός από τα αντικείμενα — αλλιώς το απαλό δέρμα του παιδιού, αλλιώς η γούνα του σκίουρου, αλλιώς κάθε κρίκος της χρυσής αλυσιδίτσας, το βερνίκι του τραπεζιού, το γυαλί και το νερό στο ποτήρι. Αυτό λέγεται μαεστρία και όποιος την έχει δεν την κρύβει.

Ένα ενθαρρυντικό αν και συγκαταβατικό, «Α very wonderful performance», ακούστηκε για το έργο, ακόμη και από τον Sir Joshua Reynolds στο Λονδίνο, όταν ο νεαρός το έστειλε ανώνυμα για εκτίμηση. Μόνο που για να πρωτεύσει ανάμεσα στους ζωγράφους θα έπρεπε, του είπε, να φύγει από την επαρχία, τη Βοστώνη, όπου το «γούστο του καταστρέφεται» από τα γούστα των αποίκων. Φάνηκε αμέσως πόσο επιβάρυνε το πρωτόλειο έργο η εξωφρενική παρουσία του εξωτικού στα εγγλέζικα μάτια ενός αμερικανικού ιπτάμενου σκίουρου. Καλά το κλασικό προφίλ του ονειροπαρμένου αγοριού με τα υπέροχα ροζ μεταξένια γιακαδάκια και τους ολόλευκους φραμπαλάδες για μανίκια, αλλά ένας σκίουρος για pet, και αυτός ακίνητος, σαν παγωμένος; Από τις αποικίες; Πόσος χρόνος τούς πήρε άραγε μέχρι να τον εντοπίσουν;

Η μητρόπολη κέρδισε τελικά τον αυτοδίδακτο, που δεν ίδρωσε ποτέ στα θρανία της Ακαδημίας. Ούτε κανένα αξιόλογο ζωγραφικό έργο είχε δει ποτέ στην πατρίδα του την Αμερική, εκτός από τα δικά του, όπως αλαζονικά έλεγε. Είχε πάρει όσο χρόνο χρειαζόταν για να πετύχει και να μεταφέρει τη μαεστρία του ακόμη και στη γηραιά ήπειρο.

Μέχρι που εξαντλήθηκε και εκείνου ο χρόνος.