Είναι, όντως
Η αξιολόγηση για το επίπεδο της εκπαίδευσης στην Ελλάδα από την PISA μάς έριξε ως συνήθως από τα σύννεφα. Μπορεί να κατηγορούμε οι ίδιοι τα σχολεία μας, αλλά όταν το κάνουν οι ξένοι δεν μας αρέσει. Όπως και πολλά άλλα που όταν μας τα λένε οι ξένοι δεν μας αρέσει. Η παιδεία είναι όμως το αιώνιο φετίχ του νεοέλληνα. Άλλωστε, όλα είναι θέμα παιδείας. Έτσι δεν λένε στα καφενεία της επικράτειας; Και φυσικά είναι θέμα του κράτους. Ο γονιός δεν έχει καμία ευθύνη. Αυτό στη θεωρία, γιατί στην πράξη το κράτος διά των εκπαιδευτικών του δεν ανέλαβε ποτέ την ευθύνη. Ή μήπως βολεύει όλους να μην αναλάβει την ευθύνη;
Υπάρχει μια μελέτη του ΙΟΒΕ του 2013 για τις δαπάνες εκπαίδευσης (ιδιωτικής και δημόσιας) στην Ελλάδα. Ένα στοιχείο είναι αποκαλυπτικό. Οι Έλληνες ξοδεύουν συγκριτικά περισσότερα χρήματα στην προσχολική και στην ανωτέρα/ανωτάτη εκπαίδευση. Στην πρωτοβάθμια και στη δευτεροβάθμια οι δαπάνες μειώνονται. Αυτό συμβαίνει σε όλες τις κοινωνικές κατηγορίες. Στα ανώτερα εισοδηματικά στρώματα η μείωση είναι μικρότερη και αυξάνεται στα μεσαία και περισσότερο στα χαμηλά. Αλλά παντού υπάρχει μείωση.
Με άλλα λόγια, ο Έλληνας ενδιαφέρεται περισσότερο για την προσχολική εκπαίδευση και την πανεπιστημιακή. Είναι ευεξήγητο για την πανεπιστημιακή, γιατί από αυτήν εξαρτάται η καριέρα του παιδιού. Δεν είναι τόσο ευεξήγητο για τον προσχολική. Αν το δούμε καλύτερα όμως, θα διαπιστώσουμε πως ο νέος γονιός ξοδεύει πολλά για το παιδί του όταν είναι στην προσχολική ηλικία. Από ρούχα, παιχνίδια κλπ. μέχρι παιδικούς σταθμούς και άλλες δραστηριότητες. Έχει την αγωνία να μη λείψει τίποτα στο παιδί του. Η αγορά αντιλαμβάνεται αυτή τη μεγάλη ζήτηση αγαθών και υπηρεσιών και γι’ αυτό αυξάνει τις τιμές.
Φαίνεται όμως από τη μελέτη πως ο Έλληνας γονιός, ιδίως των φτωχότερων και μεσαίων στρωμάτων, μειώνει δραστικά τις δαπάνες εκπαίδευσης στις βασικές ηλικίες της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας. Εκεί δηλαδή που το παιδί παίρνει τις βάσεις για τη μόρφωσή του και την ευρύτερη καλλιέργειά του. Ασυνείδητα έχει περάσει, και λόγω του συστήματος των πανελληνίων, πως όλα παίζονται για το μέλλον του παιδιού στα δύο τελευταία χρόνια του Λυκείου. Άρα, τότε πρέπει να φορτσάρει η οικογένεια. Τα υπόλοιπα χρόνια μικρή σημασία έχουν.
Φυσικά αυτό είναι λάθος, γιατί σε αυτές τις ηλικίες αποκτάται ο βασικός οπλισμός πάνω στον οποίο θα βασιστεί το οικοδόμημα της περαιτέρω εκπαίδευσης, αλλά και της συνολικής καλλιέργειας του ατόμου. Αυτή η πρακτική των Ελλήνων γονέων αντικατοπτρίζεται και στην αξιολόγηση της PISA. Το συνολικό επίπεδο των Ελλήνων μαθητών είναι χαμηλό. Άριστοι υπάρχουν και θα υπάρχουν πάντα. Αλλά το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, και θα έλεγα η ελληνική κοινωνία γενικότερα, δεν ενδιαφέρεται για τον μέτριο και τον κακό μαθητή. Αντιθέτως, τα καλά εκπαιδευτικά συστήματα ενδιαφέρονται πρωτίστως για τον μέτριο και τον κακό. Αυτούς προσπαθούν να ανεβάσουν, αφού ο καλός και ο άριστος έτσι κι αλλιώς θα προχωρήσουν. Σε αυτό το πλαίσιο, το εκπαιδευτικό σύστημα συμβάλλει στη διεθνή ανταγωνιστικότητα της κοινωνίας και της οικονομίας.
Γιατί όμως συμβαίνει αυτό στην Ελλάδα; Έχει να κάνει με τη γενικότερη αντίληψη του Έλληνα για την εκπαίδευση. Η εκπαίδευση στο δημοτικό και στο γυμνάσιο/λύκειο είναι κάτι που απλώς προετοιμάζει τον μαθητή για το πανεπιστήμιο και δι’ αυτού για την επαγγελματική αποκατάσταση. Μέσα από αυτό το λούκι της εκπαίδευσης κάποια στιγμή θα πιάσει δουλειά, κατά προτίμηση στο Δημόσιο ή σε δουλειές κατά κοινή ομολογία προσοδοφόρες — γιατρός, δικηγόρος, μηχανικός. Οι δεύτερες είναι για τους άριστους, οι πρώτες για τους μέτριους και για τους κακούς. Άρα δεν έχει σημασία τι ξέρουν πραγματικά οι μέτριοι και κακοί, αφού μια θέση στο Δημόσιο ή μια θέση χαμηλών προσόντων στον ιδιωτικό τομέα θα την πιάσουν — και ποιος νοιάζεται τι ξέρουν.
Μειώνοντας όμως συνεχώς τις προσδοκίες, μειώνονται και οι απαιτήσεις, άρα και η διαδικασία της μάθησης γίνεται μια ανούσια διεκπεραίωση χωρίς στόχους και μετρήσιμα αποτελέσματα. Θα έλεγα, χωρίς μεγάλη υπερβολή, πως δώδεκα χρόνια στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση το παιδί χάνει τον χρόνο του. Μαθαίνει, ή μάλλον παπαγαλίζει, τα απολύτως απαραίτητα για να μπει στο ελληνικό πανεπιστήμιο. Τίποτα περισσότερο. Έτσι, τα χρόνια της μεταπολίτευσης βγαίνουν από το εκπαιδευτικό σύστημα γενιές μαθητών που έχουν σοβαρές δυσκολίες να κατανοήσουν ένα κείμενο και ακόμα περισσότερο να κατανοήσουν ένα απλό επιστημονικό κείμενο. Υπάρχουν και γι’ αυτό διεθνείς μελέτες που το αποδεικνύουν, αλλά τι χρεία έχουμε αυτών; Αρκεί να παρατηρήσει κανείς την καθημερινότητα μιας δημόσιας ή ιδιωτικής υπηρεσίας στη χώρα μας για να δει το χαμηλό επίπεδο νοηματικής επεξεργασίας εννοιών, στοιχείων και δεδομένων των σύγχρονων Ελλήνων.
Ας επανέλθουμε όμως στο ερώτημα της πρώτης παραγράφου. Φαίνεται πως η κατάσταση βολεύει τους πάντες. Και το κράτος γιατί δεν νιώθει την ανάγκη να κάνει τίποτα ουσιαστικό για την παιδεία πέραν των αλλαγών στις πανελλήνιες εξετάσεις. Αυτό άλλωστε έχει σημασία για τον Έλληνα γονιό. Από την άλλη, ο γονιός βολεύεται να επαφίεται σε μια παιδεία ανούσια και χωρίς βάθος, αφού κανείς δεν χρειάζεται κάτι παραπάνω στη ζωή του. Ένα κουτσό, στραβό πτυχίο, ένα μεταπτυχιακό της συμφοράς, καμιά ξένη γλώσσα από την τηλεόραση και το internet και όλα καλά. Υπάρχουν και οι άριστοι βέβαια. Ναι, υπάρχουν, υπήρχαν και θα υπάρχουν πάντα. Αλλά αυτοί έτσι κι αλλιώς πάντα μόνοι τους πορεύονται.
Μόνοι μας, κράτος και κοινωνία, τα τελευταία σαράντα χρόνια αποφασίσαμε πως η εκπαίδευση δεν είναι μηχανισμός κοινωνικής εξέλιξης και ανόδου και το κάναμε πράξη. Στην εποχή των παχιών αγελάδων που το χρήμα ερχόταν από παντού, η κοινωνική ανέλιξη γινόταν με αυτό το χρήμα και η εκπαίδευση παρείλκε. Τώρα όμως στην κρίση βλέπουμε και βιώνουμε το σοβαρό έλλειμμα ανταγωνιστικότητας της εκπαίδευση μας. Το οποίο αντικατοπτρίζεται στο έλλειμμα ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και της κοινωνίας μας.
Ναι, όλα τελικά είναι θέμα παιδείας.