Έλληνας, Γερμανός, Ευρωπαίος
Σχεδόν σαράντα χρόνια μετά την άφιξή μου τον Οκτώβριο του 1977 στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, έγινα την 24η Απριλίου του σωτηρίου έτους 2017 πολίτης αυτής της χώρας. Είναι αυτό τόσο σπουδαίο ώστε να αξίζει τη δημόσια κοινοποίηση, θα ρωτήσει κανείς; Και αν ναι, γιατί περίμενα τόσο πολύ; Τι με εμπόδισε να κάνω αυτό το ―βασικά διαδικαστικό― βήμα τόσα χρόνια, σχεδόν μισόν αιώνα, και γιατί τώρα, λίγα χρόνια πριν βρω στη σύνταξη; Τώρα ανακάλυψα ότι η γερμανική υπηκοότητα θα μου έφερνε πλεονεκτήματα; Τώρα αποφάσισα να εγκατασταθώ μόνιμα; Τώρα ξύπνησε μέσα μου η επιθυμία να γίνω κι εγώ μέλος του γερμανικού λαού (όπως έγραφε η επιστολή που μου ανακοίνωνε τη θετική έκβαση της αίτησής μου);
Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Όταν έφτασα στη Γερμανία το 1977, κατάμεσα στο περίφημο «γερμανικό φθινόπωρο», μόλις τέσσερα χρόνια από το τέλος της δικτατορίας, είχα πάρει την απόφαση να θεωρήσω την εγκατάστασή μου και τις σπουδές μου ως απλή συνέχιση της ζωής μου μακριά από το πατρικό μου σπίτι. Ο κύριος λόγος που έφυγα από την Ελλάδα ήταν ότι ήθελα να ζήσω ανεξάρτητα, μακριά από την επιτήρηση των γονιών μου, να ζήσω όπως εγώ ήθελα, να σπουδάσω και να γνωρίσω τον κόσμο. Ποτέ δεν θεώρησα τον εαυτό μου ως «μετανάστη» με την κλασική έννοια του όρου, όπως και ποτέ δεν θεώρησα ότι οι συνθήκες που επικρατούσαν τότε στην Ελλάδα ήταν αυτό που με «ανάγκασε να ξενιτευτώ». Βέβαια το γεγονός ότι ως απόφοιτος της Γερμανικής Σχολής Αθηνών είχα ήδη εξοικειωθεί με τη γλώσσα και ήξερα μερικά πράγματα για τη Γερμανία με βοήθησαν να προσαρμοστώ πιο γρήγορα, αλλά από την άλλη μεριά μη νομίζετε ότι ήξερα πολύ περισσότερα για τη χώρα από έναν οποιοδήποτε άλλο κάτοικο της Ελλάδας εκείνης της εποχής με ανάλογα ενδιαφέροντα. Αλλά, όπως είπαμε, δεν «ήρθα» στη Γερμανία, απλά έφυγα από το στενό οικογενειακό μου περιβάλλον, που ένιωθα ότι με έπνιγε, όσο πιο μακριά μού ήταν τότε δυνατό. Και η Γερμανία ήταν το μόνο μέρος όπου μπορούσα λόγω των περιστάσεων να καταφύγω. Έτσι λοιπόν, μια μέρα τέλη Οκτώβρη του 1997, μαζί με τη μητέρα μου, που κάθε άλλο παρά ενθουσιασμένη ήταν με αυτή μου την απόφαση, και που ακόμα και σήμερα το φέρνει βαρέως και μου το υπενθυμίζει σε κάθε ευκαιρία που της δίνεται, έφτασα στο Würzburg, μια πόλη της Βαυαρίας, την ύπαρξη της οποίας αγνοούσα μέχρι τρεις μήνες πριν φύγω, με δυο βαλίτσες ρούχα και μια κούτα με σαράντα κιλά βιβλία, που στο διάβα των χρόνων έχουν πιάσει μάλλον τον τόνο ― ένας από τους λόγους που πανικοβάλλομαι όταν πρέπει να μετακομίσω.
Έφτασα λοιπόν στη Γερμανία, ούτε ως τουρίστας, ούτε ως μετανάστης, αλλά σαν κάποιος που αλλάζει τόπο διαμονής. Το γεγονός ότι οι άνθρωποι μιλούσαν μια άλλη γλώσσα με επηρέασε μόνο στο μέτρο που αυτή η γλώσσα ήταν μια γερμανική διάλεκτος που δεν πολυκαταλάβαινα στην αρχή. Το γεγονός ότι έπρεπε μια φορά τον χρόνο να στέκομαι στην ουρά για να ανανεώσω την άδεια παραμονής το θεώρησα από την αρχή μια ενοχλητική τυπική διαδικασία. Εκείνα τα πρώτα χρόνια ούτε καν μου πέρασε η ιδέα να κάνω αίτηση πολιτογράφησης. Πρώτα απ’ όλα το στάτους μου ως φοιτητής δεν το επέτρεπε. Δεύτερον, οι προϋποθέσεις τότε ήταν πολύ πιο αυστηρές απ’ ό,τι σήμερα: έπρεπε να είχε συγκεντρώσει κανείς δέκα χρόνια μόνιμης διαμονής με κανονική άδεια παραμονής, την οποία εγώ όσο ήμουν φοιτητής δεν μπορούσα να πάρω. Και σε γενικές γραμμές η πολιτογράφηση τότε ήταν δύσκολη γιατί η επίσημη γραμμή ήταν ότι η Ομοσπονδιακή Γερμανία «δεν είναι κράτος υποδοχής μεταναστών».
Όπως είπα, το γεγονός ότι έπρεπε να ανανεώνω την άδεια παραμονής μου κάθε χρόνο ήταν μεν εκνευριστικό, αλλά οπωσδήποτε το θεωρούσα λιγότερο απειλητικό για την αυτονομία μου από την προοπτική να ξαναγυρίσω στο παιδικό μου δωμάτιο και φυσικά και της στρατιωτικής θητείας που με περίμενε σαν δαμόκλειος σπάθη στο τέλος των σπουδών μου και που με απειλούσε με στέρηση διαβατηρίου σε περίπτωση που δεν θα πειθόμουν «τοις κείνων ρήμασι».
Όμως αυτή η σκιά που έπεφτε επάνω στα μελλοντικά μου σχέδια διαλυόταν όλο και περισσότερο από την ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 διαφαινόμενη προοπτική της ένταξης της Ελλάδας στην τότε ΕΟΚ, κάτι που συντελέστηκε, ως γνωστόν, το 1981. Με την Ελλάδα μέλος στην ΕΟΚ, το καθεστώς μου ως αλλοδαπού δεν άλλαξε αμέσως, αλλά ήδη γνωρίζαμε ότι, σε περίπτωση που οι ελληνικές Αρχές δεν θα μας ανανέωναν το διαβατήριο λόγω ανυποταξίας, τότε τουλάχιστον θα μπορούσαμε να μείνουμε στη Γερμανία. Έτσι η ζωή μου συνεχίστηκε κανονικά και εγώ πήρα το 1987 επιτέλους μια απεριόριστη άδεια παραμονής στα πλαίσια των συνθηκών της ΕΟΚ, που τη φύλαγα σαν τα μάτια μου στο διαβατήριό μου μέχρι που την παρέδωσα όταν παρέλαβα το πιστοποιητικό πολιτογράφησης στην υπηρεσία αλλοδαπών (είχα όμως την προνοητικότητα να τη σκανάρω, οπότε έχω τουλάχιστον την ηλεκτρονική της ανάμνηση).
Με τη δυνατότητα να μένω και να εργάζομαι στη Γερμανία ως πολίτης ενός κράτους-μέλους τής ΕΟΚ (που αργότερα μετεξελίχθηκε στη σήμερα τόσο λοιδορούμενη ΕΕ), εξέλιπε ένας βασικός λόγος που θα με είχε ωθήσει να ζητήσω την πολιτογράφησή μου. Και αυτό το οφείλω στην ιδέα της Ενωμένης Ευρώπης και τη σταδιακή υλοποίησή της από τα συμβαλλόμενα κράτη. Στο πέρασμα του χρόνου εκπλήρωσα και τις στρατιωτικές μου υποχρεώσεις απέναντι στο ελληνικό κράτος, οπότε και εξέλιπε πλέον και η απειλή της στέρησης του διαβατηρίου, ενώ η ολοένα και μεγαλύτερη ενσωμάτωση της Ελλάδας στην ΕΕ την έφερε στον πυρήνα όχι μόνο της Ευρώπης αλλά και του λεγόμενου «πρώτου κόσμου». Πολλά ταξιδιωτικά εμπόδια καταργήθηκαν, και σήμερα το ελληνικό διαβατήριο είναι το έκτο στη σειρά των διαβατηρίων που επιτρέπουν ελεύθερη διακίνηση παγκοσμίως, επιτρέποντας ταξίδι χωρίς βίζα σε 171 χώρες.
Ως πολίτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορούσα και μπορώ να συμμετέχω στις δημοτικές εκλογές κα ι τις εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και θα μπορούσα αν ήθελα να είχα θέσει υποψηφιότητα και αν ήμουν τυχερός να είχα εκλεγεί και στο δημοτικό συμβούλιο της πόλης όπου έχω την πρώτη μου κατοικία. Βέβαια ως μη Γερμανός πολίτης δεν είχα το δικαίωμα να συμμετάσχω στις ομοσπονδιακές και τις κρατικές εκλογές και ως Έλλην κάτοικος του εξωτερικού δεν μπορώ να ασκήσω το εκλογικό μου δικαίωμα, εκτός και εάν ταξιδέψω γι’ αυτόν τον λόγο στην Ελλάδα, όμως όλα αυτά τα χρόνια αυτό δεν με ενόχλησε πολύ, γιατί πάντα πίστευα ότι η πορεία της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα ήταν παρ’ όλες τις αναταραχές και τις κρίσεις σταθερή προς την κατεύθυνση της δημιουργίας μιας ομοσπονδίας με κοινή κύρια ευρωπαϊκή υπηκοότητα και όχι μόνον επικουρική όπως είναι σήμερα.
Ένας άλλος λόγος που με έκανε να μην επιζητήσω ενεργά την πολιτογράφησή μου ήταν ότι μετά από τόσα χρόνια εργασίας στο γερμανικό δημόσιο, και μάλιστα έχοντας δώσει πολλές φορές όρκο πίστης στο ομοσπονδιακό σύνταγμα (το ότι είναι κάποιος αλλοδαπός δεν είναι εμπόδιο για να γίνει δημόσιος υπάλληλος), θεωρούσα ότι θα έπρεπε το ίδιο το κράτος να μου είχε προσφέρει την υπηκοότητα, όπως γίνεται σε άλλα κράτη, ή τουλάχιστον να με είχε παρακινήσει να την αιτηθώ. Όπως και να έχει όμως το πράγμα, τα τελευταία τριάντα χρόνια, όχι μόνο δεν υφίστατο κανένας επείγων λόγος για να κάνω αυτό το βήμα, αλλά υπήρχε και η βάσιμη ελπίδα ότι αυτό θα καθίστατο περιττό.
Όμως μπήκε χρόνος δίσεκτος και μήνες οργισμένοι, με την Ελλάδα να πρωταγωνιστεί εδώ και μερικά χρόνια στις αναταράξεις που θέτουν όχι μόνο μια έως τώρα θεωρούμενη ως αυτονόητη οικονομική και κοινωνική πολιτική αλλά και το ίδιο το πρότζεκτ της Ενωμένης Ευρώπης υπό αμφισβήτηση. Το μεγάλο σοκ για μένα ήταν η προοπτική του Grexit το καλοκαίρι του ’15, μαζί με το περίφημο «δημοψήφισμα» και τη θέσπιση των capital controls, που κατέστησαν το μέχρι τότε εντελώς αδιανόητο σενάριο να ξαναγυρίσει η Ελλάδα στη γεωπολιτική κατάσταση, όχι μόνο του 1977 αλλά ίσως του 1949, δηλαδή πριν τη θέσπιση της διακίνησης χωρίς θεώρηση διαβατηρίου, να αγγίξει τα όρια του δυνατού, αν όχι του πιθανού.
Ξαφνικά ενέκυψε για μένα όχι μόνο ο κίνδυνος να αναγκαστώ να αλλάξω τον τύπο της άδειας παραμονής μου, αλλά και να στερηθώ τη δυνατότητα να ταξιδεύω ελεύθερα, όχι μόνο στον υπόλοιπο κόσμο, αλλά και μέσα στην Ευρώπη και ιδιαίτερα ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Γερμανία. Δεδομένου του γεγονότος ότι με το πέρασμα του χρόνου οι υποχρεώσεις μου στην Ελλάδα άρχισαν να αυξάνονται, γιατί οι υπέργηροι γονείς μου χρειάζονται όλο και περισσότερο την υποστήριξή μου και οι οικονομικές υποχρεώσεις μας (φόροι εισοδήματος, ΕΝΦΙΑ, διαχείριση περιουσίας κλπ.) τη φροντίδα μου, η εφαρμογή ενός καθεστώτος θεωρήσεων και ελέγχων για τους Έλληνες πολίτες, που θα ήταν οπωσδήποτε πολύ πιο αυστηρή από αυτή που επιφυλάσσεται στους πολίτες του Ηνωμένου Βασιλείου μετά το Brexit, είναι κάτι που έπρεπε να αποφύγω πάση θυσία.
Εκτός όμως από αυτούς τους πρακτικούς λόγους, τα γεγονότα του καλοκαιριού του ’15 ήταν για μένα και ένα χτύπημα στην προσωπική μου ταυτότητα ως Έλληνα Ευρωπαίου πολίτη. Μπροστά στον κίνδυνο της απομάκρυνσης της Ελλάδας από την ευρωπαϊκή οικογένεια, ο μόνος τρόπος που είδα για να διατηρήσω την ευρωπαϊκή μου ταυτότητα ήταν να γίνω Γερμανός πολίτης. Κατά τη γνώμη μου, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας είναι ένα από τα λίγα κράτη-μέλη της σημερινής Ευρωπαϊκής Ένωσης που προσπαθούν ακόμα να υλοποιήσουν την ιδέα μιας περισσότερο ομοσπονδιακής Ευρώπης. Και παρ’ όλες τις δυσκολίες και τις αντιδράσεις στο εσωτερικό της, παρ’ όλα τα αντι-ευρωπαϊκά και ξενοφοβικά κινήματα τύπου AfD, παρ’ όλη τη λαϊκιστική και οπορτουνιστική στάση τού τέως φιλελεύθερου κόμματος FDP, η ΟΔΓ είναι μία από τις λίγες χώρες του κόσμου που, αντί στο πέρασμα του χρόνου να γίνει πιο κλειστή απέναντι σε μετανάστες, έγινε πιο ανοιχτή και κατάφερε να ενσωματώσει, αν όχι τη δεύτερη, τουλάχιστον την τρίτη γενιά των μεταναστών, ακόμα και αυτών που δεν κατάγονται από χώρες με χριστιανική παράδοση, ενσωμάτωση που βασίστηκε στη συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι «ζητήσαμε εργάτες και μας ήρθαν άνθρωποι».
«Έχεις ξεριζωθεί και αποξενωθεί», θα αντιτάξουν μερικοί. «Οι προσωπικές σου σκέψεις και τα κίνητρα που επικαλείσαι δεν παίζουν κανένα ρόλο ― ή μόνο δευτερεύοντα. Φεύγοντας από την Ελλάδα έχασες την επαφή σου με την ελληνική πραγματικότητα, αποξενώθηκες από τη χώρα, τον λαό της και τα προβλήματά του. Με ή χωρίς γερμανικό διαβατήριο, έγινες γερμανοτσολιάς από τότε που έφυγες, και ίσως και πιο πριν, γιατί η γερμανική σχολή που πήγες σού έκανε πλύση εγκεφάλου από τότε που ήσουν παιδί. Ή ακόμα χειρότερα κοίταξες μόνο το ατομικό σου συμφέρον ―και καλά έκανες―, αλλά παράτα τα συναισθηματικά και τις δήθεν ιδεαλιστικές δικαιολογίες. Γι’ αυτό άσε μας καλύτερα, δεν θέλουμε ούτε τους συναισθηματισμούς σου, ούτε και την ψήφο σου, δώσ’ την στην αγαπημένη σου Μέρκελ ή σ’ όποιον Γερμανό πολιτικό θέλεις ― ο καθένας κοιτάει το εθνικό του συμφέρον κι εσύ έχεις συνταχτεί εδώ και δεκαετίες με το γερμανικό. Άσε μας στη μοίρα μας. Άντε γεια…»
Κάνουν μεγάλο λάθος. Δεν είναι η προσωπική απόφαση του καθενός μας να ζήσει τη ζωή του όπως και όπου έχει επιλέξει αυτό που τον αποξενώνει και τον ξεριζώνει από τη χώρα και την κοινωνία καταγωγής του, αλλά ο εθνικισμός, ο μεγαλοϊδεατισμός και ο αλυτρωτισμός που μαστίζει τις κοινωνίες και τους λαούς από την εμφάνιση των εθνικών κρατών στην Ευρώπη τον 17ο και την ισχυροποίηση αυτής της ιδεολογίας τον 19ο αιώνα. Οι πρόγονοί μου το έζησαν αυτό όταν ο ελληνικός μεγαλοϊδεατισμός και ο εθνικισμός των Νεότουρκων του Ατατούρκ τούς έφεραν από την Καππαδοκία, την Προύσα και το Αϊβαλί στα Ίβηρα, την Κοκκινιά και το Παγκράτι. Οι γονείς μου μεγάλωσαν με τη ρετσινιά του πρόσφυγα, ενώ η μητέρα μου πήγε τη δεκαετία του ’30 σε ιδιωτικό σχολείο γιατί δεν είχε την ελληνική υπηκοότητα. Και τώρα, έναν αιώνα μετά τον ξεριζωμό των προγόνων μου, πάλι ο μικρόνους εθνικισμός και μεγαλοϊδεατισμός των σημερινών «εχθρών της παγκοσμιοποίησης» και των υποστηρικτών των «δίκαιων λαϊκών αιτημάτων» επιδιώκει να αποκόψει την Ελλάδα από τον φυσικό οικονομικό, πολιτικό και πολιτιστικό της χώρο, ξεριζώνοντας έτσι όσους έκαναν την επιλογή να προσπαθήσουν να βρουν την προσωπική τους ευδαιμονία εκεί όπου νομίζουν ότι έχουν τις περισσότερες πιθανότητες να το επιτύχουν. Δεν θα καταφέρουν να ξεριζώσουν τη χώρα από το ευρωπαϊκό της χώμα, γι’ αυτό είμαι σίγουρος. Και το δικό μας ρίζωμα στην Ευρώπη ―όλων αυτών που πήραν ή παίρνουν μια απόφαση ανάλογη με τη δική μου― είναι η εγγύηση ότι οι ευρωπαϊκές ρίζες της Ελλάδας θα γίνουν ισχυρότερες.