Εμείς, η Τουρκία και το δημοψήφισμα

P
Ανδρέας Τσιρίδης

Εμείς, η Τουρκία και το δημοψήφισμα

Η Τουρκία, ένα χρόνο σχεδόν μετά την απόπειρα πραξικοπήματος για την ανατροπή του Προέδρου Ερντογάν, ψήφισε για πολίτευμα. Οι εταιρείες δημοσκοπήσεων έπεσαν μέσα: Οριακή επικράτηση του «Ναι». Από το 2019 η Τουρκία θα είναι και τυπικά προεδρική δημοκρατία και ο Πρόεδρός της θα έχει στα χέρια του υπερεξουσίες. Από αύριο κιόλας, το σκηνικό θα είναι δραστικά διαφοροποιημένο εντός αλλά και εκτός Τουρκίας. Κι όλα αυτά τη στιγμή που η αντιπολίτευση ζητεί επανακαταμέτρηση και δημοσιογράφοι καταγγέλλουν νοθεία. Κάθε πρόβλεψη είναι τόσο οριακή όσο και το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Οι εξελίξεις θα καθοριστούν όχι τόσο από το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, αλλά από το πώς θα διαχειριστεί ο Ερντογάν το περιεχόμενο της συνταγματικής αναθεώρησης.

Δημοψήφισμα και Τούρκοι

Είναι προφανές πως υπάρχει ένα μεγάλο χάσμα ανάμεσα στο πώς βλέπουν τη χώρα τους οι μισοί και πλέον Τούρκοι σε σχέση με τους άλλους μισούς. Ο Ερντογάν οραματίζεται μια νεο-ισλαμική χώρα. Ο τρόπος που την οραματίζεται δεν έχει και πολλή διαφορά από τον τρόπο που οραματίζονται τις χώρες τους όλοι οι συντηρητικοί ηγέτες που ανεβαίνουν στην εξουσία ο ένας πίσω από τον άλλο, σε όλο τον κόσμο. Το πρόβλημα είναι πως η τουρκική εκδοχή του συντηρητισμού είναι εξαιρετικά τρομακτική. Φορά μαντίλα και προσεύχεται πέντε φορές την ημέρα. Κυβερνάται ελέω Αλλάχ από έναν θεόσταλτο ηγέτη που ξέρει το καλό τού κάθε Τούρκου καλύτερα από τον ίδιο.

Ας ελπίσουμε πως ο Ερντογάν θα θελήσει να καθησυχάσει το 49% που δεν τον ψήφισε προκειμένου να αποσπάσει μια σιωπηρή συναίνεση μέσα στην επόμενη διετία, μέχρι δηλαδή να εφαρμοστεί, μέσα στο 2019, η συνταγματική αναθεώρηση. Ειδάλλως, ίσως να έχει να διαχειριστεί κάτι πολύ χειρότερο από ένα κούφιο πραξικόπημα στο άμεσο μέλλον. Αυτό εξαρτάται βέβαια και από τις διαθέσεις της αντιπολίτευσης: πόσο θα θελήσει να σηκώσει τους τόνους περί νοθείας και πόσο θα αντιδράσει στις επικείμενες ενέργειες του Τούρκου ηγέτη. Αν ο τελευταίος θελήσει να πάει σε σύγκρουση, τότε ίσως τα πράγματα πάρουν άσχημη τροπή. Αν θελήσει να εφαρμόσει τα νεο-ισλαμικά του οράματα, ένας στους δύο Τούρκους θα αντιδράσει, σιωπηρά ή φωναχτά. Αργότερα θα αντιδράσουν περισσότεροι, όταν θα δουν τις αλλαγές να είναι ορατές διά γυμνού οφθαλμού.

Το αλεβιτικό Ισλάμ, οι Κούρδοι και οι ευρωπαϊκής κουλτούρας Τούρκοι των παραλίων δεν θα δεχτούν αγόγγυστα έναν ενδεχόμενο χαλκά. Το ρήγμα ίσως βαθύνει. Τέλος, δεν ξέρουμε τι απρόβλεπτες συνέπειες μπορεί να υπάρξουν αν ο διχασμός αυτός επεκταθεί για τα καλά μέσα στον τουρκικό στρατό.

Δημοψήφισμα και Ελλάδα

Η Τουρκία, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ ή τη Γαλλία, έχει έλλειμμα θεσμών. Ο μόνος κραταιός θεσμός που διαχρονικά επηρεάζει τις εξελίξεις είναι ο στρατός — κι αυτό δεν το λες καλό. Οι ισορροπίες στην Τουρκία είναι πάντοτε ευπαθείς, και αυτός είναι ο λόγος που τόσο η ίδια η χώρα όσο και οι έχουσες συμφέροντα ή γειτονικές σε αυτήν χώρες επιθυμούν πρώτα απ’ όλα πολιτική σταθερότητα και όχι μια Τουρκία σε νευρική κρίση.
Δεν είναι μόνο το ουσιαστικό κουτσούρεμα της ήδη ταλαιπωρημένης δημοκρατίας το πρόβλημα. Δεδομένου του οριακού αποτελέσματος, αν η Τουρκία γίνει ανάστατη, λογικά ο κανόνας που θέλει τη γείτονα να κάνει «εξαγωγή» των προβλημάτων της προς τα δυτικά θα ισχύσει ξανά, με κύριο εξαγωγέα, όπως πάντα, το στρατιωτικό κατεστημένο της. Το timing είναι εξαιρετικά κακό, δεδομένου ότι και στην Ελλάδα δεν έχουμε τους καλύτερους διαχειριστές επικίνδυνων καταστάσεων. Τουναντίον, έχουμε κάποιους τύπους που είναι και οι ίδιοι μια προβληματική κατάσταση για τη χώρα.

Ο ΥΠΕΞ Μεβλούτ Τσαβούσογλου, που είναι μια μετριοπαθέστερη φωνή στην κυβέρνηση, χαρακτήρισε την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας «στρατηγική προτεραιότητα». Όμως οι φωνές στην Ελλάδα που λένε πως ο Ερντογάν θα ησυχάσει μετά τη νίκη του δύσκολα θα επιβεβαιωθούν. Η νίκη εξασφαλίζει στον Τούρκο Πρόεδρο τη νομική δυνατότητα να προχωρήσει στις μεταρρυθμίσεις. Αλλά σίγουρα και ο ίδιος βγήκε αποδυναμωμένος από τη διαδικασία.

Οι προβλέψεις του κυβερνώντος AKP έδιναν 60% και πάνω υπέρ του «Ναι». Έχοντας καταλάβει το 90% του τηλεοπτικού χρόνου με την εκστρατεία υπέρ του «Ναι» και με τον δεδομένο έλεγχο του κρατικού μηχανισμού, από τζαμιά μέχρι και τον δημόσιο χώρο όπου θεωρητικά δεν επιτρέπεται η διαφημιστική προβολή, ο Ερντογάν έχει να διαχειριστεί μια νίκη που έχει μέσα της μια επικοινωνιακή ήττα. Πρόκειται για ένα σχιζοφρενικό σκηνικό που δύσκολα θα αφήσει ανεπηρέαστη την οριακή του προσωπικότητα.

Δεν ξέρουμε τι περίπλοκες διεργασίες συμβαίνουν μέσα στο μυαλό του, αλλά το αποτέλεσμα των πράξεών του δεν μοσχοβολάει δυτικό ορθολογισμό. Όμως κανείς δεν ξέρει με ποιο τρόπο θα διαχειριστεί τη συνέχεια ή τι αντιδράσεις θα προκαλέσει η σταδιακή εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων. Το αυτοματοποιημένα συναινετικό ύφος που ακολουθεί κάθε εκλογική νίκη δεν καθησυχάζει κανέναν.

Δημοψήφισμα και Κυπριακό

Στην Κύπρο οι γνώμες περί του αποτελέσματος αποκλίνουν. Κάποιοι στην Κυπριακή Δημοκρατία που σήμερα ταυτίζεται με την Ελληνοκυπριακή κοινότητα μίλησαν —όπως και στην Ελλάδα— για συμφέρον της χώρας από ένα καθαρό (ή λιγότερο καθαρό) «Ναι». Οι υπόλοιποι θεωρούν πως ένας Ερντογάν με υπερεξουσίες είναι ένας επικίνδυνος Ερντογάν. Όμως το Κυπριακό πρόβλημα είναι δυσανάλογα περίπλοκο για το μέγεθος της χώρας και οποιαδήποτε απόλυτη προσέγγιση στο αποτέλεσμα είναι υπεραπλουστευτική.

Η αιτιολόγηση ήταν λογικοφανής, αλλά ανεπαρκής:

«Ο Τούρκος Πρόεδρος, θα θελήσει να κλείσει τα μέτωπα γύρω του».

Είναι όμως το κυπριακό πρόβλημα ένα ανοιχτό μέτωπο για την Τουρκία; Κατά την ταπεινή μου άποψη, είναι μια μικρο-ατζέντα με ανάγνωση τύπου Σρέντινγκερ: Ανάλογα με το πώς βολεύει, χρησιμοποιείται είτε ως δείγμα σιδηράς και ανυποχώρητης πολιτικής του τουρκικού έθνους, είτε, αν βολέψει αλλιώς, μπορεί και να ανοίξει ως δείγμα φιλοευρωπαϊκής πολιτικής με ελάχιστο κόστος για την Τουρκία. Και πάλι, εξαρτάται από τις διαθέσεις του Ερντογάν, για όσο τουλάχιστον είναι αυτός στη θέση του Προέδρου.

Το Κυπριακό γίνεται σοβαρό θέμα για την Τουρκία εφόσον θέλει να ενταχθεί στην ΕΕ. Τελευταία, όχι μόνο δείχνει να μη θέλει, αλλά επιδιώκει και σύγκρουση. Λίγο το Προσφυγικό, λίγο η ανάγκη του Τούρκου Προέδρου να πουλήσει νταηλίκι στο εθνικιστικό ακροατήριό του, τον οδήγησαν στα πρόθυρα ρήξης με την Ευρώπη. Δεν είναι καθόλου βέβαιο πως είναι ώριμος να «δώσει» την Κύπρο, γιατί μέχρι στιγμής δεν έχει κάποιο χειροπιαστό κίνητρο.

Οι απορριπτικοί Ελληνοκύπριοι, αυτοί που δεν συμφωνούν με τη λύση του Κυπριακού όπως αυτή συζητείται τα τελευταία 40 περίπου χρόνια, θα σηκώσουν τους τόνους και θα μιλήσουν εκ νέου για ανάγκη αλλαγής στρατηγικής απέναντι στην Τουρκία, επιδιώκοντας στην ουσία διαιώνιση της κατάστασης και ακροβατώντας επικίνδυνα με την de jure παγίωση μιας de facto διχοτόμησης που βιώνει το νησί εδώ και δεκαετίες. Αναμενόμενη στάση, δεδομένου ότι στο πρόσφατο παρελθόν πιάστηκαν από κάθε λογής ευκαιρία για να υποσκάψουν τις συνομιλίες. Δεν θα πιαστούν από την εξαιρετικά οριακή νίκη Ερντογάν;

Στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα, και στη λεγόμενη «Τουρκική Δημοκρατία Βόρειας Κύπρου», η κατάσταση είναι λίγο-πολύ ανάλογα περίπλοκη. Οι Τουρκοκύπριοι θεωρούνται από τον Ερντογάν σαν τα απολωλότα πρόβατα που ζουν έξω και πάνω από το Κοράνι. Που δεν σέβονται τη μητέρα Τουρκία που διέθεσε για τη σωτηρία τους αίμα, δάκρυα, ιδρώτα και μπόλικες τουρκικές λίρες.

Η δε εικόνα που βιώνουν στην καθημερινότητά τους είναι σκληρή.

Από τη μια, βρίσκονται σε καθεστώς απόλυτης εξάρτησης από την Άγκυρα, με τουρκικό τραπεζικό σύστημα, τουρκικές και μόνον επιχειρήσεις, τουρκικό νερό, τουρκική λίρα —που κατρακύλησε άσχημα τον τελευταίο χρόνο— και με έναν τεράστιο δημόσιο τομέα που τροφοδοτείται από τουρκικά δανεικά και πιθανώς αγύριστα. Η αστάθεια στη «Μητέρα Πατρίδα» μεταφέρεται με ισχυρούς κλυδωνισμούς στο ψευδοκράτος.

Από την άλλη, φοβούνται πως ένας παραφουσκωμένος από εξουσίες Ερντογάν θα τους μετατρέψει σε Τούρκους της ενδοχώρας, κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν των μανδιλοφόρων και μυστακοφόρων εποίκων με τους οποίους ζουν σε καθεστώς υποχρεωτικής συγκατοίκησης από το 1974 και μετά.

Είναι όμως απορίας άξιο πως, παρά τον μισό σχεδόν αιώνα απομόνωσης και πλήρους εξάρτησης από την Τουρκία, οι Τουρκοκύπριοι νιώθουν —και είναι— αλλιώτικοι από τους Τούρκους αδελφούς τους. Ακόμα πιο τρελό, και συνάμα παρήγορο, είναι πως οι έποικοι μοιάζουν να νιώθουν πιο οικεία ζώντας με την Τουρκοκυπριακή κοινότητα παρά να την αφομοιώνουν: σύμφωνα με τον τουρκοκυπριακό Τύπο, οι έποικοι καταψήφισαν τη συνταγματική αναθεώρηση με ποσοστό που κυμαίνεται από 55%-60%, δίνοντας ένα ηχηρό ράπισμα στην «κυβέρνηση» των κατεχομένων και ένα καθαρό μήνυμα στον Τουρκοκύπριο ηγέτη για να επιδείξει επιτέλους μια πιο αποφασιστική στάση και να αυτονομηθεί —όσο αυτό είναι δυνατόν— από την Άγκυρα.

Αξίζει να σημειωθεί πως το «πολίτευμα» στα Κατεχόμενα είναι το ακριβώς αντίθετο από αυτό στην Τουρκία: ο «Πρόεδρος» συγκεντρώνει ελάχιστες εξουσίες και έχει ως κύρια αρμοδιότητα τη διαχείριση των συνομιλιών για την επίλυση του Κυπριακού προβλήματος· την καθημερινότητα διαχειρίζεται ο «Πρωθυπουργός» και οι «Υπουργοί» του, που σήμερα αντιτίθενται σθεναρά στο ενδεχόμενο λύσης.
Συμπεράσματα; Δύσκολο να βγουν

Όσο κουραστικό και αν γίνεται, πρέπει να επιμείνουμε στο εξής: τις εξελίξεις θα καθορίσει η στάση του Ερντογάν και το πόσο πολύ θα θελήσει να «πειράξει» τα θεμέλια της κεμαλικής Τουρκίας, το κοσμικό κράτος και τις προσωπικές ελευθερίες, το πόσο βίαια θα επιχειρήσει αυτές τις αλλαγές και σε τι βάθος χρόνου. Στα δυσάρεστα βρίσκεται η νίκη του καθεαυτή, καθώς του δίνει και το καρπούζι και το μαχαίρι. Στα ευχάριστα, η οριακή μειοψηφία που αντιστάθηκε στην πίεση — μια πίεση που δεχόταν από όλες τις μεριές. Και που δεν θα κάτσει με σταυρωμένα χέρια.

Το μόνο βέβαιο είναι πως τα επόμενα χρόνια δεν θα μας επιτρέψουν ούτε αδιαφορία, ούτε αδράνεια. Ούτε φυσικά θα μας επιτρέψουν να ανεχτούμε για πολύ μικρούς ανθρώπους σε απαιτητικές θέσεις.