«Εμείς τα θηρία» του Τζάστιν Τόρρες
«Μπαστάρδια», είπε. «Δεν είστε ούτε λευκοί ούτε Πορτορικάνοι». Αυτή η φράση εμπεριέχει μεγάλο μέρος της ουσίας του μυθιστορήματος με το οποίο έκανε το λογοτεχνικό του ντεμπούτο ο Τζάστιν Τόρρες. Πρωταγωνιστές είναι τα τρία αδέρφια μιας μικτής οικογένειας με Πορτορικάνο πατέρα και λευκή μητέρα. Τρία παιδιά που αισθάνονται πως δεν ανήκουν πουθενά και αντιλαμβάνονται ότι είναι διαφορετικά από τα «λευκά αλητάκια». Παρέα κάνουν μόνο μεταξύ τους. Μαζί παίζουν, μαζί το σκάνε από το σπίτι όταν βρίσκουν ευκαιρία, μαζί μεγαλώνουν. Αφηγητής των περιπετειών τους είναι ο μικρότερος γιος, που στην αρχή του βιβλίου είναι επτά ετών. Όσα διαδραματίζονται φιλτράρονται μέσα από τη ματιά του ανώνυμου, καθ’ όλη την έκταση του μυθιστορήματος, ήρωα.
Η αφήγηση είναι γραμμική αλλά αποσπασματική. Στις σελίδες του βιβλίου δεν φτάνουν παρά μερικά θραύσματα από την παιδική και προεφηβική ηλικία των πρωταγωνιστών. Ιστορίες γεμάτες συναίσθημα και ένταση εξαιτίας των ιδιόρρυθμων γονέων. Ο πατέρας βίαιος με όλη του την οικογένεια, λιγομίλητος και σκληρός. Η μητέρα παθητική, με εύθραυστη ψυχοσύνθεση, φτάνει συχνά στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Ο ισχυρός δεσμός των τριών αδερφών δυναμώνει συνεχώς από τις κακουχίες, από το ότι πεινάνε, από τα ρούχα από δεύτερο χέρι που φοράνε — κάποια στιγμή αναγκάζονται να φορέσουν μέχρι και τα ρούχα που άφησε πίσω ένας νεκρός άντρας. Κάθε φράση και συμπεριφορά των γονιών τους απέναντί τους ισορροπεί επικίνδυνα ανάμεσα στην έκφραση αγάπης και τη βιαιότητα. Σελίδα τη σελίδα, οι μικροί πρωταγωνιστές μετατρέπονται όλο και περισσότερο σε αγρίμια, και ο δεσμός τους παραπέμπει περισσότερο σε μια αγέλη, παρά σε μια ομάδα τριών αδερφών.
Αυτό αποτυπώνεται γλαφυρά με το πρώτο πληθυντικό που χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο στην αφήγηση. Παρότι όλα είναι ιδωμένα από τα μάτια του μικρότερου γιου, σχεδόν σε κάθε πρόταση κυριαρχεί το «εμείς». Τα παιδιά προσπαθούν να επιβιώσουν μαζί σε αυτό το περιβάλλον. Χωρίς να το κάνουν συνειδητά, πιο πολύ από ανάγκη, εφευρίσκουν παιχνίδια από το πουθενά, μετατρέπουν σακούλες σε χαρταετούς και, ακόμα και με αφορμή κάποιον καβγά των γονιών τους, βρίσκουν ευκαιρία να παίξουν μιμούμενοι τις φωνές και επαναλαμβάνοντας κοροϊδευτικά τα λόγια τους.
Η βίαιη καθημερινότητα και οι σκληρές εικόνες του βιβλίου εξισορροπούνται με την ελλειπτική και λυρική γλώσσα. Ποιητική και πλούσια σε μεταφορές, περιγράφει με αξιοθαύμαστο τρόπο την ψυχοσύνθεση του παιδιού που μεγαλώνει μέσα σε συνεχώς διογκούμενα προβλήματα εξαιτίας της φτώχειας και της άσχημης συμπεριφοράς των γονιών. Σε μια χαρακτηριστική σκηνή του βιβλίου, ενώ ο πατέρας έχει απολυθεί, λέει παραιτημένος: «Δεν θα ξεφύγουμε ποτέ από αυτό. [...] Ούτε εμείς, ούτε αυτά. Κανένας μας δεν θα ξεφύγει από αυτό».
Ο μόνος που φαίνεται να μπορεί να ξεφύγει είναι ο αφηγητής. Στο τελευταίο και μεγαλύτερο Κεφάλαιο του βιβλίου, βλέπουμε την οικογένεια μετά από ένα χρονικό άλμα, όταν τα παιδιά πλησιάζουν να ενηλικιωθούν. Τα δυο μεγαλύτερα αδέρφια μεγάλωσαν ακολουθώντας τη σχεδόν προκαθορισμένη πορεία τους, ο μικρός γιος όμως διαφέρει από αυτούς. Οι τρόποι του είναι «σαν λευκού» και δεν μοιάζει πια με τα αδέρφια του. Έχει αποκοπεί από την αγέλη και σταδιακά αυτό καθίσταται γνωστό σε όλους. Η αφήγηση αλλάζει. Το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο μετατρέπεται σε δεύτερο πληθυντικό και πρώτο ενικό. Και η ένταση κλιμακώνεται με ραγδαίους ρυθμούς όσο πλησιάζουμε στην αποκάλυψη ενός μεγάλου μυστικού. Κάθε τελετή ενηλικίωσης είναι έντονη και όχι πάντα ευχάριστη.
Ο Τόρρες μάς χαρίζει έτσι κάποια από τα δυνατότερα κομμάτια του μυθιστορήματός του. Ωστόσο, δεν λείπουν και οι αδυναμίες. Κάποιες φορές η εκβίαση έντονων συναισθημάτων είναι υπερβολική, και ίσως οι συμβολισμοί θα έπρεπε να έχουν χρησιμοποιηθεί με μεγαλύτερη φειδώ. Από την άλλη, η οικονομία της αφήγησης και της έκτασης του μυθιστορήματος είναι κάτι που δεν συναντάται συχνά σε πρωτοεμφανιζόμενο, το ίδιο και η γλαφυρή γλώσσα που μεταφράστηκε εξαιρετικά από τον Θωμά Σκάσση. Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη.
Φωτ. Justin Torres, © Simon Koy.