Éminence grise
Η Ιστορία μάς διδάσκει πως ο όρος éminence grise γεννήθηκε χάρη και εξαιτίας του Φρανσουά Λεκλέρκ ντι Τρεμπλέ, ενός Καπουτσίνου μοναχού που με την επιρροή του κατάφερε να γίνει το δεξί χέρι του καρδινάλιου Ρισελιέ. Éminence, άλλωστε, ήταν ο τιμητικός τίτλος με τον οποίο προσφωνούσαν τους καρδιναλίους. Και, μολονότι ο Λεκλέρκ δεν έγινε ποτέ καρδινάλιος ο ίδιος, η δύναμή του ήταν τέτοια που έκανε τους γύρω του να τον προσφωνούν έτσι.
Ωστόσο, η αναφορά στο γκρίζο είναι τόσο προσφυής, ώστε θα ήταν κρίμα να περιοριστεί στο χρώμα του ράσου του. Από την άλλη, o ρόλος του με δυσκολία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί πρωτότυπος, αφού από γεννήσεώς της η φανερή εξουσία πορευόταν χέρι-χέρι με τη σκιά της: με εκείνες τις γκρίζες εξοχότητες που, άλλοτε με τη μορφή μιας δυναμικής ερωμένης, άλλοτε ενός ηλικιωμένου και —ενίοτε πλην όχι απαραιτήτως— σοφού μέντορα, άλλοτε ενός μοναχού ή ιερωμένου ερωτευμένου περισσότερο με την εγκόσμια εξουσία παρά με το επέκεινα και άλλοτε, ακόμη-ακόμη, ενός οξυδερκούς και ατρόμητου γελωτοποιού, κινούσαν τα νήματα πίσω από τον θρόνο. Ας μη νομιστεί ούτε στιγμή πως ο ρόλος τους εξεμέτρησε τον βίο μαζί με τον τσαρισμό, την ελέω Θεού βασιλεία ή και την πεφωτισμένη μοναρχία. Ζουν και βασιλεύουν στις σύγχρονες δημοκρατίες. Ίσως επειδή κάθε ηγέτης, ανεξάρτητα από το πολιτικό του ανάστημα και το ειδικό του βάρος, δεν θα πάψει ποτέ να χρειάζεται την γκρίζα εξοχότητά του.
Καταπώς δείχνουν τα δικά μας πράγματα, ο ρόλος αυτός έχει αρχίσει από καιρό να αποκρυσταλλώνεται στο πρόσωπο του σιωπηρά δραστήριου και αρκούντως αποτελεσματικού υπουργού Επικρατείας. Και όχι μόνο επειδή, όπως μαρτυρά ο Πιέρ Μοσκοβισί μιλώντας για κείνες τις περιβόητες δεκαεφτά ώρες, «Ο κ. Τσίπρας ήταν πρόθυμος να διαπραγματευτεί, αλλά κάθε φορά ο Παππάς τού έλεγε, “Όχι, κύριε πρόεδρε, δεν μπορείτε να υποχωρήσετε εδώ, δεν μπορείτε να ξεκινήσετε από αυτή τη βάση”», με αποτέλεσμα κάτι σαν παρωδία τού «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» (που, αν δεν αφορούσε τη μοίρα ενός ολόκληρου λαού, θα ήταν ξεκαρδιστικά κωμική). Ούτε φυσικά μόνο εξαιτίας τού ολοκληρωτικής νοοτροπίας και σύλληψης νομοσχεδίου για τις αδειοδοτήσεις των τηλεοπτικών σταθμών. Είναι το ότι, όπως δείχνουν τα πράγματα, και όπως τα παραδείγματα πληθαίνουν μέρα με την ημέρα, ο κύριος Νίκος Παππάς κρατάει τον κύριο Τσίπρα από το αυτί, δίνοντας λαβή και δικαίωμα σε πολλούς να υποστηρίζουν ότι αυτός είναι που στην ουσία κυβερνά τον τόπο.
Όμως οι ομοιότητες μιας éminence grise του παλιού (και όχι και τόσο) καλού καιρού και του κυρίου Παππά μάλλον (θα έπρεπε να) σταματούν κάπου εδώ. Όχι απλώς επειδή στην περίπτωσή του δεν έχουμε να κάνουμε με δυναμική ερωμένη, σοφό ηλικιωμένο μέντορα, υπερφιλόδοξο ιερωμένο ή οξύνου γελωτοποιό. Ούτε, ακόμη περισσότερο, επειδή ποτέ δεν νοιάστηκε να κρύψει —κάθε άλλο μάλιστα— τις δραστηριότητες και τις φιλοδοξίες του. Παρά μόνο για έναν απλό αλλά εξαιρετικά σημαντικό λόγο: γιατί, σε αντίθεση με τους τσαρισμούς και τις ελέω Θεού βασιλείες και τις πεφωτισμένες δεσποτείες, σε μια Δημοκρατία ο ηγέτης δεν είναι απόλυτος, αυθαίρετος, ασύδοτος μονάρχης — εκλέγεται από τον λαό και λογοδοτεί, ή θα όφειλε να λογοδοτεί, στον λαό, και μόνο σ’ αυτόν.
Και επειδή, ως εκλεγμένος πρωθυπουργός, είναι εκείνος που βάζει την τελική υπογραφή στα πάντα, άρα έχει και την απόλυτη ευθύνη για τα πάντα.
ΥΓ. Ο πίνακας του Γιαν Ματέικο παριστάνει τον Stańczyk, μια εμβληματική éminence grise που σύμφωνα με τον μύθο έζησε και έδρασε από το 1480 έως το 1560, έχοντας χρηματίσει γελωτοποιός-μυστικοσύμβουλος τουλάχιστον τριών Πολωνών μοναρχών. Εδώ απεικονίζεται ως ο μόνος που ανησυχεί και προβληματίζεται για την κατάκτηση του Σμολένσκ από τους Ρώσους, ενώ οι άλλοι γύρω του χορεύουν ακόμα αμέριμνοι…