Ένα αναρχικό αστυνομικό

C
Κική Τσιλιγγερίδου

Ένα αναρχικό αστυνομικό

Νά λοιπόν ένα εντελώς διαφορετικό αστυνομικό. Και το λέω εγώ, που έχω διαβάσει πάρα πολλά αστυνομικά τον τελευταίο πολύ καιρό, όπως φαίνεται και από τις παρουσιάσεις εδώ στον Αμάγκι.

Διαφορετικό, για πολλούς λόγους. Καταρχάς δεν είναι σύγχρονο όπως τα περισσότερα που εκδίδονται σήμερα, είναι σχετικά παλιό: γράφτηκε το 1977, σχεδόν μία δεκαετία μετά τον Μάη τού ’68, στα γεγονότα του οποίου έλαβε ενεργό μέρος ο Φαζαρντί, είκοσι ενός ετών τότε, και ενώ είχε εγκαταλείψει τις σπουδές του και έκανε διάφορες δουλειές για να ζήσει. Θα συνέχιζε τις σπουδές του μετά τα είκοσι πέντε του, όταν ο Μάης θα ήταν ήδη μία παλιά ανάμνηση. Και θα γινόταν ένας από τους πιο πληθωρικούς Γάλλους συγγραφείς, αλλά και από τους πιο εμπορικούς, παρότι είχε πάντα ένα αντισυμβατικό προφίλ: έγραψε σαράντα μυθιστορήματα, πάνω από τριακόσια πενήντα διηγήματα, σενάρια, θεατρικά, κείμενα για τo Charlie Hebdo — τα πάντα. Είναι ο κατεξοχήν εκπρόσωπος του néopolar, του μοντέρνου νουάρ μυθιστορήματος, αστικού και «καταγγελτικού».

Εκτός από αυτά, στους «Παπουτσωμένους γάτους» ξέρουμε τους ενόχους από την αρχή. Δεν υπάρχει κάποιο μυστήριο. Ίσα-ίσα, που όλα γίνονται μπροστά στα μάτια μας. Και τι είναι αυτά τα «κάποια»; Είναι η καταστροφή με βόμβες (!) μίας σειράς από άσχετα, εντελώς άσχετα μεταξύ τους, μέρη: καταστήματα, σπίτια, δημόσια κτίρια — ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς. Ένοχοι, δύο πρώην στρατιωτικοί, ειδικοί στο είδος αυτό του πολέμου, δύο αξιωματικοί που τα βάζουν με όλους και με όλα. Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί την ιδεολογία τους, ή το στρατόπεδο στο οποίο ανήκουν. Οι αριστεροί τούς κατηγορούν σαν ακροδεξιούς ή φασίστες, και οι δεξιοί σαν αριστεριστές ή αναρχικούς. Και η αλήθεια είναι πως δεν ανήκουν πουθενά.

Οι δύο άντρες, ο λυγερόκορμος και ερωτευμένος Στεφάν (εξαιτίας του έρωτά του γίνονται όλα αυτά) και ο θηριώδης Πωλ, ντυμένοι με στολές παραλλαγής και φορώντας πάντα σκούφους με αυτιά γάτας, εξ ου και το παρατσούκλι, γίνονται ο φόβος και ο τρόμος για τους πάντες — όλο το Παρίσι, οι Αρχές, οι κάτοικοι, οι μαγαζάτορες, ο απλός κόσμος, όλοι αναρωτιούνται με μία νοσηρή, όσο περνά ο καιρός, περιέργεια πού θα ξαναχτυπήσουν, και όλη η αστυνομία βρίσκεται —φυσικά— ξοπίσω τους. Αλλά, ακριβώς επειδή δεν υπάρχει κανένα σχέδιο στα τρομοκρατικά τους χτυπήματα, επειδή γίνονται φαινομενικά στην τύχη, είναι απολύτως αδύνατον να βρεθούν και να συλληφθούν. Κάποια στιγμή, θα προστεθεί και ένας τρίτος άντρας στις τάξεις τους, επίσης ειδικός στις ανατινάξεις και στον ανταρτοπόλεμο, και πλέον οι επιθέσεις τού μασκαρεμένου τρίο στη γαλλική πρωτεύουσα αλλά και σε επίσης άσχετες μεταξύ τους επαρχιακές πόλεις θα ενταθούν.

Στο μεταξύ, παρακολουθούμε από κοντά τις συσκέψεις της αστυνομίας και του υπουργείου, που θέλουν όπως είναι λογικό να τελειώσει αυτή η ιστορία, που έχει φέρει σε αδιανόητα δύσκολη θέση τους πάντες και τα πάντα. Να σημειώσω ότι το βιβλίο είναι γενικά κωμικό, διαβάζεται σαν να βλέπεις παλιά ταινία του Λουί ντε Φινές με τον Φαντομά, αλλά ειδικά οι σκηνές με τους αστυνομικούς είναι πραγματικά ξεκαρδιστικές.

Όλο το μυθιστόρημα είναι ευχάριστο, σου κρατά συντροφιά για μερικές ώρες (πραγματικά, θέλεις να το τελειώσεις όλο, αμέσως) και, μεταξύ πολλών άλλων, σε βάζει να σκεφτείς πόσο έχουν αλλάξει τα πράγματα μέσα σε σαράντα χρόνια, πόσο η πραγματική τρομοκρατία, η πραγματική βία, και η συνακόλουθη περιθωριοποίηση των ομάδων που μετέρχονται βίαια μέσα, έχει αλλάξει τη ζωή μας και πώς κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να γραφτεί σήμερα με τίποτε. Μπορεί όμως να διαβαστεί, και μάλιστα ευχάριστα, σαν ένα είδος περίεργης λαϊκής λογοτεχνίας που έκανε θραύση στην εποχή της με τον σουρεαλισμό της, το γκροτέσκο τέμπο της και την εντελώς «αναρχική» ματιά της. Να σημειώσουμε μονάχα εδώ πως οι ήρωες-βομβιστές λένε πολύ συχνά στις σελίδες του βιβλίου, και στους διαλόγους τους, ότι προσέχουν πολύ να μην υπάρξει ποτέ κανένα ανθρώπινο θύμα εξαιτίας των ενεργειών τους. Τους αρκεί η… αναταραχή.

Κυκλοφορούν ακόμη δύο βιβλία του συγγραφέα στη γλώσσα μας, οι «Φονιάδες μπάτσων» και η «Θεωρία τού 1%» (και τα δύο σε μετάφραση Γιάννη Καυκιά, από τις Εκδόσεις των Συναδέλφων).

Η «Νύχτα των παπουτσωμένων γάτων» βγήκε πριν από ένα μήνα στα ελληνικά, από τις νεοσύστατες εκδόσεις Angelus Novus, σε εξαιρετική μετάφραση (Βασίλης Παπακριβόπουλος) και με κατατοπιστικότατες και πάρα πολλές σημειώσεις, που μας μαθαίνουν πολλά για την πολιτική κατάσταση στη Γαλλία τη δεκαετία τού ’70.