Ένα ανεστραμμένο auto da fé

C
Ρηγούλα Γεωργιάδου

Ένα ανεστραμμένο auto da fé

«Εκπληκτικό υλικό η τύρφη. Η απαλή επιδερμίδα της Ιρλανδίας. Έχει την περίεργη ιδιότητα να διατηρεί τα πράγματα όπως ήταν τη στιγμή της βύθισής τους. Ολόκληροι θησαυροί έχουν ανασυρθεί απ’ αυτούς τους τυρφώνες ― σπαθιά, χύτρες, μυστικιστικά βιβλία… για να μην αναφέρω τα πτώματα που βρίσκονται κατά καιρούς σε απίστευτα καλή κατάσταση».

«Ύπουλοι αυτοί οι βάλτοι σας. Αναρωτιέμαι αν πνίγονται πολλοί εκεί μέσα».

«Μόνο άμα είναι κουφιοκέφαλοι ― ή τύφλα από το πιοτό, και δεν έχει φεγγάρι».

Η οσμή της τύρφης θαρρείς πως ποτίζει τις σελίδες του βιβλίου, το χρώμα της τους δανείζει τη σκοτεινιά του. Η σπογγώδης υφή της συντείνει στην αβεβαιότητα, στην αίσθηση πως τίποτε δεν είναι αυτό που φαίνεται.

Όμως το λασπερό και ασταθές σαν μουλιασμένο σφουγγάρι έδαφος της ιρλανδικής ενδοχώρας είναι το μικρότερο από τα προβλήματα της Νοσοκόμας. Μια «Αηδόνα», εκπαιδευμένη από την ίδια τη μεγάλη κυρία της νοσηλευτικής, τη Μις Νάιτινγκεϊλ, ψημένη στις κακουχίες και τις φρίκες του πολέμου της Κριμαίας, αναλαμβάνει απρόσμενα μια εντελώς διαφορετική αποστολή: να παρακολουθεί, δίχως όμως να παρεμβαίνει, την πορεία της υγείας ενός κοριτσιού που ισχυρίζεται ότι επί μήνες δεν έχει βάλει μπουκιά φαΐ στο στόμα του.

Η εντεκάχρονη Άννα περνά τις μέρες και μεγάλο μέρος από τις νύχτες της με αδιάκοπη προσευχή. Είναι ένα κορίτσι σε αποστολή: πρέπει να σώσει τον νεκρό αδελφό της από τις φωτιές του Καθαρτήριου και να τον μεταφέρει στον Παράδεισο ― έστω κι αν κάτι τέτοιο σημαίνει πως θα τον ακολουθήσει και η ίδια.

Οι σύμμαχοί της σ’ αυτό το παράλογο εγχείρημα είναι πανίσχυροι: όχι μόνο οι ίδιοι οι γονείς της και τα μέλη της ετερόκλητης, κωμικοτραγικής Επιτροπής που παρακολουθούν την υπόθεση, ούτε καν οι περίεργοι που έρχονται από εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά για να τη δουν, να την αγγίξουν, να φέρουν δώρα και να πάρουν την ευλογία αυτής της ζωντανής αγίας, της Κόρης που Νηστεύει. Οι σύμμαχοί της είναι κυρίως αόρατοι και γι’ αυτό ακαταμάχητοι: η θρησκοληψία, η αμορφωσιά, η άγνοια, ο ανορθολογισμός, οι προλήψεις. Ο παγανισμός που μπλέκεται με έναν αποκρυφιστικό, σκοτεινό χριστιανισμό, τόσο σκοτεινό ώστε συχνά μοιάζει να μη διαφέρει από το αντίθετό του. Πάνω απ’ όλα αυτά, όμως, η Αγάπη. Κι έναν τέτοιο αντίπαλο δύσκολα τον κατατροπώνεις με τη λογική.

Η Νοσοκόμα είναι ορθολογίστρια, καχύποπτη. «Νευριασμένη. Απογοητευμένη. Παγιδευμένη απ’ όλες τις μεριές». Η Νοσοκόμα ―η Λιμπ― κουβαλάει τα δικά της τραύματα. Τις δικές της απώλειες. Και είναι αυτά που πολύ σύντομα τη φέρνουν όλο και πιο κοντά στο παιδί. Η Άννα δεν είναι αδελφή ψυχή· είναι η κόρη που η Λιμπ δεν αξιώθηκε να δει να μεγαλώνει. Είναι η ζωή που δεν κατάφερε να υπερασπιστεί όσο κι αν αγωνίστηκε. Είναι το χρέος της, απέναντι στον εαυτό της και στον Άνθρωπο που έχει ορκιστεί να υπηρετεί.

Διόλου παράξενο που μοναδικός δικός της σύμμαχος είναι ένας εξίσου κυνικός και καχύποπτος δημοσιογράφος. Παρά τα όσα τούς χωρίζουν ―θρησκευτικά δόγματα και αγνωστικισμός, εθνικότητα, ηλικία―, τους ενώνει καταρχάς η απέχθειά τους για το πολιτισμικό σκοτάδι που τους περιβάλλει, αλλά κυρίως η αγάπη και το νοιάξιμό τους για την Άννα. Όχι πως είναι οι μόνοι που την αγαπούν ― όχι. Άλλωστε, όλα μοιάζουν να έχουν για κινητήρια δύναμή τους την αγάπη: Η Άννα αγαπά τον νεκρό αδελφό της. Οι γονείς της αγαπούν την Άννα. Η Άννα αγαπά τον Χριστό και τους αγίους Του. Αγαπά τα λόγια των ιερών βιβλίων της που την κάνουν να θέλει να τον μιμηθεί στην υπέρτατη θυσία Του. Αγαπά τις περίτεχνες εικονίτσες της με τις δαντελένιες άκρες και τις μυστηριώδεις σκηνές τους ― τις καρδιές που αιμορραγούν, τους φλεγόμενους σταυρούς, τις Αγίες που αρραβωνίζονται το Θείο Βρέφος.

Η Άννα ζει σ’ έναν τόπο που οι άνθρωποι το βράδυ αφήνουν κοντά στην πόρτα ένα πιατάκι γάλα για τα ξωτικά και το μεσημέρι ψέλνουν Αβεμαρίες. Έναν τόπο που, αν δεν ευλογήσεις τη δουλειά, μπορεί το εργαλείο να σε τραυματίσει. Έναν τόπο που οι συλλέκτες τύρφης την αφήνουν να στεγνώσει πάνω σε σχάρες κάτω απ’ τη βροχή. Έναν τόπο που, λίγα χρόνια νωρίτερα, ο πληθυσμός του είχε αποδεκατιστεί από το κακό ―τον λιμό από την κατεστραμμένη σοδιά της πατάτας και τη σκληρότητα του Άγγλου― και τώρα αιμορραγεί εξαιτίας της μετανάστευσης. Έναν τόπο που, ακόμα κι όταν επιφανειακά καταφεύγει στη συμβολή της επιστήμης, στο βάθος εξακολουθεί να τρέφεται από τις δεισιδαιμονίες και από μια θρησκεία που συχνά δεν διαφέρει σε τίποτε απ’ αυτές.

Θαρρείς και το μισοσκόταδο που επικρατεί, αν και κατακαλόκαιρο, σ’ εκείνο τον τόπο καταμεσής της χώρας, σ’ εκείνο το σπογγώδες υπογάστριο της Ιρλανδίας, τον «βαθουλωμένο κύκλο στο κέντρο ενός μικρού πιάτου», παραμορφώνει όχι μόνο αυτά που βλέπει κανείς αλλά κι αυτά που σκέφτεται ή νιώθει. Δρόμοι που ξεκινούν από το πουθενά και καταλήγουν στο πουθενά, πηγές που το νερό τους μυρίζει πίσσα, δέντρα που στα κλαριά τους αντί καρποί κρέμονται αναθηματικά κουρελάκια, έδαφος ύπουλο και ασταθές που καταπίνει τα βήματα, βάλτοι τόσο άγονοι που, για να τραφούν, τα φυτά έχουν μάθει να παγιδεύουν έντομα. Κι όμως, αρκεί να βγει για μια στιγμή ο ήλιος, κι όλα έξαφνα μοιάζουν σαν να αναγεννήθηκαν από κάποιο θαύμα.

Και η Άννα σ’ ένα θαύμα προσβλέπει. Ένα Θαύμα που θα το προκαλέσει η ίδια. Άλλωστε, ένα Θαύμα είναι και η ίδια ― ή, τουλάχιστον, έτσι πιστεύουν όσοι θεωρούν δυνατόν το να τρέφεται μόνο από τη δύναμη της πίστης της, από ένα αόρατο μάννα εξ ουρανού. Γιατί μέσα σ’ ένα τέτοιο φυσικό και ανθρώπινο περιβάλλον, και κυρίως μέσα από τον παραμορφωτικό φακό μιας τιμωρητικής θρησκοληψίας, η Αγάπη εύκολα γίνεται ενοχή, αυτοτιμωρία, αυτοκτονικός ιδεασμός. «Ίσως επειδή η θρησκεία σας της έχει γεμίσει το κεφάλι με μακάβριες ανοησίες», εξανίσταται η Νοσοκόμα. «Ίσως επειδή έχει μπερδέψει τις μακάβριες ανοησίες με τη θρησκεία!» αντιγυρίζει ο Δημοσιογράφος.

Όμως, όταν φτάνει κανείς τόσο κοντά στον θάνατο, μήπως μόνο ο θάνατος, ως υπέρτατη φυγή, μπορεί πραγματικά να τον λυτρώσει;

Το Θαύμα της μικρής Άννας μοιάζει ανατριχιαστικά με ένα παράδοξο, ανεστραμμένο auto da fé: η Επιτροπή δεν είναι ιεροεξεταστές που έχουν βαλθεί να αποδείξουν πως η Άννα είναι μάγισσα, αλλά ένα τσούρμο ετερόκλητοι τύποι (ο γιατρός, ο ιερέας, ο πανδοχέας, ο αριστοκράτης συνταξιούχος ειρηνοδίκης, μεταξύ άλλων), που αποζητούν τη δική τους, καταδική τους, ντόπια Αγία. Αυτή που θα δώσει αξία στον ασήμαντο τόπο τους και θα τον μετατρέψει σε φημισμένο προσκύνημα των απανταχού πιστών καθολικών. Και, όπως σε ένα auto da fé η φωτιά είναι που φέρνει τη μακάβρια λύση, έτσι και σ’ αυτό τον βαθουλωμένο κύκλο στο κέντρο ενός μικρού πιάτου, στην τυμπανιαία κοιλιά της Ιρλανδίας, η κάθαρση ―και η λύτρωση― θα έρθει με έναν τρόπο που κανείς δεν είχε υπολογίσει.