Ένα αντίδοτο στη χαλαρότητα
Στην προοπτική αυτού του δοκιμίου, η πολιτική σκέψη βρίσκει αληθινό έρεισμα στα πραγματικά προβλήματα μόνο όταν αποχαιρετήσει τη φούγκα του θανάτου ή όταν πάψει να μιμείται αυτή τη «φούγκα».
Ένα ερώτημα που συνοδεύει τις σκέψεις κάποιου για τον Νικόλα Σεβαστάκη είναι πώς τα προλαβαίνει όλα. Πανεπιστήμιο, άρθρα, παρουσιάσεις — γράψιμο. Και όλα, το καθένα από αυτά, σε ζηλευτό επίπεδο. Κυρίως: σε απαιτητικό. Ο Σεβαστάκης δεν είναι εκεί για να περνάς την ώρα σου, ή για να βυθίζεσαι, να συμπαρασύρεσαι από τον ρου της πνευματικής του άρθρωσης — σε θέλει πάντα σε εγρήγορση. Όπως ακριβώς και στο ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΑΓΝΩΣΤΟ (ωραία έκδοση από το Στερέωμα).
Στοχαστικά αυτοτελή (που όμως συγκροτούν ένα όλον) δοκίμια για το μέλλον της φιλελεύθερης δημοκρατίας, ή ένα ταξίδι στον διαρκώς «αναστοχαστικό» κόσμο τής όχι και τόσο «παρακμάζουσας», τελικά, Δύσης.
Αναφορικά με το απαιτητικό του πράγματος που προαναφέραμε, ο ίδιος προειδοποιεί στον Πρόλογό του, καθησυχάζοντας ταυτόχρονα —κατά το δυνατόν— όσους από εμάς δεν αντιμετωπίζουμε τα θεωρητικά κείμενα με την κατάλληλη σκευή:
Προφανώς και είναι δύσκολο να αποφύγει κανείς συλλογισμούς και πολιτισμικές αναφορές που δυσχεραίνουν την κατανόηση των ευρύτερων ιδεών της πολιτικής.
Παρά ταύτα, το κατορθώνει. Τα δοκίμια του ΤΑΞΙΔΙΟΥ είναι απολαυστικά — για όλους, ή σίγουρα για όσους ακολουθούν και διαβάζουν τον συγγραφέα στην αρθρογραφία του και είναι εξοικειωμένοι με τη συμπύκνωση του λόγου του.
Παράλληλα με έναν γόνιμο και ενδιαφέροντα διάλογο με περισσότερο ή λιγότερο γνωστούς στο ευρύτερο κοινό θεωρητικούς, τους οποίους κατέχει καλά —και παραθέτει και εκτός κειμένου, σε σημειώσεις και στη βιβλιογραφία—, προχωρά σε μία εντελώς προσωπική ανάγνωση των «προβλημάτων» της φιλελεύθερης δημοκρατίας, των εχθρών της και των προφητών του τέλους της (που δεν θα έρθει: καμία Κασσάνδρα δεν βρίσκεται ανάμεσά τους), για να καταλήξει σε μία (διάσπαρτη σε όλο το βιβλίο) σειρά «συμπερασματικών αφορισμών», που δεν το κρύβουμε ότι μας αρέσουν πολύ — ανάμεσά τους, πολλά είναι ακριβώς συναρπαστικά.
Μερικά σχεδόν τυχαία παραδείγματα:
Στον βαθμό που σε πολλούς διανοούμενος και πνευματικούς ανθρώπους, η αίσθηση του τραγικού έγινε η τυποποιημένη επιτέλεση μιας λόγιας απαισιοδοξίας, η εν λόγω απαισιοδοξία έπαψε να έχει κάποιο γνωστικό ή παραγωγικά κριτικό ενδιαφέρον: τις περισσότερες φορές σπεύδει μόνο να καταστρέψει τα τελευταία αποθέματα εμπιστοσύνης στη δημόσια ζωή και στους δημοκρατικούς θεσμούς.
Ο εθνικισμός, εντέλει, λειτουργεί αυτά τα τελευταία χρόνια όπως ο κομμουνισμός πριν από μερικές δεκαετίες: ως υποδοχέας και διαχειριστής ποικίλων δυσαρεσκειών που δεν σχετίζονται πάντα με εθνικές διαμάχες και στερεότυπα, ούτε καν με τον φόβο για την ανεξέλεγκτη μετανάστευση, όπως προβάλλεται κατά κόρον στη συμβατική ευρωπαϊκή συζήτηση για τις νέα μορφές της λαϊκιστικής Δεξιάς.
Η τέχνη, παρά την πολυφορεμένη φράση του Αντόρνο για την ποίηση μετά το Άουσβιτς, είναι πιο ανθεκτική στις καταστροφές της Ιστορίας.
Τι πιο εύκολο στη σύγχρονη σκέψη από το να βγει κανείς και να εξαγγείλει στο κοινό του την “καταστροφή του δήμου”;
Ο φόβος για τα γηγενή ξεριζώματα μετατρέπει πολλούς πολίτες της Ευρώπης σε εχθρούς των ανέστιων.
Και λοιπά, και λοιπά: πετυχαίνεις ένα ακόμη «απόφθεγμα», μια κρίση, τόσο εύκολα, σαν να πετάς μια πέτρα στη λίμνη.
Ωραίο βιβλίο, αντίδοτο στη χαλαρότητα του καθημερινού εύκολου λόγου των social media και μεγάλου μέρους της επιφυλλιδογραφίας, ένα καλά σχηματισμένο διανοητικό σωσίβιο για μία δέσμη ερωτημάτων που απασχολούν —και πονάνε— τους Ευρωπαίους (νομίζω πλέον κυρίως) πολίτες, μεταξύ αυτών βέβαια και εμάς, παλαιούς ναυαγούς της ηπείρου.