Ένα εγχειρίδιο ειρήνης

C
Άννα Παπασταύρου

Ένα εγχειρίδιο ειρήνης

«Ο θάνατος ταιριάζει στα μουσεία. Σε όλα τα μουσεία, όχι μόνο σ’ ένα Μουσείο Πολέμου. Κάθε έκθεση –πίνακες, γλυπτά, αντικείμενα, μηχανήματα– είναι μια νεκρή φύση και οι άνθρωποι που συνωστίζονται στις αίθουσες, γεμίζοντάς τες και αδειάζοντάς τες σαν σκιές, εξασκούνται στη μελλοντική οριστική διαμονή τους στο μεγάλο Μουσείο της ανθρωπότητας, του κόσμου, όπου ο καθένας είναι μια νεκρή φύση. Πρόσωπα, σαν φρούτα που κόπηκαν από το δέντρο και τοποθετήθηκαν γερτά πάνω σ’ ένα πιάτο».

Ένας άνθρωπος με απίστευτη εμμονή, επί δεκαετίες, συλλέγει όπλα κάθε λογής, από τα πιο απίθανα μέρη του κόσμου, με σκοπό να στήσει το μεγαλύτερο και πληρέστερο Μουσείο Πολέμου στον κόσμο και να αναδείξει την ειρήνη ως το υπέρτατο αγαθό για την ανθρωπότητα: αυτός είναι ο κεντρικός πρωταγωνιστής στο βιβλίο του Κλάουντιο Μάγκρις «Υπόθεση αρχείου», πίσω από τον οποίο κρύβεται ένα πραγματικό ιστορικό πρόσωπο: o Diego de Henriquez (1909-1974) από την Τεργέστη, μελετητής και μανιώδης συλλέκτης κυρίως κειμηλίων πολέμου.

Στο πλευρό του πρωταγωνιστή, η Λουίζα, η νεαρή γυναίκα που αναλαμβάνει το καθήκον να επεξεργαστεί το όραμά του για το Μουσείο, να ταξινομήσει τα ευρήματα, να υλοποιήσει το όνειρο.

Μια παρέλαση χαρακτήρων, ένα πολύχρωμο, ανθρώπινο μωσαϊκό, συνθέτει μια χρονογραφία που ξεκινάει από πραγματικά ιστορικά γεγονότα. Εδώ αναβιώνει η επονείδιστη ιστορία της Τεργέστης, όπου λειτουργούσε η Ριζιέρα ντι Σαν Σάμπα, το μοναδικό ναζιστικό λάγκερ σε ιταλικό έδαφος, που χρησιμοποιήθηκε στα χρόνια του πολέμου για την εξόντωση μεγάλου αριθμού ανθρώπων, στην πλειονότητά τους πολιτικών κρατουμένων και Εβραίων. Έγιναν πολλές προσπάθειες για να σβηστεί αυτή η ιστορία. Ακόμα και η ανεξήγητη πυρκαγιά σε μια από τις αποθήκες όπου ο De Henriquez φύλαγε τα σπάνια ευρήματά του, πυρκαγιά που κόστισε και τον δικό του θάνατο (και που μεταφέρεται με αφηγηματική ελευθερία στο βιβλίο), θεωρήθηκε ότι προκλήθηκε δόλια, με σκοπό να εξαφανιστεί κάθε ενοχοποιητικό στοιχείο.

«Να κάηκαν, άραγε, εκείνη τη νύχτα και τα πρόχειρα κατάστιχα; Να κάηκαν κυρίως εκείνα τα κατάστιχα, να μπήκε η φωτιά μόνο και μόνο για να καούν εκείνα τα διαλυμένα σημειωματάρια κι ό,τι ήταν γραμμένο μέσα εκεί… Αν μία φορά, λένε, ένας ιδαλγός αγόρασε έναν πύργο μόνο και μόνο επειδή η κυρά του λαχταρούσε ένα τριαντάφυλλο που άνθιζε στο περβάζι ενός μικρού παράθυρου εκείνου του πύργου, κάποιος μπορεί να πυρπόλησε μια συνοικία για να καταστρέψει ένα πάκο χαρτιά, κι αν βέβαια κάηκε κι ο άνθρωπος που τα είχε μαζί του, ε, κρίμα, είναι μια παράπλευρη απώλεια. Αν όμως εκείνα τα χαρτιά υπήρχαν ακόμα κάπου, σκοροφαγωμένα και μουχλιασμένα, μετά από τόσα χρόνια…; Ίσως, ποιος ξέρει, να μπορούσαν να διαβαστούν ακόμα».

Το μουσείο (και το βιβλίο) οργανώνεται σε αίθουσες, που καθεμιά τους θα περιλαμβάνει διαφορετικής εποχής αντικείμενα. Σκόρπιες σημειώσεις, ημερολόγια, κανόνια, καμιόνια, ακόντια ιθαγενών της Αφρικής. Πρέπει να μπορεί να περιλάβει όλον αυτό τον πλούτο, κι όσα δεν χωρούν στις αίθουσές του να παρουσιάζονται σε βίντεο σε ψηφιακές οθόνες. Και ο στόχος να είναι πάντα η καταδίκη του πολέμου.

«Τα στρατιωτάκια ήταν αυτά που μ’ έκαναν να καταλάβω ότι έπρεπε να εξαλειφθεί ο πόλεμος κι ότι ο μοναδικός τρόπος να το πετύχω είναι να παίζω πόλεμο. Να παίζω για να μην κάνω πόλεμο· στρατιωτάκια εναντίον στρατιωτών. Τα πιο ωραία τα πουλούσε ο σιορ Πόπελ, όταν είχαμε ήδη μετακομίσει στην Τεργέστη. Μια διμοιρία από μαυροντυμένους Πρώσους ουσάρους, με τα σιρίτια τους· μια άψογη δουλειά, τέλειες πόρπες, χρυσές πάνω στους μαύρους επενδύτες, καλπάκια και σπαθιά σχολαστικά πανομοιότυπα με τα αληθινά. Ίσως να μου τα είχε χαρίσει ο ίδιος, μια φορά που είχαμε μπει στο μαγαζί του, δε θυμάμαι καλά. Η μαμά έκανε πολλά δώρα στον πατέρα μου, αλλά λίγα σ’ εμένα. Αντίθετα ο σιορ Πόπελ έκανε δώρα σε όλους».

Ο Μάγκρις έχει έναν λόγο άμεσο, πολύ προσωπικό, συχνά παραληρηματικό. Η ευρύτατη μόρφωσή του αποτυπώνεται στον τρόπο που συγκεντρώνει και συνδυάζει με εντυπωσιακή μαεστρία ιστορικά γεγονότα και στοιχεία, ενσωματώνοντάς τα σε μια γοητευτική, συναρπαστική αφήγηση.

Τον Μάγκρις δεν μπορεί να τον διαβάσει ο αναγνώστης παρά μόνο αφιερώνοντάς του την αμέριστη προσοχή του. Είναι ιστορία και λογοτεχνία, είναι ποίηση και συγκίνηση. Στον λόγο του αποτυπώνεται η συνείδηση ενός ανθρώπου που νιώθει το βάρος της ιστορικής ευθύνης της χώρας του απέναντι στην ανθρωπότητα και θέλει να την αποκαλύψει στα μάτια όλων για να την αποκαθάρει. Είναι το βαθύ μίσος για τον πόλεμο, για την εκμετάλλευση του ανθρώπου, για τον κάθε είδους ρατσισμό, απ’ όπου κι αν προέρχεται και όπου κι αν στοχεύει.

Η «Υπόθεση αρχείου» αξίζει να διαβαστεί όχι απλά σαν ένα συγκλονιστικό αφήγημα, αλλά σαν ένα εγχειρίδιο ειρήνης για τον σημερινό άνθρωπο.

«Το μόνο ζήτημα είναι να τα μεταφέρουμε όλα σ’ ένα Μουσείο, όπου δεν υπάρχει πια πόλεμος, γιατί δεν υπάρχει πια ζωή. Επιστήμονας ήδη από τα πέντε μου χρόνια και εφευρέτης στα εννιά, στα δεκάξι εμπνεύστηκα και σχεδίασα, συγκεκριμένα, όπλα φανταστικά και τρομερά, όμως αποφάσισα ότι εκείνα τα μοντέλα θα τα έκανα γνωστά όταν δεν θα υπήρχαν πια πόλεμοι στον κόσμο και τα όπλα εκείνα θα ήταν πια ακίνδυνα και άχρηστα. Πρέπει να στερήσουμε από τη ζωή –από όλη τη ζωή, από όλα τα πράγματα– τη χρησιμότητά τους, τη δυνατότητα χρήσης τους. Η αξία χρήσης είναι πάντα, με κάποιον τρόπο, η αξία του φονικού. Να σπάσουμε τη μύτη της λόγχης, να σκουριάσουμε τα ντουφέκια, να στομώσουμε τις λεπίδες, έτσι ώστε η ζωή, η τόσο ακονισμένη πάντα, να μην κόβει πια».