Ένα βολικό πλαίσιο
Όταν λαμβάνει χώρα ένα περιστατικό μαζικής βίας, οι πρώτες αντιδράσεις —των αυτοπτών μαρτύρων, των ΜΜΕ, των σχολιαστών και των πολιτικών— καθορίζουν τον τρόπο και το πλαίσιο με το οποίο το γεγονός θα ερμηνευτεί και θα αποθηκευτεί στη συλλογική μνήμη, αυτό δηλαδή που στη θεωρία της επικοινωνίας και των ΜΜΕ ονομάζουμε πλαισίωση (framing). Όταν αμέσως μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου ο Πρόεδρος Μπους είπε ότι αυτό ήταν «μία πράξη πολέμου» εναντίον των ΗΠΑ, η επίθεση πέρασε στη συλλογική συνείδηση όχι ως ένα εγχώριο γεγονός αλλά ως ένα διεθνές γεγονός με παγκόσμιο αντίκτυπο (αυτό είχε και πρακτικές προεκτάσεις, όπως για παράδειγμα το γεγονός ότι στις έρευνες που ακολούθησαν κυριάρχησαν οι υπηρεσίες πληροφοριών και όχι το FBI).
Παράλληλα, στην εποχή των κοινωνικών μέσων και της άμεσης δημιουργίας παγκόσμιων φαινομένων μαζικής συμπαράστασης — όπως για παράδειγμα το hashtag #JeSuisCharlie ή η χρήση προσωρινών κολάζ στο προφίλ μας—, η πλαισίωση που θα κυριαρχήσει τείνει να καθορίζει και την ανταπόκριση του κόσμου. Ίσως ο πιο κρίσιμος παράγοντας για την επικράτηση ενός ερμηνευτικού πλαισίου είναι ο εντοπισμός του θύματος. Όχι των συγκεκριμένων ατόμων που σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν αλλά της κοινότητας η οποία στοχοποιήθηκε. Κάποιες φορές η επιλογή της κοινότητας-συμβόλου γίνεται «οργανικά» ή ασυνείδητα. Άλλες φορές συγκεκριμένες ομάδες πίεσης, συμφερόντων ή μειονότητες επιδιώκουν να οικειοποιηθούν τον ρόλο του βασικού θύματος.
Οι επιθέσεις στο Μπατακλάν και τα άλλα κέντρα διασκέδασης στο Παρίσι τον Νοέμβριο του 2015 δεν στρεφόντουσαν μόνο ή κυρίως εναντίον της γαλλικής κοινωνίας: ήταν μέρος της ευρύτερης εκστρατείας του ISIS ενάντια στη Δύση. Ωστόσο, με πρωτοβουλία του Facebook και άλλων διαμορφωτών της κοινής γνώμης, το σύμβολο που συγκέντρωσε και επικοινώνησε τη συμπάθεια και συμπαράσταση της παγκόσμιας κοινότητας ήταν η γαλλική σημαία. Παρομοίως, οι επιθέσεις στο αεροδρόμιο και το μετρό των Βρυξελλών δεν ερμηνεύτηκαν πρωτίστως ως επιθέσεις ενάντια στη Δύση (μία αρκετά θολή έννοια), αλλά ούτε καν ενάντια στην Ευρωπαϊκή Ένωση (η οποία και σημαία έχει, και η βάση της είναι λίγα μέτρα από τον σταθμό του μετρό στον οποίο έγινε η επίθεση), αλλά ενάντια στο κράτος του Βελγίου (χρήση της βελγικής σημαίας).
Έχει ενδιαφέρον ότι οι επιθέσεις στο νυχτερινό κέντρο στο Ορλάντο δεν ερμηνεύτηκαν ως επιθέσεις εναντίον των ΗΠΑ — παρόλο που, όπως και στις άλλες περιπτώσεις, ο θύτης ήταν γέννημα-θρέμμα της χώρας εναντίον της οποίας επιτέθηκε. Στην περίπτωση του Ορλάντο επικράτησε η πλαισίωση του συμβάντος πρωτίστως ως «έγκλημα μίσους» και ως επίθεση ενάντια στην γκέι κοινότητα, δεδομένου ότι το χτύπημα έλαβε χώρα μέσα σε γκέι κλαμπ.
Η πλαισίωση αυτή βολεύει πολλούς. Βολεύει την αμερικανική κυβέρνηση γιατί έτσι αποφεύγει την κοινωνική ανησυχία και τις παγκόσμιες γεωστρατηγικές επιπτώσεις μιας ασύμμετρης τρομοκρατικής επίθεσης σε «μαλακό στόχο» ανύποπτων πολιτών στο κέντρο μιας πόλης — εγκλήματα μίσους κατά LGBT ατόμων άλλωστε γίνονται κυριολεκτικά κάθε μέρα, ενώ οι κοινοτοπίες και τα ευχολόγια περί οπλοκατοχής είναι ό,τι πιο συνηθισμένο. Βολεύει τους θρησκόληπτους εξτρεμιστές, που εμφανίζουν την τραγωδία αυτή ως θεϊκή τιμωρία για τα υποτιθέμενα αμαρτήματα των θυμάτων. Βολεύει την ίδια την γκέι κοινότητα, η οποία, εθισμένη —όπως όλες οι μειονότητες— σε μία μεταμοντέρνα πλειοδοσία πολιτικής της ταυτότητας, εξαιρετισμού, γκετοποίησης και αυτοθυματοποίησης, πιστεύει (κοντόφθαλμα και εσφαλμένως) ότι έτσι κερδίζει την εύνοια και συμπόνια της παγκόσμιας κοινής γνώμης. Και φυσικά βολεύει την ίδια την κοινή γνώμη, η οποία, αποδίδοντας το έγκλημα στην (υποτιθέμενη) σεξουαλική ταυτότητα των θυμάτων, βρίσκει έναν εύκολο τρόπο να απομονώσει το κακό και να νιώσει ασφαλής. Η επίθεση αυτή, ναι μεν προκαλεί συναισθήματα αποστροφής και συμπαράστασης, αλλά από απόσταση αφού δεν αφορά πολλούς — τα κίνητρα ήταν συγκεκριμένα και στοχευμένα.
Παρά τα τεράστια βήματα που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια σε σχέση με τη διασφάλιση θεμελιωδών δικαιωμάτων (γάμος, σύμφωνο συμβίωσης, υιοθεσία, απαγόρευση διακρίσεων κλπ.), η επίθεση στο Ορλάντο ξεσκέπασε την ομοφοβία που ακόμα υπάρχει, όχι μόνο στα περιθώρια του πολιτικού συστήματος και της διεθνούς κοινότητας, αλλά στην καρδιά της — στις μάζες. Φανταστείτε τον παγκόσμιο αντίκτυπο 50 νεκρών (και άλλων τόσων σε κρίσιμη κατάσταση) στο μετρό του Λονδίνου ή των Βρυξελλών, ή σε κεντρική πλατεία της Νέας Υόρκης ή σε κυβερνητικό κτίριο της Ουάσινγκτον, ή σε σχολείο ή νοσοκομείο οποιασδήποτε πόλης ή σε αθλητικούς αγώνες οπουδήποτε. Συγκρίνετέ το με αυτά που δεν έγιναν χτες και που δεν θα γίνουν τις επόμενες ημέρες, εβδομάδες, μήνες, χρόνια. Τα κεριά που δεν θα ανάψουν, τα λουλούδια που δεν θα αγοραστούν, τα εκατομμύρια πολιτών που δεν θα βγουν σε πορείες για συμπαράσταση, τις φωτογραφίες στο προφίλ του Facebook που δεν θα αλλάξουν, τα αεροδρόμια που δεν θα κλείσουν για λόγους ασφαλείας, τα ποδοσφαιρικά παιχνίδια που δεν θα ακυρωθούν, τις αναλύσεις επί αναλύσεων που δεν θα γραφτούν για το τι και πώς έγινε, τα δάκρυα που δεν θα χυθούν για τις ζωές που χάθηκαν, τους πολέμους που δεν θα ξεκινήσουν στο όνομα των νεκρών, τις οικογένειες που διαλύθηκαν, τους έρωτες που έμειναν μισοί. Η διαφορά αυτή είναι η ομοφοβία. Η σιγή που επικρατεί στα κοινωνικά μέσα από χτες, σε σχέση με προηγούμενες τρομοκρατικές επιθέσεις, είναι η ομοφοβία. Το γεγονός ότι σε λίγες ημέρες ή εβδομάδες δεν θα ασχολούμαστε με το γεγονός αυτό είναι η ομοφοβία.
Η γκέι κοινότητα ούτε επιζητά, ούτε έχει ανάγκη τη λύπηση ή την ειδική μεταχείριση. Το ζητούμενο δεν είναι η έξτρα συμπόνια ή οι συγκαταβατικές δηλώσεις των πολιτικών (ακόμη και αυτών που πρωτοστάτησαν στην υποστήριξη της ισότητας), αλλά η εφαρμογή του ίδιου νόμου που ισχύει για όλους. Το ζητούμενο δεν είναι ιδιαίτερες τελετές μνήμης ή εκφράσεις πένθους, αλλά όχι λιγότερες. Το ζητούμενο δεν είναι ειδικά δικαιώματα, αλλά όχι λιγότερα. Το να μην σε εκτελούν στα καλά καθούμενα δεν είναι δικαίωμα μιας μειονότητας — είναι ανθρώπινο δικαίωμα, δικαίωμα όλων μας. Το δικαίωμα του να μπορείς να κυκλοφορείς χωρίς να φοβάσαι ότι θα πεθάνεις δεν είναι ιδιαίτερο δικαίωμα των γκέι ή των μαύρων — είναι δικαίωμα όλων μας. Τα θύματα του Ορλάντο δεν τα θυμόμαστε επειδή ήταν Λατινοαμερικάνοι ή γκέι, αλλά επειδή ήταν άνθρωποι και παιδιά, αδέρφια, σύντροφοι και φίλοι άλλων ανθρώπων. Το να βάζεις ταμπέλες στους ανθρώπους δεν τους κάνει περισσότερο ξεχωριστούς — όλοι είμαστε ξεχωριστοί, γιατί είμαστε άνθρωποι. Οι επιθέσεις αυτές δεν πλήττουν μόνο τη γκέι κοινότητα — πλήττουν την ανοιχτή κοινωνία μας, τα δικαιώματα της οποίας, τα προνόμια και τις ελευθερίες όλοι εκμεταλλευόμαστε και θεωρούμε δεδομένα. Η ισλαμιστική, αλλά και η ακροδεξιά, τρομοκρατία δεν στοχοποιούν μία μειονότητα, αλλά την ελεύθερη συνύπαρξη και ανοχή του διαφορετικού. Δεν μετράνε μόνο οι «μαύρες ζωές» (#BlackLivesMatter) αλλά όλες οι ζωές. Η επόμενη σφαίρα μπορεί να βρει εσένα ή εμένα.
Το identity politics, η αναγωγή της ταυτότητας στο θεμελιώδες κριτήριο οργάνωσης της κοινωνίας, ξεκίνησε ως τρόπος διασφάλισης βασικών δικαιωμάτων και επίτευξης της ισότητας, αλλά τελικά έχει καταλήξει να υπονομεύει την κοινωνική συνοχή και την αφομοίωση, δημιουργώντας συνεχώς αόρατα τείχη, διαχωρισμούς, ανταγωνισμούς και μία πλειοδοσία αυτοθυματοποίησης. Η ιδιότητα του θύματος, για την οποία διαγκωνίζονται νεότερες γενιές, μειονότητες και δημογραφικές ομάδες παντός είδους και την οποία αφειδώς αβαντάρουν και εκμεταλλεύονται οι λαϊκιστές των δύο άκρων, μπορεί να φέρνει κάποια βραχυπρόθεσμα οφέλη, αλλά τελικά επισκιάζει την ιδιότητα του πολίτη μιας κοινωνίας και ενός κράτους δικαίου με δικαιώματα για όλους, υποχρεώσεις για όλους και ενσυναίσθηση για όλους.