Εναντίον της γραφής, υπέρ της ποίησης

C
Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος

Εναντίον της γραφής, υπέρ της ποίησης

Ο Σωκράτης, διά χειρός Πλάτωνος, είναι βέβαια ο πρώτος που αμφισβήτησε τη χρησιμότητα της γραφής και, κυρίως, τα ευεργετήματα που αυτή προσφέρει. Η εξασθένηση της μνήμης, με ό,τι συνεπάγεται για τη συνολική λειτουργία του ανθρώπινου εγκεφάλου, ο κίνδυνος παρερμηνείας και παρανόησης των γραμμένων, χωρίς τη δυνατότητα άμεσης υπεράσπισής τους εκ μέρους του συγγραφέα, και, τέλος, η ανοιχτή πρόσβαση σε αυτά για τον καθένα, είτε είναι είτε δεν είναι έτοιμος και ικανός να τα αντιληφθεί, είναι οι κύριες πλατωνικές αντιρρήσεις που διατυπώνονται. Εκτός όμως από τέτοιου περιεχομένου ελιτιστικές, ίσως, και φιλοσοφικές, έως και μυστικιστικές, αντιρρήσεις για τις δυνατότητες της γραφής (εδώ μπορούμε να θυμίσουμε και τη ρήση του Wittgenstein, που υποστήριζε ότι «υπάρχει οπωσδήποτε κάτι που δεν εκφράζεται με λόγια, αλλά μονάχα φαίνεται: είναι το μυστικό στοιχείο»), έχουν στη διάρκεια των αιώνων εκφραστεί και ακουστεί ποικίλες μομφές για το καθοριστικό αυτό στοιχείο του σύγχρονου πολιτισμού.

Μεταξύ όσων άσκησαν κριτική και αμφισβήτησαν την προσφορά του γραπτού λόγου συγκαταλέγεται και ο Lévi-Strauss, ο οποίος, όταν επισκέφθηκε τη Βραζιλία το 1955, έκανε στο βιβλίο του «Θλιβεροί τροπικοί» έναν συσχετισμό γραφής και πολιτικής χειραγώγησης, που δεν αμφισβητήθηκε ποτέ με εντελώς ικανοποιητικό τρόπο:

Ο πρωταρχικός ρόλος της γραπτής επικοινωνίας είναι η διευκόλυνση της υποδούλωσης. Η χρήση της γραφής για αφιλοκερδείς σκοπούς, δηλαδή σαν πηγή διανοητικής και αισθητικής ευχαρίστησης, είναι δευτερεύων παράγοντας, και πολύ συχνά περιορίζεται σε ένα μέσο που ενισχύει, δικαιολογεί και καλύπτει τον πρωταρχικό της ρόλο.

Όσο και αν οι διαπιστώσεις του Lévi-Strauss εκκινούν από τις παρατηρήσεις του σε μια κοινωνία που μοιάζει να απέχει παρασάγγας από τη δική μας, είναι δύσκολο ωστόσο να αρνηθεί κανείς την εξουσιαστική ισχύ που ενδύεται ο λόγος, κάθε λόγος, όταν μετατρέπεται σε γραπτό. Ο λόγος του ιερέα και του πολιτικού, ο λόγος του νομοθέτη και του σοφολογιότατου, ο λόγος του δασκάλου και του μεταφραστή, ο λόγος του Θεού, αναπόφευκτα, σε κάποιο επίπεδο εξουσιάζουν τον αναλφάβητο, τον ημιεγγράμματο και τον επιλήσμονα έως και σήμερα.

Ως μέσο ελέγχου των πολιτών, η γραφή γνώρισε πεδίον δόξης λαμπρόν ήδη από την αρχαιότατη εποχή, όταν, ας πούμε, στη Μεσοποταμία και για εξακόσια ολόκληρα χρόνια χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά από τη βασιλική εξουσία. Αλλά και αλλού, στην Κίνα, στην Αίγυπτο, στη μινωική Κρήτη, η γραφή ήταν πάντα προνόμιο μιας κοινωνικής τάξης, που κατείχε και την πολιτική εξουσία, και βασική της χρήση ήταν η εξυπηρέτηση των συμφερόντων της. Η γραφειοκρατική οργάνωση, η φορολόγηση με την εφαρμογή όλο και πιο σύνθετων συστημάτων, η τήρηση λογαριασμών και αρχείων που διευκόλυναν τον αποτελεσματικότερο έλεγχο, ο καταμερισμός και η άνωθεν επιβολή εργασιών και υποχρεώσεων, ο έλεγχος όλο και ευρύτερων περιοχών, η παγίωση της νομοθεσίας και των εντολών, η κρατική προπαγάνδα, όλα ήταν λειτουργίες που η γραφή επιτελούσε πάντοτε προς όφελος της εκάστοτε εξουσίας. Ό,τι άλλο κατορθώθηκε με τη γραφή (και, ομολογουμένως, δεν είναι καθόλου αμελητέο) έγινε πολύ αργότερα και σε συγκριτικά μικρή κλίμακα σε σχέση με την εξουσιαστική χρήση που της επιφυλάχθηκε. «Η εξουσία», σημειώνει η Άννα Φραγκουδάκη, «ασκείται με τον λόγο περισσότερο απ’ ό,τι με τη φυσική επιβολή και την τεχνική υπεροχή». Απήχηση αυτών των επιχειρημάτων βρίσκουμε ήδη στον Βιργίλιο, στο έργο του οποίου πρωτοσυναντάμε την εικόνα της υπαίθρου ως ιδανικού τόπου απαλλαγμένου (εκτός των άλλων) και από δημόσια αρχεία — προανάκρουσμα ρομαντικών αντιλήψεων, που οι επόμενοι αιώνες πρόκειται να διαβάσουν (ειρωνεία;) πολύ συχνά.

Οι γλωσσολόγοι, με τη σειρά τους, κρίνουν τη γραφή ως ένα μάλλον ατελές σύστημα για την απόδοση της ανθρώπινης ομιλίας, και, αφού ο λόγος επινόησης της γραφής είναι αυτός ακριβώς, όπως ήδη και ο Αριστοτέλης σημείωνε (η ομιλία αναπαριστά τις καταστάσεις της ψυχής και η γραφή αναπαριστά την ομιλία), δικαίως κατά συνέπεια θεωρείται η γραφή από αυτούς τους επιστήμονες ένα προβληματικό σύστημα, τουλάχιστον με τη σημερινή του μορφή και χρήση. Πέραν του γεγονότος ότι υπάρχουν γλώσσες στον πλανήτη που δεν είναι καν δυνατόν να εκφραστούν με κανένα γραπτό σύστημα, η γραφή δεν μπορεί να αποδώσει καθόλου, ή το κάνει ατελέστατα, πολλά στοιχεία της ομιλίας, όπως τον επιτονισμό, την έμφαση, τις παύσεις και το τράβηγμα της προφοράς, την εστίαση και τη διαφορά στην ένταση της φωνής, όπως επίσης και ποικίλα παραγλωσσικά στοιχεία, όπως τις χειρονομίες και τους μορφασμούς. Τα σημεία στίξης και τα συνώνυμα κάνουν, βέβαια, ό,τι μπορούν για να υπερκαλύψουν αυτή την αδυναμία. Τα εμότικον επίσης, όσο και αν γενικά τα θεωρούμε έκπτωση από τη σωστή χρήση του γραπτού λόγου. Άλλοι όμως είναι που κυρίως καταπιάνονται με αυτή τη δουλειά. Οι ποιητές.

Στην προσπάθειά τους να υπερβούν τους περιορισμούς του γνωστού μας αλφαβήτου, μα ενδεχομένως και εξαιτίας άλλων ενδιάθετων παραγόντων, αλλά και από ένα ιδιότυπο είδος συναισθησίας (λες και δεν είναι από τη φύση της αρκετά ιδιότυπη), κάποιοι ποιητές (κυρίως ποιητές) αναγνωρίζουν στο εν χρήσει αλφάβητο και άλλες ιδιότητες εκτός από την οπτική και την ακουστική του. Ενώ δηλαδή είμαστε όλοι συνηθισμένοι, όταν ερχόμαστε σε επαφή με κάποιο γράμμα της γλώσσας μας, να ακούμε τον ήχο του ή να βλέπουμε το σχήμα του, ετούτοι οι συναισθησιακοί εννοούν να μυρίζουν τα φωνήεντα και να αφουγκράζονται έγχρωμα τα σύνθετα, ν’ αγγίζουν τα συριστικά και να γεύονται τα έρρινα. Αυτό είναι εξάλλου η συναισθησία, η κατάσταση κατά την οποία ένα ερέθισμα προκαλεί εκτός από την αντίστοιχή του αίσθηση και κάποια άλλη, και, καθώς μπορούμε να δούμε διατρέχοντας τη βιβλιογραφία, δεν είναι καθόλου σπάνια κατάσταση. Στην περίπτωσή της εμπίπτουν, μεταξύ άλλων, ο Rimbaud και ο Μποντλέρ, ο Μπρετόν και ο Εμπειρίκος (ο οποίος άκουγε πολλές φορές τη νύχτα «ήχους στιλπνούς, ήχους μουντούς, ήχους θερμούς κι ήχους γοργούς, των ήχων πανσπερμία!»), ο Ίταλο Καλβίνο και ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Δημήτρης Καλοκύρης, ο Ευγένιος Αρανίτσης και ο Πολ Κλοντέλ («η νύχτα είναι τόσο ήρεμη ώστε μας φαίνεται αλμυρή»). Απ’ όλους αυτούς, και άλλους που είτε δεν γνωρίζουμε είτε δεν μας ενδιαφέρουν, θα δούμε τρεις λίγο πιο προσεκτικά.

Πρώτος τη τάξει εμφανίζεται ο Ρεμπώ (ελληνιστί ορθογραφημένος στο εξής και μάλιστα με ωμέγα) και όχι μόνο για λόγους χρονολογικούς, αλλά κυρίως επειδή, συνειδητά αυτός, θέλησε να εφεύρει ένα συμπαντικό αλφάβητο. Όπως γράφει ο Claude Edmonde Magny, ο Ρεμπώ έκανε μια πρώτη απόπειρα δομικής ανασύνθεσης του Σύμπαντος, με αφετηρία τα πρώτα του Στοιχεία, δηλαδή τα γράμματα, και όλα αυτά σε νεαρότατη, στην κυριολεξία σε παιδική, ηλικία, στο σονέτο του με τον δηλωτικό τίτλο «Φωνήεντα», το οποίο και δοκιμάζουμε αμέσως παρακάτω, όπως-όπως, να μεταφέρουμε στη γλώσσα μας:

Α μαύρο, Ε λευκό, Ι κόκκινο, Υ πράσινο, Ο μπλε: φωνήεντα,

Θ’ αποκαλύψω μια μέρα τη γέννησή σας τη λανθάνουσα.

Α, μαύρος χνουδωτός κορσές για μύγες λαμπερές

Που γύρω από φρικτές βουίζουνε βρομιές,

Κόλποι σκιεροί· Ε, αγνότητα των αναθυμιάσεων και των αντίσκηνων,

Λόγχες παγετώνων περήφανων, βασιλιάδες λευκοί, τρεμίσματα από ομπρέλες

Ι, πορφυρά, φτυσμένο αίμα, γέλιο από όμορφα χείλη

Μες στην οργή ή σε μεθύσια μεταμελημένα.

Υ, κύκλοι, θεϊκά κινήματα της στείρας θάλασσας,

Γαλήνη των σπαρμένων με ζώα βοσκότοπων, γαλήνη των ρυτίδων

Που η αλχημεία τυπώνει στα ψηλά μελετηρά μέτωπα.

Ο, Σάλπιγγα ύψιστη γεμάτη με παράξενα ουρλιαχτά

Σιωπές που Κόσμοι και Άγγελοι τις διασχίζουν:

Ω το Ωμέγα, αχτίδα των Ματιών Της βιολετιά!

Έτερος συναισθησιακός, ο οποίος, ευτυχώς, δεν έχει ανάγκη μετάφρασης, εμφανίζεται ο Δημήτρης Καλοκύρης, που δεν περιορίζει μάλιστα την ιδιαιτερότητά του μόνο στα φωνήεντα, αλλά επεκτείνεται και στα σύμφωνα, ακόμη και στη στίξη. Γράφει λοιπόν ετούτος στο ποίημά του με τον, καθόλου δηλωτικό για το θέμα μας, τίτλο «Ωδή στον εικοστό αιώνα»:

τα φωνήεντα κίτρινα και τα σύμφωνα άσπρα

τα μακρά γκριζοπράσινα, τα βραχέα γαλάζια

περισπώμενα ρόδινα και οξύτονα ιώδη 

στα κατάμαυρα δίχρονα με ερυθρόμορφη στίξη

Τελευταίο, που δεν υπολείπεται βέβαια καθόλου των άλλων ούτε σε ποιητική αξία ούτε και σε συναισθησιακή αντίληψη, θα παραθέσουμε τον Οδυσσέα Ελύτη, ο οποίος μάλιστα παρουσιάζει πιο διευρυμένα τα χαρακτηριστικά της συναισθησίας. Αυτός λοιπόν στο συνθετικό του ποίημα «Ο μικρός ναυτίλος» βρίσκεται απ’ τη μια να κυνηγάει στο δάσος των φωνηέντων, ενώ, λίγο νωρίτερα κι αφού έχει προηγουμένως αποκαλύψει τον έρωτά του για όλα τα γράμματα πια και όχι μόνο για τα φωνήεντα, παρουσιάζει τις ιδιότητες επτά εξ αυτών. Έχουμε και λέμε:

Α.- Λευκό ή κυανό, ανάλογα με τις ώρες και τη θέση των άστρων.

Λ.- Πραγματικά βρεμένο. Ίδιο βότσαλο.

Γ.- Το πιο ελαφρύ· που η αδυναμία σου να το προφέρεις, δείχνει το βαθμό της βαρβαρότητάς σου.

Ρ.- Παιδικό και, μάλιστα, σχεδόν πάντοτε, θηλυκού γένους. 

Ε.- Όλο αέρα. Το πιάνει ο μπάτης.

Υ.- το πιο ελληνικό γράμμα. Μια υδρία.

Σ.- Ζιζάνιο. Μα ο Έλληνας πρέπει κάποτε και να σφυρίζει.

Αμήν.