Ένας άντρας διαβάζει σ’ ένα εστιατόριο

C
Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος

Ένας άντρας διαβάζει σ’ ένα εστιατόριο

Ρέιμοντ Κάρβερ: Διαβάζοντας στο εστιατόριο

Θυμήθηκα σήμερα το πρωί εκείνο τον νεαρό

που διάβαζε χθες το βράδυ το βιβλίο του

σ’ εκείνο το τραπέζι πλάι στο παράθυρο. Διάβαζε

μες στο πήγαιν’-έλα των πιατικών

και των φωνών. Κάθε τόσο σήκωνε

τα μάτια και άγγιζε με το δάχτυλό του

τα χείλη του, σαν κάτι να συλλογιζότανε

ή να γαλήνευε τις σκέψεις

μες στο μυαλό του, εκείνο το πήγαιν’-

έλα μες στο μυαλό του. Κι ύστερα

χαμήλωνε πάλι το κεφάλι και ξανάπιανε

την ανάγνωση. Τούτη η ανάμνηση

γυρίζει στο μυαλό μου σήμερα το πρωί

μαζί με την ανάμνηση εκείνου του

κοριτσιού που μπήκε τότε στο εστιατόριο,

καιρό τώρα, και στάθηκε τινάζοντας τα μαλλιά της.

Κι ύστερα, δίχως να βγάλει το παλτό της,

κάθισε απέναντί μου.

Άφησα το βιβλίο που διάβαζα,

ούτε που θυμάμαι πια ποιο ήταν, κι εκείνη άρχισε

αμέσως να μου λέει πως δεν υπήρχε

ούτε μία πιθανότητα στο εκατομμύριο

να κρατήσει αυτό το πράγμα που είχαμε.

Εκείνη το ’ξερε. Αργότερα το κατάλαβα κι εγώ,

μπόρεσα. Ήταν δύσκολο

όμως. Και σήμερα το πρωί, γλυκιά μου,

με ρώτησες τι νέα έχω από τον κόσμο.

Μα δεν μπορώ να συγκεντρωθώ

σε τίποτα απολύτως. Στο τραπέζι

δίπλα μας ένας άντρας δεν σταματάει να γελάει

και κουνάει το κεφάλι του σε κάτι

που ένας άλλος τύπος τού διηγείται.

Μα τι να διάβαζε τότε κείνος ο νεαρός;

Τι να ’γινε άραγε εκείνο το κορίτσι;

Πάλι αφαιρέθηκα. Τι με ρώτησες;  

[ Μετάφραση: Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος ].

 

Μπίλι Κόλινς: Ηλικιωμένος άντρας γευματίζει μόνος σε κινέζικο εστιατόριο

Πολύ χαίρομαι που αντιστάθηκα στον πειρασμό,

αν ήτανε πειρασμός τότε που ήμουνα νέος,

να γράψω ένα ποίημα για έναν ηλικιωμένο άντρα

που έτρωγε μόνος στο γωνιακό τραπέζι σε κάποιο κινέζικο εστιατόριο.

Θα το ’χα καταλάβει εντελώς λάθος

που θα σκεφτόμουνα: ο κακομοίρης, χωρίς ούτε έναν φίλο στον κόσμο

με μόνο ένα βιβλίο να του κρατάει συντροφιά.

Να δεις που θα βγάλει το πορτοφολάκι του για τα ψιλά για να πληρώσει.

Πολύ χαίρομαι που περίμενα τόσες δεκαετίες

για να καταγράψω πόσο καυτερή και ξινή είναι η καυτερή και ξινή σούπα

εδώ στου Τσανγκ σήμερα το απόγευμα

και πόσο κρύα η κινέζικη μπίρα στα παγωμένα ποτήρια.

Και το βιβλίο μου —το Περί τυφλότητας του Ζοζέ Σαραμάγκου—

διαβάζεται, όπως αποδεικνύεται, απνευστί, τόσο που σηκώνω

το κεφάλι από την κλιμακούμενη φρίκη του μόνο

όταν με αποσβολώνει κάποια από τις συγκλονιστικές του προτάσεις.

Και μην ξεχάσω να αναφέρω το φως

που χύνεται μέσα από τα μεγάλα παράθυρα αυτή την ώρα της ημέρας

κι ό,τι αγγίζει γράφεται με πλάγια γράμματα —

τα πιάτα κι οι τσαγιέρες, τα άσπιλα τραπεζομάντιλα,

το ίδιο και τα απαλά καστανά μαλλιά της σερβιτόρας

με το λευκό μπλουζάκι και την κοντή μαύρη φούστα,

εκείνης που χαμογελάει τώρα καθώς φέρνει ένα μπολ με ρύζι

και ψιλοκομμένο μοσχάρι με σκόρδο στο αγαπημένο μου τραπέζι στη γωνία.

[ Μετάφραση: Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος ].