Ένας Γίγαντας

P
Μιχάλης Μούτσελος

Ένας Γίγαντας

Ο Helmut Kohl, που απεβίωσε την περασμένη Παρασκευή στη γενέτειρα πόλη του στο Παλατινάτο της Ρηνανίας, ήταν ένας από τους μεγάλους πολιτικούς του 20ού αιώνα. Καγκελάριος της Γερμανίας για 16 χρόνια και ενορχηστρωτής δύο εκ των σημαντικότερων γεγονότων των τελευταίων δεκαετιών στην Ευρώπη, της γερμανικής επανένωσης και της Συνθήκης του Μάαστριχτ που κλείδωσε το κοινό νόμισμα, δικαιολόγησε με την πορεία του τον χαρακτηρισμό του μεγάλου ηγέτη. Ίσως ακόμη πειστικότερη απόδειξη του μεγέθους του είναι ότι, ενώ άλλαξε το κόμμα του, τη Γερμανία και την Ευρώπη με τρόπο αμφιλεγόμενο στην εποχή του, οι λύσεις που έδωσε θεωρούνται πλέον μη αναστρέψιμες.

Πρώτα πρώτα, ο Kohl ανανέωσε το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα (CDU), κάτι που έχει εν πολλοίς ξεχαστεί εξαιτίας τής μετέπειτα εμπλοκής του στα σκάνδαλα «μαύρων ταμείων». Το CDU στα τέλη της δεκαετίας του ’60 είχε στιγματιστεί ως πολιτικός φορέας της συντήρησης ενάντια στα αιτήματα για περισσότερη ελευθερία στη γερμανική κοινωνία και στην προσέγγιση με την Ανατολική Γερμανία. Δεν μπορούσε έτσι να πείσει τους Φιλελεύθερους Δημοκράτες να σχηματίσουν κυβέρνηση μαζί του, παρόλο που παρέμενε με διαφορά το μεγαλύτερο κόμμα στη χώρα. Το 1976, για παράδειγμα, η ένωση Χριστιανοδημοκρατών-Χριστιανοκοινωνιστών κέρδισε το 48,6% των ψήφων, αλλά παρέμεινε στην αντιπολίτευση. Ο Kohl ήταν αυτός που σήμανε τον εκσυγχρονισμό του κόμματος, την αλλαγή φρουράς από την εποχή Αντενάουερ και το άνοιγμα σε θέματα εκπαίδευσης και δικαιωμάτων, τα οποία μονοπωλούσε έως τότε η συμμαχία Σοσιαλδημοκρατών-Φιλελευθέρων. Το 1982 η στρατηγική της ανανέωσης στέφθηκε με επιτυχία και η συμμαχία με τους Φιλελευθέρους Δημοκράτες τον έφερε στην Καγκελαρία. Έκτοτε οι τελευταίοι θεωρούνται οι φυσικοί σύμμαχοι των Χριστιανοδημοκρατών σε ομοσπονδιακό και τοπικό επίπεδο.

Ενδεικτικός της πολιτικής του ευφυΐας είναι οι τρόπος με τον οποίο επικράτησε των εσωκομματικών πολιτικών του αντιπάλων. Το 1980 άφησε τον Βαυαρό Hans-Josef Strauss να είναι υποψήφιος της Συμμαχίας Χριστιανοδημοκρατών-Χριστιανοκοινωνιστών για την καγκελαρία, παρά τη δική του υψηλή δημοτικότητα. Χάνοντας τη μονομαχία με τον Helmut Schmidt, ο Straus «κάηκε» και ο Kohl έμεινε για μια δεκαετία ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης της συντηρητικής παράταξης. Το 1989, λίγες ημέρες πριν την πτώση του Τείχους, η αρχηγία του Kohl απειλήθηκε και πάλι από την ανανεωτική πτέρυγα του CDU στο συνέδριο του κόμματος στη Βρέμης. Την ημέρα που ήταν να δημοσιοποιηθεί η αντίπαλη υποψηφιότητα, ο Kohl ανακοίνωσε στους έκπληκτους συνέδρους το άνοιγμα των ουγγρικών συνόρων για τους Ανατολικογερμανούς (το λεγόμενο «Θαύμα της Βρέμης»). Ο Ούγγρος Πρωθυπουργός Nemeth με τον οποίο ο Kohl ήταν σε επαφή δεν είχε πρόβλημα να επισπεύσει για λίγες ημέρες το άνοιγμα των συνόρων, για να διευκολύνει τον Καγκελάριο. Ο τελευταίος θα έμενε στην αρχηγία του κόμματός του για άλλα 9 χρόνια.

Μετά το κόμμα, ο Kohl άλλαξε και τη Γερμανία ως ο αρχιτέκτονας της γερμανικής ενοποίησης. Ο όρος αρχιτέκτονας δεν του αποδίδεται αδικαιολόγητα. Την περίοδο εκείνη του ιστορικά συμπιεσμένου χρόνου, συζητούνταν διαφορετικά σενάρια για το μέλλον της Ανατολικής Γερμανίας. Θα μπορούσε να γίνει μία ανεξάρτητη και ουδέτερη γερμανόφωνη χώρα στο μοντέλο της Αυστρίας (όπως επιθυμούσε η Βρετανία και λιγότερο η Γαλλία), ή θα μπορούσε να γίνει μέρος μιας ενιαίας πλην στρατιωτικά ουδέτερης Γερμανίας (όπως επιθυμούσε η Σοβιετική Ένωση που έβλεπε την επανένωση ως ευκαιρία να βγει η Γερμανία από το ΝΑΤΟ). Ένα τρίτο σενάριο ήθελε την ενοποίηση να ξεκινά με μια χαλαρότερη οικονομική και νομισματική ένωση και να ολοκληρώνεται, ίσως, το 1995. Η ιστορία των δύο Γερμανιών θα μπορούσε λοιπόν να καταλήξει πολύ διαφορετικά.

Όμως ο Kohl και ο ευφυής Υπουργός Εξωτερικών του, Hans Dietrich Genscher, έδωσαν (σχεδόν) σε όλους από κάτι: στους Αμερικανούς τη συμμετοχή της ενοποιημένης χώρας στο ΝΑΤΟ, στους Γάλλους την υπόσχεση του κοινού νομίσματος, στους παραπαίοντες Σοβιετικούς δάνειο 50 δισ. Μάρκων και την υπόσχεση αποστρατιωτικοποίησης της Ανατολικής Γερμανίας, στους Ανατολικογερμανούς την υπόσχεση της ισοτιμίας ανατολικού και δυτικού μάρκου. Μόνο η Thatcher δεν πήρε τίποτα. Παράλληλα, με υπομονή και προσεκτική στήριξη στη διογκούμενη αντιπολίτευση της Ανατολικής Γερμανίας, ο Kohl έφερε τον υπόλοιπο κόσμο, αλλά και τους Δυτικογερμανούς που συνειδητοποιούσαν το κόστος του εγχειρήματος, μπροστά στο δίλημμα «Ενοποίηση ή Χάος». Έτσι έγινε, αυτός που ήταν φαινομενικά στη δύση της καριέρας του, ο φορέας της αλλαγής και ελπίδας και κατάφερε να μείνει η γερμανική ενοποίηση στη συνείδηση όλων ως μια εν πολλοίς φυσιολογική και αναπόφευκτη διαδικασία. Οι συμπατριώτες του του αναγνώρισαν τη μεγάλη επιτυχία και του χάρισαν άλλα 8 χρόνια στην Καγκελαρία.

Τέλος, ο Kohl άλλαξε την Ευρώπη μετατοπίζοντας για μια τελευταία φορά στην πολιτική του καριέρα τα όρια του φαινομενικά ανέφικτου. Ο «Γίγαντας», όπως ήταν γνωστός στους φίλους του, βρέθηκε στο κέντρο των διαπραγματεύσεων της Συνθήκης του Μάαστριχτ, που αποφάσισε το ενιαίο νόμισμα. Το τελευταίο, έχοντας ξεπεράσει την πρόσφατη κρίση, φαίνεται να είναι μη αναστρέψιμο, όπως ακριβώς το επιθυμούσε ο Kohl. Την εποχή όμως πριν το Μάαστριχτ, ο Kohl αντιμετώπιζε τον έντονο σκεπτικισμό της κοινής γνώμης και της Κεντρικής Τράπεζας στη Γερμανία για την εγκατάλειψη του μάρκου. Κατάφερε να «δέσει τα χέρια» των παραπάνω συνδέοντας ρητορικά τη γερμανική και την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Παρόλο που οι δύο διαδικασίες ήταν ώς ένα βαθμό ανταγωνιστικές, με τον Μιτεράν να απαιτεί τη δεύτερη για να συναινέσει στην πρώτη, ο Kohl είχε το πολιτικό κεφάλαιο να τις παρουσιάσει ως συμπληρωματικές και να προσδέσει στην πολιτική συμμαχία που τον υποστήριζε εξωστρεφή και φιλοευρωπαϊκά κοινωνικά στρώματα. Η συμμαχία αυτή διατηρείται ακόμη και τοποθετεί σταθερά το CDU στην πρώτη γραμμή των συζητήσεων για την ενωμένη Ευρώπη. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι οι λέξεις που διάνθισαν τον επικήδειό του («ένας μεγάλος Ευρωπαίος» διάβαζε κανείς συχνά την περασμένη εβδομάδα στις γερμανικές εφημερίδες) νοηματοδοτήθηκαν σε μεγάλο βαθμό από τον ίδιο.

Συμπερασματικά, ο Helmut Kohl είχε το πολιτικό ένστικτο, το εκτόπισμα και συνάμα την ευελιξία για να πρωταγωνιστήσει σε μια εποχή όπου τα όρια του πολιτικά εφικτού μετατοπίζονταν. Τα μεγάλα επιτεύγματά του τον έχουν τοποθετήσει δίπλα σε άλλους Ευρωπαίους “Ηommes d’État” της μεταπολεμικής περιόδου. Ίσως ακόμη πιο ενδιαφέρουσα είναι η μελέτη των συμβιβασμών, της αίσθησης του πολιτικού χρόνου και της ικανότητάς του να οραματίζεται νέες πολιτικές συμμαχίες, τα οποία οδήγησαν στα επιτεύγματα που αποτελούν τη μεγάλη παρακαταθήκη του.