Ένας Μάρλοου στην Αθήνα

C
Έλενα Χουσνή

Ένας Μάρλοου στην Αθήνα

Ανοίγω με δυσκολία τα μάτια μου. Σκοτάδι πίσσα. Να λοιπόν που βλέπω έναν εφιάλτη τρομακτικότερο απ’ όσους έχω δει μέχρι τώρα. Δεν μπορώ να ξυπνήσω. Το σώμα μου δεν υπακούει σε καμία κίνηση. Είμαι ξαπλωμένος σε κάτι σκληρό και παγωμένο. Θα μπορούσε να είναι ένα κρεβάτι νεκροτομείου. Αυτό είναι… Έχω πεθάνει! Σε όνειρο ή στην πραγματικότητα; Πρόβα θανάτου ή πρεμιέρα; Θα δείξει. Να! Η μυρωδιά της φορμόλης τρυπώνει στα ρουθούνια μου. Στάσου, φίλε, δεν είναι φορμόλη! Την ξέρω καλά αυτή τη μυρωδιά. Είναι ουίσκι! Ουίσκι και σκοτάδι πηχτό. Κι ένας πόνος σαν τρένο που έρχεται από μακριά και δυναμώνει, αλλά ποτέ δε φτάνει και σιγά σιγά γίνεται πιο δυνατός από οποιαδήποτε κραυγή και φτάνει επιτέλους στην κορύφωσή του, περνάει από πάνω μου στριγκλίζοντας και με συνθλίβει, απομακρύνεται αργά και μαλακώνει, με βυθίζει στη μακαριότητα του μαύρου και εισπνέω αναθυμιάσεις αλκοόλ. Πίσω του έρχεται άλλος πόνος δυνατότερος και με συνθλίβει ξανά και ξανά. Σκοτάδι, πόνος και ουίσκι. Μια κόλαση παράξενη, αυστηρώς προσωπική.

Από το κείμενο του οπισθόφυλλου και μόνο ο Μάρκος Κρητικός καταφέρνει να πείσει τον υποψήφιο αναγνώστη ότι έχει μπροστά του μια αναγνωστική πρόκληση. Μια πρόκληση noir ατμόσφαιρας που κάθε σελίδα του βιβλίου θα επιβεβαιώσει.

Ο Μίλτος Οικονόμου είναι σαράντα πέντε χρόνων, πρώην αστυνομικός και νυν ιδιοκτήτης γραφείου ιδιωτικών ερευνών στο Μοναστηράκι με ειδικότητα «στις πάσης φύσεως εξωσυζυγικές υποθέσεις και με πανελλήνια εμβέλεια».

Αυτός είμαι εγώ. Υπηρέτησα στο ένδοξο Σώμα της Ελληνικής Αστυνομίας πέντε συναπτά έτη. Στη συνέχεια τέθηκα οκτώ μήνες σε διαθεσιμότητα για κατ’ εξακολούθησιν χρήση οινοπνευματωδών ποτών εν ώρα υπηρεσίας και παρά τις συνεχείς συστάσεις. Λίγους μήνες μετά την επάνοδό μου παραπέμφθηκα εκ νέου στο αρμόδιο πειθαρχικό όργανο με την κατηγορία της εξύβρισης ανωτέρου. Αποφάσισε την οριστική απόταξή μου από το Σώμα με την αιτιολογία ότι η εν γένει απρεπής συμπεριφορά μου έθιγε ανεπανόρθωτα το κύρος της Ελληνικής Αστυνομίας. Το Συμβούλιο της Επικρατείας επικύρωσε την άδικη απόφαση.

Βοηθός του ο Βλάσης, ένας θηριώδης και αγαθός τύπος, με τον οποίο αναλαμβάνουν να ανακαλύψουν τον σύζυγο της Φανής Δούκα, μιας πλούσιας γυναίκας με αριστοκρατική καταγωγή από την Κηφισιά. Ο Άρης Γιάννου που έχει εξαφανιστεί είναι επιτυχημένος επιχειρηματίας, αλλά η αναζήτησή του θα πρέπει, κατ’ απαίτηση της γυναίκας του, να κρατηθεί μυστική από την αστυνομία και βέβαια από την καλή κοινωνία των Αθηνών.

Στον ανθρώπινο καμβά που στήνει ο Μάρκος Κρητικός, ιδιαίτερη θέση έχει η κυρά Θοδώρα η σπιτονοικοκυρά του, σε ρόλο «τροφού» αλλά και προξενήτρας, που μεταξύ καλομαγειρεμένου φαγητού και κρασιού δεν παύει να νοιάζεται για την «αποκατάσταση» του Οικονόμου. Ο ντετέκτιβ, μονήρης και σκοτεινός, φαίνεται να προτιμά τν συντροφιά του «Φλούδα», ενός αδέσποτου της γειτονιάς που έχει σώσει και πια έχει συγκάτοικο. Ο Μίλτος Οικονόμου αγαπά το φλερτ και δεν διστάζει να το «εξασκεί» σε κάθε θηλυκό που θα βρεθεί στον δρόμο του. Στην Έλενα, ιδιοκτήτρια του μπαρ όπου συχνάζει τα βράδια, ή στη Ρένα, αδελφή του άντρα που αναζητεί.

Όσο η υπόθεση προχωρά, οι ένοχοι αθροίζονται και τα πλοκάμια πολλαπλασιάζονται. Ποιος θέλει την εξαφάνιση του Άρη; Η γυναίκα του; Ο πρώην άντρας της Έλενας, νονός της νύχτας; Η Νάνσυ; Μια «πεταλουδίτσα» της νύχτας που μπήκε ανάμεσα στην Έλενα και τον μαφιόζο και τους χώρισε; Η δολοφονία της Νάνσυ θα περιπλέξει τα πράγματα. Η παρακολούθησή της από τον Οικονόμου και τον βοηθό του, τον Βλάση, γίνεται επικίνδυνη και άρα… ενδιαφέρουσα. Όπως ενδιαφέρουσα προσωπικότητα στην ιστορία είναι και ο φίλος του ντετέκτιβ, ο Βλαδίμηρος, παλαιοβιβλιοπώλης και καλό «λαγωνικό» που αντλεί πληροφορίες από τη Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος όπου είναι διευθυντής ο αδελφός του.

Ο Μάρκος Κρητικός στήνει μια ατμοσφαιρική noir ιστορία. Ζήλια, απιστία, ανταγωνισμός, υποφωτισμένα μπαρ, σκοτεινές δοσοληψίες, μοιραίες αλλά και άβουλες γυναίκες, ναρκωτικά, πορνεία. Ο ήρωάς του, γνήσια τσαντλερικός —ναι, θα θυμηθείτε τον Φίλιπ Μάρλοου πολλές φορές διαβάζοντάς το—, είναι ωστόσο μπολιασμένος από το ελληνικό σκοτάδι. Το χιούμορ είναι διάχυτο σε όλο το βιβλίο, υποδόριο, έξυπνο και ανηλεές, και είναι ένα από τα μεγάλα πλεονεκτήματά του. Ο Μάρκος Κρητικός στήνει ένα αφήγημα με ενδιαφέρον, με εξαιρετική οικονομία γλώσσας, με λέξεις ακριβείς που όταν χρειάζεται «διολισθαίνουν» προς ενδιαφέρουσες λυρικές αποχρώσεις. Μοιραίες γυναίκες, επικίνδυνες ως επί το πλείστον, σκληροί άντρες, έξυπνοι διάλογοι, «δολοφονικές» ατάκες, υπέροχο χιούμορ! Η σφιχτά δεμένη ιστορία, ο σταθερά γρήγορος αλλά χωρίς υπερβολές ρυθμός του, ο σαρκασμός πάνω στην ανθρώπινη φύση και τις ευρύτερες κοινωνικές συνθήκες, και πάντα αυτό το υπέροχα έξυπνο χιούμορ κάνουν το βιβλίο ένα ανάγνωσμα που θα διαβαστεί «μονορούφι».

Πρόκειται για το τέταρτο βιβλίο του συγγραφέα. Το βιβλίο που με έκανε να αναζητήσω τα προηγούμενά του και να αναρωτηθώ γιατί δεν τα έχω ήδη διαβάσει. Γεγονός που γεννά μια πίκρα γιατί «χάνονται» τόσο καλά βιβλία μέσα στη συρροή των εκδόσεων και τις εγγενείς αδυναμίες των «μικρών» εκδοτικών.