Ένας μόνος
Διαχειριστής στην ιδιότητα. Στο δυάρι του τρίτου ορόφου. Στην πίσω πλευρά. Θέα στον φωταγωγό. Ήσυχη θέα. Απόμακρη και ανεπηρέαστη από τη βοή του δρόμου. Ένα μικρό παράθυρο στην κουζίνα. Κάθεται τις νύχτες σιωπηλός και καπνίζει το τσιγάρο του. Φτηνό τσιγάρο. Ό,τι βρει. Δεν έχει κολλήματα με μάρκες και ιστορίες. Τσιγάρο νά ’ναι. Νικοτίνη να μπαίνει, καπνός να βγαίνει.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου οι συστάσεις με τον κεντρικό ήρωα δίνουν και μια πρώτη γεύση για τον ίδιο και τη ζωή του. Ο διαχειριστής δεν έχει όνομα. Δεν έχει δουλειά πια, δεν έχει οικογένεια πια, δεν έχει ζωή πια. Και έχει όλα τα παραπάνω.
Μόνος, βαθιά μόνος, σε ένα σκοτεινό διαμέρισμα που στεγάζει άλλους τρεις, την άλλοτε οικογένειά του, περιφέρει τη σιωπηλή φιγούρα του από την πολυθρόνα στην κουζίνα και κυρίως δίπλα στο παράθυρο του φωταγωγού απ’ όπου φτάνουν οι μυρωδιές και οι ήχοι της μοναξιάς από τα άλλα διαμερίσματα.
Πόσο αλλάζουν οι άνθρωποι μέσα στο ίδιο σπίτι. Που τους σκεπάζει. Τους βαραίνει και σταδιακά παύουν να μιλούν, παύουν να καταλαβαίνουν ο ένας τον άλλο. Επιμένουν να μιλά ο καθένας τη γλώσσα του, ενώ κάποιοι άλλοι προτιμούν να μην ανοίγουν το στόμα τους καθόλου. Μόνο ταξιδεύουν και απομακρύνονται όσο πάει απ’ τα έπιπλα, τα πατώματα, τις σωληνώσεις και τα φαγητά, τα ίδια κι απαράλλαχτα.
Η συνύπαρξη δεν σημαίνει και επικοινωνία. Άνθρωποι που άλλοτε αγαπήθηκαν, συνεννοήθηκαν, μίλησαν και άκουσαν ο ένας τον άλλον, αγγίχτηκαν, πεθύμησαν με αγριότητα το κορμί του άλλου, μετατρέπονται σε βουβούς συγκατοίκους. Ανέχονται την παρουσία του άλλου αρκεί να μην αγγίζει, να μην αφορά, να μην ενοχλεί τη δική τους καθημερινότητα. Ο αβίωτος βίος γίνεται η μεγαλύτερη απειλή για το τώρα και κυρίως για το επέκεινα που μοιάζει τρομακτικό αφού υπόσχεται απλές επαναλήψεις αυτής της αφόρητης μοναξιάς.
Ο “διαχειριστής” έχει οκτώ ευρώ να ξοδέψει καθημερινά. Τόσα του αναλογούν από τότε που έχασε τη δουλειά του. Σε αυτά τα οκτώ ευρώ προσπαθεί να χωρέσει τις ανάγκες του. Καφές, τσιγάρα, καμιά φορά μια αγορά χωρίς νόημα. Διασχίζει περπατώντας την πόλη για να “καταπιεί” τη μοναξιά των ανθρώπων και τη δική του. Να ξοδέψει τον χρόνο. Κάποτε περπατά όλη την ημέρα. Προσπαθώντας να μεταφέρει την κούραση των ποδιών στο κεφάλι του, μπας και σταματήσει τη φασαρία που τον ταλαιπωρεί. Δεν τα καταφέρνει. Καπνίζει στο παράθυρο δίπλα στον φωταγωγό. Παρακολουθεί τη χύτρα που βράζει. Και εκεί αφήνει τον καταπιεσμένο ερωτισμό του να σιγοβράσει στη χύτρα ταχύτητας της ζωής του.
Ο ερωτισμός είναι έντονος σε όλο το βιβλίο. Αλλά ένας ερωτισμός βιασμένος, στριμωγμένος σε σώματα που δεν αγαπούν το ένα το άλλο. Ερωτισμός που ψάχνει διέξοδο σε άλλα κορμιά που παραμένουν αξόδευτα κι ανόθευτα από τον κοινωνικό φαινότυπο που καταπίνει ανθρώπους. Σε άλλα διαμερίσματα, άλλες μοναξιές, άλλες ιστορίες εξαφάνισης ανθρώπων στην αστική κρεαταγορά.
Τα χέρια, ακόμη κι αν πονούνε απ’ τον πόθο ν’ αγγίξουν σάρκα ζεστή, δεν αγκαλιάζουν. Τα σώματα μένουν μακριά το ένα από το άλλο. Όπως και οι σκέψεις, οι πιο μύχιες. Αυτά που προφέρει τελικά το στόμα δεν είναι ούτε το ένα δέκατο απ’ αυτά που σκέφτονται. Είναι μονάχα το επιτρεπτό. Το μη απαγορευμένο. Το κοινωνικά, οικογενειακά, συντροφικά, αποδεκτό.
Μια λέξη μού ερχόταν στο μυαλό όσο διάβαζα το βιβλίο. “Ψυχο-τρύπανο”. Ο διαχειριστής, τόσο φλύαρος μέσα στη σιγή του, τόσο ερωτικός μέσα στη μοναξιά του, τόσο ανθρώπινος μέσα στην καθημερινή του πάλη, γίνεται λίγο από όλους μας. Ένα ψυχο-τρύπανο που κάνει άσκοπες γεωτρήσεις να βρει κοιτάσματα επικοινωνίας, να σπάσει την κρούστα της ανόητης φλυαρίας των άσκοπων διαλόγων. Να προσδιορίσει τη δική του ΑΟΖ: Ανθρωπιά, Ομορφιά, Ζωή. Ο χρόνος μοιάζει να βιάζεται από τη μη χρήση του. Και γίνεται ζοφερός, απειλητικός.
Οι νύχτες είναι αδυσώπητα σκληρές. Από πάντα ήταν. Όχι πως οι μέρες πονούν λιγότερο. Έχει να κάνει απλά με το φως. Σε αποπροσανατολίζει η θέα της καθημερινότητας. Εντάσσεται εύκολα στην οριοθετημένη σου ρουτίνα. Θεατός απ’ όλους δεν βρίσκεις εξόδους διαφυγής. Είναι κι οι ήχοι που είναι πολλοί. Σε αποσυντονίζουν. Σε στροβιλίζουν στη δίνη τους. Εξαιρετικά άγριοι ήχοι της πόλης, εκλεπτυσμένες μουσικές των συνοικιακών ωδείων, οι ομιλίες των περαστικών. Απ’ όλες τις βουές της πόλης, εκείνος προτιμούσε πάντα, με διαφορά, τις συνομιλίες των ανθρώπων που έφταναν σαν ζουζούνισμα εντόμων στ’ αυτιά του.
Ο διαχειριστής δεν ενοχλεί κανέναν. Αποσύρεται όλο και περισσότερο στη μοναξιά του και τη γεμίζει με τα ανικανοποίητα θέλω, το περπάτημα στους δρόμους, τη λαχτάρα του γυναικείου κορμιού. Ενός άλλου μοναχικού κορμιού όπου θα κουρνιάσει για λίγο για να αποκτήσει την ψευδαίσθηση της επικοινωνίας. Αλλά η μοναξιά λερώνεται χειρότερα όταν συναντιέται με μια άλλη χωρίς ποτέ να γίνει συντροφικότητα. Απλά ξεγελούν η μία την άλλη για να γίνουν πιο υποφερτές.
Ο διαχειριστής είναι μία κραυγή για τη σύγχρονη μοναξιά. Φωνή εσωτερική, δύσθυμη, εκκωφαντική για τον πόνο που κουβαλά, την ευχή που θέλει μα δεν τολμά να φωνάξει. Για τον κόσμο που βαδίζει ομοιόμορφα και βάζει ταμπέλες.
Στις μέρες μας δεν είχε απομείνει τίποτα χωρίς ταμπέλα. Ήταν βέβαιος πως αν έψαχνε στο εσωτερικό του πουκαμίσου του, κάτω από το πουλόβερ, θα έβρισκε τη δική του ετικέτα. Που θα ’γραφε πιθανότατα “αργόσχολος”, “μόνος”, “διαχειριστής”, ποιος ξέρει…