Ένας συναρπαστικός τρόπος ζωής

C
Βίβιαν Αβρααμίδου-Πλούμπη

Ένας συναρπαστικός τρόπος ζωής

Είναι έντεκα παρά τέταρτο το βράδυ και έχω μόλις ολοκληρώσει το βιβλίο της Μαθηματικού και καθηγήτριας στη δημόσια εκπαίδευση Κατερίνας Καλφοπούλου, μετά από πέντε με έξι ώρες συνεχές διάβασμα. Έχει τίτλο «Ο Γιάννης που αγάπησα – Ιστορίες ανατροπής στην τάξη των Μαθηματικών» και κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Τραυλός. Στην εισαγωγή του βιβλίου, η συγγραφέας μάς εξηγεί πως πρόκειται για τριάντα έξι «επεισόδια» από τη σχολική τάξη, μια προσεκτική επιλογή κάποιων από τα κείμενα που είχε αναρτήσει στο ιστολόγιό της με τίτλο «Μαθηματικά και Λογοτεχνία» το οποίο διατηρεί από το 2008 μέχρι και σήμερα. Τριάντα έξι λοιπόν οι ιστορίες ανατροπής, λέει η Καλφοπούλου. Ανατροπής της μεθόδου διδασκαλίας για να ταιριάξει με τα δεδομένα της στιγμής, ανατροπής των συνηθειών, των συνθηκών, καμιά φορά και του ίδιου του προγράμματος, προκειμένου να βρεθεί ο τρόπος να γίνει το μάθημα αποδεκτό, ευχάριστο, κατανοητό.

Έχοντας διαβάσει με ενδιαφέρον το βιβλίο της Καλφοπούλου, τολμώ να την αμφισβητήσω και να θέσω υπόψιν σας τη βαθιά πεποίθησή μου πως η κυρία Μαθηματικός κάνει λάθος στη μέτρηση.

Οι ανατροπές είναι τριάντα εφτά. Θα σας το αποδείξω αμέσως, χρησιμοποιώντας αποκλειστικά στοιχεία που καταθέτει η ίδια η συγγραφέας στο βιβλίο της.

Καταρχήν θα πρέπει να δηλώσω πως δεν είμαι εκπαιδευτικός, ούτε και Μαθηματικός (παρά μόνο όσο πατάει η γάτα, λόγω των σπουδών μου στη Στατιστική επιστήμη). Προ αμνημονεύτων δε χρόνων έπαψα να είμαι μαθήτρια και, τέλος, δεν έχω δικά μου παιδιά. Είμαι όμως βιβλιοφάγος και αθεράπευτα περίεργη. Εκείνο, λοιπόν, που μ’ έκανε να πάρω στα χέρια μου αυτό το βιβλίο, δεν ήταν η συνάφεια ανάμεσα στο θέμα που πραγματεύεται και στις δικές μου γνώσεις και εμπειρίες. Ήταν γιατί ήθελα να δω τι μπορεί να κρύβεται κάτω από έναν τέτοιο τίτλο και μάλιστα γραμμένο από μια καθηγήτρια θετικών επιστημών. Να γνωρίσω ποιος τέλος πάντων είναι ο Γιάννης και τι θέση μπορεί να έχει ο έρωτας σε μια σχολική τάξη. (Να τονίσω εδώ πως, στα δικά μου μαθητικά χρόνια, τα σχολεία ήταν μονοφυλικά).

Ε λοιπόν, ναι! Πρόκειται όντως για ένα ερωτικό βιβλίο που δικαιολογεί απόλυτα την επιλογή του τίτλου του. Γιατί η Καλφοπούλου δεν μπορεί ούτε για μια στιγμή να κρύψει από τον αναγνώστη τη σφοδρότητα του έρωτά της για τον Γιάννη. Χωρίς κανένα φόβο και με περίσσιο πάθος. Γιατί Γιάννη δεν λένε μόνο τον άριστο μαθητή, τον σπασίκλα, εκείνον που κάθεται στα πρώτα θρανία και κρέμεται από τα χείλη της καθηγήτριας. Γιάννης είναι ο τυχαίος, ο κάθε μαθητής, ακόμα κι αυτός με το ελάχιστο ενδιαφέρον για το μάθημα.

Μεγάλος ο έρωτας. Το δηλώνει από μόνη της («Οφείλω να παραδεχτώ ότι μ’ ενθουσιάζει η σχολική τάξη και θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που εργάζομαι σ’ αυτόν τον χώρο!»), το διαπιστώνει όμως και ο ίδιος ο αναγνώστης σε κάθε γραμμή. Το ίδιο το θέμα τής κάθε ιστορίας που μας διηγείται είναι μια ατράνταχτη απόδειξη πως τα Μαθηματικά και η εκπαίδευση αποτελούν το οξυγόνο που της δίνει ζωή. Ή, όπως η ίδια αναφέρει σε άλλο σημείο, «…Αρκεί η διδασκαλία να σου παίρνει την καρδιά και το μυαλό, να σε απογειώνει, όπως ακριβώς και ο έρωτας». Αυτή ακριβώς η μεγάλη της αγάπη προς τα Μαθηματικά (που πάντα φροντίζει να καταγράφει με το Μ κεφαλαίο) και ο πηγαίος ενθουσιασμός της για το λειτούργημα του εκπαιδευτή παρασύρουν μαζί και τον αναγνώστη, ταξιδεύοντάς τον στις δικές της θάλασσες, σε νερά που μέχρι σήμερα ίσως θεωρούσε ιδιαίτερα ταραγμένα. Η συνεχής αγωνία της Καλφοπούλου είναι να μπορέσει να μπει στο μυαλό και στην ψυχοσύνθεση του σημερινού μαθητή. Ν’ αποκαλύψει τον κόσμο του, να τον πλησιάσει, να τον καταλάβει. Έναν κόσμο διαφορετικό, όπως λέει η ίδια, που όμως, χωρίς καμιά απολύτως αμφιβολία, βρίθει Μαθηματικών, αλλά Μαθηματικών που διαφέρουν από τα περιεχόμενα του Αναλυτικού Προγράμματος Σπουδών.

Μέσα από τις πραγματικές ιστορίες που μας διηγείται, αποδεικνύει επανειλημμένα πως, αν ο εκπαιδευτικός αντιληφθεί τον τρόπο με τον οποίο σκέφτεται ο μαθητής, αν αναγνωρίσει τα αίτια που τον εμποδίζουν ν’ αποδεχθεί τη διδασκαλία έτσι όπως του προσφέρεται, τότε θα μπορέσει κι ο ίδιος να επιλέξει και να διαμορφώσει διδακτικές πρακτικές που θα φέρουν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Η επιλογή των κατάλληλων παραδειγμάτων που θα σχετίζονται με τα σημερινά ενδιαφέροντα και τις ανησυχίες των εφήβων, ο τρόπος με τον οποίο θα πλησιάσει ο εκπαιδευτικός το νεαρό κοινό ώστε να του κινήσει το ενδιαφέρον για να μπορούν ν’ αντιληφθούν τι κρύβεται πίσω από τα σύμβολα, είναι όλη η δύναμη του μαθήματος. Η επιβράβευση έρχεται όταν ακούς τον μαθητή να λέει, «Ειλικρινά, κυρία, έτσι όπως βλέπω τώρα τον πίνακα, νιώθω μέσα μου χαρά».

Πολύ δύσκολο κοινό τα νιάτα, αναφέρει η Καλφοπούλου. Πρέπει συνεχώς να επινοείς, να αυτοσχεδιάζεις να εγκαταλείπεις το πλάνο μαθήματος που έχεις ετοιμάσει […] να περιφέρεσαι ανάμεσά τους, να πιάνεις τον σφυγμό τους, να ελέγχεις την σπίθα στο βλέμμα τους και να αρπάζεσαι από την πιο φευγαλέα αναλαμπή της, για να ανατροφοδοτείσαι να ανατροφοδοτείς και να συνεχίζεις.

Στα κείμενά της, μοιράζεται με τον αναγνώστη τον προβληματισμό της ως προς την ικανότητα των σημερινών μαθητών να κατανοήσουν σωστά μια μαθηματική ερώτηση και τη δυνατότητά τους να διατυπώσουν οι ίδιοι αντίστοιχες ερωτήσεις· προχωρώντας δε ένα βήμα παραπάνω, αναρωτιέται αν τα Μαθηματικά, ως γλώσσα, ακολουθούν και αυτά την πορεία εκφυλισμού της (φυσικής) γλώσσας.

Τον ίδιο βαθμό προβληματισμού διατυπώνει και για τα θέματα που αφορούν το ίδιο το σύστημα, ή, πιο σωστά, τα συστήματα γενικά, τα εκπαιδευτικά και σημειωτικά, που σχεδόν κάθε χρόνο είναι διαφορετικά, και αποτελούν την πιθανή αιτία για τη συνεχώς φθίνουσα επίδοση των μαθητών στα Μαθηματικά: όταν παράλληλα οι μαθητές αναγκάζονται να παρακολουθούν τα ίδια θέματα δυο φορές, μια στο σχολείο και μια στο φροντιστήριο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται ως προς τον βαθμό ενδιαφέροντος που μπορούν να διατηρούν, την κόπωση που επιφέρει και τις ανάλογες λύσεις που μηχανεύονται για να αντεπεξέλθουν.

Θέματα όπως αυτά που σχετίζονται με τον ρόλο του ίδιου του καθηγητή, για την ευθύνη του, για παράδειγμα, ως διαχρονικού δασκάλου, ή ως βαθμολογητή και διορθωτή γραπτών εξετάσεων, δεν μένουν ασχολίαστα. Με γλώσσα στρωτή, περιγραφές που θα ζήλευαν πολλοί πεζογράφοι, ισορροπημένη μίξη διαλόγων και αφήγησης, με ικανοποιητικές επεξηγήσεις όσον αφορά τα μαθηματικά παραδείγματα που παρατίθενται έτσι ώστε να μπορεί να γίνουν κατανοητά και από όσους έχουν ξεχάσει τα Μαθηματικά του σχολείου, το κείμενο γίνεται απολαυστικό.

Με τον Γιάννη της, η Κατερίνα Καλφοπούλου με έχει πείσει πέραν πάσης αμφιβολίας πως η θεωρία ότι τα μαθηματικά είναι δύσκολα, άκαμπτα και αντιπαθητικά, στα χέρια ενός δασκάλου που αγαπά τη δουλειά του και ο οποίος δηλώνει ότι «τα Μαθηματικά, εν κατακλείδι, δεν είναι απλώς τρόπος σκέψης […] είναι ένας συναρπαστικός τρόπος ζωής!» ανατρέπεται. Με έχει πείσει ακόμα πως, όταν η εκπαίδευση προσφέρεται από καθηγητές που σέβονται τον μαθητή, που είναι έτοιμοι να τον ακούσουν και να μπουν στη θέση του, δασκάλους που δεν έχουν χάσει τη δική τους ζωντάνια αλλά ούτε και το χιούμορ τους, τότε είναι αποτελεσματική και ουσιαστική.

Αυτή, λοιπόν, η δική μου τελική διαπίστωση αποτελεί την τριακοστή έβδομη ανατροπή στο βιβλίο της Κατερίνας Καλφοπούλου και μου επιτρέπει να ελπίζω και να ονειρεύομαι ένα καλύτερο μέλλον.

Και, όπως θα κατέληγε και ο ίδιος ο Ευκλείδης, όπερ έδει δείξε.