Ένας βαθύς γαλάζιος κόσμος
Μέσα από το «Μπλε υγρό» είδα να ορθώνεται ένα τρομακτικό τοπίο, λουσμένο στον πόνο και στην ομορφιά. Ξαναείδα πού ζούμε και τι βιώνουμε. Μάλλον, το συνειδητοποίησα καλύτερα. Ή μάλλον είδα πως κάποια κοινωνικά πράγματα που κρυφά εγώ πίστευα, αλλά συνάμα τα θεωρούσα υπερβολικά, επομένως και ανομολόγητα, όντως συμβαίνουν. Συμβαίνουν και επιμένουν να ριπίζουν την Ελλαδίτσα μας και τις ψυχές και τις καρδιές και τα μυαλά των συνανθρώπων μας, που ζουν εντός της και δίπλα μας.
Η Βίβιαν Στέργιου μέσα σε 16 συγκλονιστικές ιστορίες κατάφερε να ψυχολογήσει και συνεπώς να ψυχογραφήσει ολόκληρη την ελληνική κοινωνία, όπως είναι σήμερα, σε όλες της τις εκφάνσεις. Υπάρχει αίμα, αίμα συγγενικό, οικογενειακό, αίμα «ξένο», αίμα ευθέως ανάλογο με τη δριμεία οδύνη και αντιστρόφως ανάλογο με την ηδονή που προκαλούν κάποιες παράγραφοι στον αναγνώστη.
Κατά βάση αστικά διηγήματα, περιστρέφονται βουστροφηδόν σαν μελίσσι γύρω από την Αθήνα, και όσο τα διαβάζεις λες, δεν μπορεί, κάποιο θα είναι υποδεέστερο, κάποιο θα είναι πιο αδύναμο, κάπου θα κάνει μια κοιλιά. Καθώς όμως ξεπερνάς τη μια ιστορία μετά την άλλη, αντιλαμβάνεσαι ότι η καθεμιά είναι κι ένα χαστούκι προς όλους αυτούς, που δεν τόλμησαν να ζήσουν όπως ήθελαν και στους άλλους, εκείνους που, επειδή δεν έμαθαν να ζουν, απέμειναν να στερούν την ελευθερία και κατ’ επέκταση το δικαίωμα της ζωής στους πρώτους. Ένα καλά ακονισμένο κατηγορώ προς κάθε μικροαστικό και επαρχιακό κατάλοιπο, εμποτισμένο με μπόλικο χιούμορ, και παράλληλα ένας ύμνος στους απαγορευμένους έρωτες, που εν αγνοία τους εξακολουθούν να ανθίζουν στις πιο κόκκινες ζώνες. Ένας ύμνος στην ελευθερία του προσωπικού πεδίου του κάθε ανθρώπου: αυτό που εντέλει μάς καθορίζει και μας πλάθει και μας ολοκληρώνει. Σε κάθε διήγημα, παρελαύνουν χαρακτήρες άγνωστοι, οι οποίοι εντέλει μόνο άγνωστοι δεν μας είναι. Εκεί μέσα κατοικεί ο γείτονάς μας, οι γονείς μας, οι γονείς των γονιών μας, οι φίλοι μας, οι πρώην μας — α ναι, εκεί μέσα ίσως κατοικούμε κι εμείς. Ή σίγουρα κατοικήσαμε κάποτε.
Φτερά χήνας, ξεφούσκωτες μπάλες, σοκολάτες χαρισμένες από έρωτες που δεν φαγώθηκαν αλλά φαγώθηκαν από τον καιρό, ο Ανδρέας, ο Βασίλης, περάσματα στον χρόνο ή και αλλού, η Δήμητρα, ένα τελάρο μήλα, όλα στεφανωμένα από την Αθήνα. Την τρελή και πλανεύτρα πόλη που όλοι μισούμε και όλοι λατρεύουμε. Και τα λόγια μιας ερωτευμένης που είναι τα λόγια όλων όσων μάς διαπέρασε το εραλδικό βέλος του φτερωτού Θεού: «Θέλω να καταπιώ όλα όσα καταπίνεις, να δοκιμάσω όλα όσα δοκιμάζεις, να κοιτάζω εκεί που κοιτάζεις, να χάνομαι στα πράγματα που χάνεσαι, να είμαι σαν εσένα, να μην αναλύω τίποτε, να ζω τη ζωή στο φουλ ώσπου να πεθάνω, να ξέρω στα σίγουρα ότι κάποιος με έχει ερωτευτεί».
Το «Μπλε υγρό» είναι πολλά βιβλία και είναι ένα βιβλίο, στο οποίο πάντα θα επιστρέφεις και το οποίο θα μείνει και θα απασχολήσει και σένα και σένα και αυτόν και αυτήν και εμένα και εμάς. Φτάνει να έχεις ζήσει όσο πρέπει —ή όπως θέλεις— για να μπορέσεις να ανακαλύψεις οι Ιθάκες- μπλε υγρό- τι σημαίνουν.
Βυθίσου.
[ Φωτογραφία: Μαρία Γεωργιάδου ].