Ενοχλητική δημοσιογραφία
Με αφορμή το γεγονός ότι πρόσφατα διώχθηκαν πρόσωπα υπεύθυνα για τη λειτουργία των «Παραπολιτικών», παραθέτουμε μερικούς λόγους που δικαιολογούν απολύτως την έντονη δυσφορία και την επίμονη καχυποψία που πρέπει να αισθάνεται κάθε πολίτης όταν συλλαμβάνονται δημοσιογράφοι. Είναι γνωστό ότι οι Αρχές κινήθηκαν εναντίον των δημοσιογράφων μετά από αίτημα του κυρίου Καμμένου. Γνωρίζουμε, ακόμη, ότι το αίτημα του κυρίου Καμμένου συνδέεται, μεταξύ άλλων, και με την πεποίθηση του ότι αδικήθηκε, επειδή δημοσίευση που τον αφορούσε περιείχε πληροφορίες, κατά τον κύριο Καμμένο, συκοφαντικές. Δεν γνωρίζουμε, για την ώρα, με σιγουριά την ακριβή βάση του αιτήματος ή τα επιχειρήματα του κυρίου Καμμένου και δεν σκοπεύουμε να αναλύσουμε νομικά το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμισης. Πολύ περισσότερο δεν έχουμε καμία γνώμη να εκφράσουμε για θέματα απόπειρας εκβίασης που οι ΑΝΕΛ συνδέουν με το ζήτημα. Έτσι, βάση των προβληματισμών μας θα αποτελέσει μόνο η δίωξη δημοσιογράφων για όσα είπαν ή δημοσίευσαν, καθώς και για συζητήσεις που εξέπεμψαν μέσω ραδιοφώνου.
Θα έλεγε κανείς ότι η ελευθερία του λόγου είναι θεμελιώδης σε μία δημοκρατία, δεν είναι όμως απόλυτη. Πράγματι. Δεν είναι άσκηση ελευθερίας (τουλάχιστον από νομική άποψη) η κατασυκοφάντηση άλλων ανθρώπων, η απάτη, η εξύβριση κλπ. Έτσι, θα έλεγε κανείς ότι ο κύριος Καμμένος, όπως θα έκανε κάθε (αρκετά δικομανής) πολίτης στη θέση του, άσκησε το δικαίωμά του να ζητήσει έννομη προστασία εναντίον μίας γνώμης που τον βλάπτει. Όμως ο κύριος Καμμένος δεν είναι ο οποιοσδήποτε πολίτης. Είναι φορέας εξουσίας, είναι Υπουργός, συγκυβερνά, συν-διαμορφώνει τις αποφάσεις του Πρωθυπουργού. Το ενδιαφέρον για το τι κάνει και πού πάει δεν είναι νομικά αδιάφορο, είναι ένα ενδιαφέρον άξιο προστασίας, όπου κι αν βασίζεται (περιέργεια, καχυποψία, δυσπιστία). Οι πολίτες πρέπει να ξέρουν ποιος λαμβάνει αποφάσεις για λογαριασμό τους και ορίζει τη μοίρα τους, ποιος διαχειρίζεται τα λεφτά τους, ενώ το πρόσωπο που έχει εξουσία πρέπει να ανεχτεί τα ενοχλητικά τους βλέμματα, τη γνώση για όσα πιο πολλά γίνεται.
Χρειάζεται άραγε οι πολίτες να ακούν και πληροφορίες «χαζές», ποταπές, κριτικές χαμηλού επιπέδου, ανοησίες, προκλητικά δημοσιεύματα, άσχετα συμπεράσματα, γνώμες εντελώς αστήρικτες; Ναι. Μόνο επιτρέποντας όλα τα παραπάνω εξασφαλίζει μία ανοιχτή κοινωνία ότι οι πολίτες και μόνο αυτοί θα κρίνουν ποιες ειδήσεις πρέπει να κυκλοφορούν και ποιες όχι, διατηρώντας πάντα την ελπίδα ότι οι πολίτες δεν θα επιβραβεύουν τους διακινητές βλακωδών ιδεών, αλλά την καλή δημοσιογραφία (ελπίδα που πρέπει να παραμένει ελπίδα χωρίς ποτέ να εκτρέπεται σε δικαιολογία για εξαναγκασμό). Καμία Αρχή, κανένα δικαστήριο, καμία επιτροπή λογοκρισίας ή ελέγχου δεν πρέπει να μπορεί να φιλτράρει από πριν τις ειδήσεις στο όνομα της προστασίας των πολιτών ως κοινωνών των ειδήσεων ή αυτών τους οποίους οι ειδήσεις αφορούν. Αν αυτοί οι τελευταίοι είναι απλοί πολίτες και βλάπτονται με άδικο τρόπο, τότε η εκ των υστέρων προστασία τους είναι δικαιολογημένη και οι πολίτες μπορούν να την αναζητήσουν. Το πράγμα όμως αλλάζει για τα δημόσια πρόσωπα που έχουν εξουσία: εκεί, οι επιφυλάξεις και η καχυποψία για την υποτιθέμενη ανάγκη προστασίας τους δικαιολογείται απολύτως.
Έτσι, η σημασία μίας δίωξης που σκοπό έχει ο Χ να μη σχολιάζει τον Ψ είναι μάλλον ελάχιστη για την κοινωνία μας, ενώ η αντίστοιχη σημασία μιας δίωξης που αποθαρρύνει τον δημοσιογράφο από το να σχολιάζει έναν υπουργό είναι τεράστια. Με την τελευταία, ο φορέας της εξουσίας φιμώνει τον ελεγκτή του. Ακόμη και αν δεν επιτύχει μία δικαστική απόφαση υπέρ του, τον έχει ήδη φοβίσει αρκετά. Ζητώντας προστασία από τη δικαιοσύνη (η οποία αναμένεται να κρίνει το θέμα), ο κύριος Καμμένος φροντίζει ο δημοσιογράφος να είναι προσεκτικός όταν μιλά για τον υπουργό και να τοποθετείται μόνο αφού έχει κάνει καλά την έρευνα του. Έτσι, ακόμη κι αν ποτέ δεν εκδοθεί μία απόφαση που να δικαιώνει τον κύριο Καμμένο, ο υπουργός έχει ήδη στείλει το μήνυμα του: οι δημοσιογράφοι πρέπει να προσέχουν τι λένε, αλλιώς μπορεί να συλληφθούν.
Κι αυτό δε, σημαίνει ότι γλιτώσαμε από μερικούς κακούς δημοσιογράφους. Ακόμη κι όσοι θα ήθελαν οι δημοσιογράφοι να κάνουν καλά τη δουλειά τους, ακόμη κι αυτοί που αγωνιούν για μία συζήτηση με νόημα στο ραδιόφωνο, δεν μπορούν να ελπίζουν σε νομικά εξαναγκαστή καλή δημοσιογραφία, τουλάχιστον διατηρώντας ακόμη την ταυτόχρονη αποστροφή τους για ολοκληρωτικές κυβερνήσεις. Στους κώδικες δεοντολογίας εναπόκειται να δίνουν οδηγίες, στους αρχισυντάκτες και στους υπευθύνους καναλιών πληροφόρησης, όχι στους δικαστικούς, ενώ οι επιλογές των ακροατών και των αναγνωστών και οι γενικότερες πιέσεις τους είναι ο δημοκρατικός δρόμος για λιγότερη κακή δημοσιογραφία.
Γι’ αυτό, είναι λάθος οι πολίτες να εξαρτούν την αντίδραση τους (ή μη) στη σύλληψη ενός δημοσιογράφου από την ουσία του θέματος που έθιξε, όπως δεν έχει νόημα και η παρατήρηση ότι η τάδε σελίδα δεν είναι καλή πηγή ειδήσεων ούτως ή άλλως ή ότι οι πολίτες μπορούν πάντα να πληροφορούνται από αλλού. Ήδη, επηρεαζόμαστε ανεξαρτήτως τού ποια ακριβώς γνώμη επιχειρείται να φιμωθεί και μόνο από την παρέμβαση της εξουσίας σε ορισμένα κανάλια πληροφόρησης. Ακόμη και αν εμείς δεν επιλέγουμε τα συγκεκριμένα κανάλια, επειδή δεν συμφωνούμε με την πολιτική ή τον λόγο τους, η δυνατότητά μας να τα επιλέξουμε στο μέλλον κινδυνεύει να αποκλειστεί. Επίσης, αφού αποσιωπώνται, διώκονται ή αποθαρρύνονται από την κυβέρνηση οι γνώμες που δεν είναι αρεστές, εμείς δεν μπορούμε να τις κρίνουμε ούτε να τις βελτιώσουμε, ενώ, συνολικά, οι διαθέσιμες πληροφορίες κινδυνεύουν, ήδη, να αρχίσουν να λιγοστεύουν. Το γενικό μήνυμα ότι οι δημοσιογράφοι πρέπει να προσέχουν ενδέχεται να επηρεάσει γενικά την πληροφορία και τη διάχυσή της, να μειώσει τη δυνατότητά μας να ακούσουμε χωρίς πολλές θυσίες κάτι δυσάρεστο για την κυβέρνηση και να οδηγήσει σε εσωτερική λογοκρισία και γενική φίμωση με έμμεσο τρόπο.
Τελικά, ενώ μπορεί να μην παρακολουθούμε ελληνική τηλεόραση, να μην ακούμε ελληνικό ραδιόφωνο, να μη διαβάζουμε την εφημερίδα που κλείνει ή την ιστοσελίδα που απαγορεύτηκε, η λειτουργία τους μας αφορά από μόνο το γεγονός ότι είμαστε πολίτες της χώρας, αφού θεμελιώδεις ελευθερίες μας (ενδεικτικά: λόγου, έκφρασης, Τύπου, τέχνης) και η ποιότητα της δημοκρατίας μας εξαρτώνται από το εάν όλα τα προηγούμενα υπάρχουν ή παύουν να υπάρχουν για λόγους άσχετους με τις παρεμβάσεις της εξουσίας — π.χ., επειδή το περιεχόμενο τους είναι απαίσιο και κανείς δεν τα ενισχύει με την επιλογή του.
Ο Κύριος Καμμένος δεν είναι άλλοτε πολίτης και άλλοτε υπουργός, ώστε άλλοτε να μπορούμε να τον δούμε ως έναν απλό άνθρωπο που κάνει διακοπές, έχει οικογένεια, ταξιδεύει, διασκεδάζει και άλλοτε ως τον συγκυβερνήτη της χώρας. Είναι υπουργός για όσο διαρκεί η θητεία του, άρα φορέας εξουσίας. Ως τέτοιος πρέπει να ανεχτεί τον έλεγχο, την κριτική, τις απόψεις, το σχόλιο, το χιούμορ εις βάρος του, όλα όσα δεν του αρέσουν, ακόμη και πράγματα που δεν θα ανεχόταν ποτέ κανένας πολίτης, ακόμη και ειδήσεις ή απόψεις που σκοπό έχουν να τον γελοιοποιήσουν ή να στηρίξουν μία κατά τα άλλα αστήρικτη γνώμη. Μόνο στα μη δημοκρατικά καθεστώτα έχει ο απόλυτος άρχοντας αξίωση η τέλεια δημόσια εικόνα του, πάντοτε σκηνοθετημένη με επιμέλεια, να μην απειλείται. Κάθε θεσμική ομοιότητα με αυτά, ακόμη και απομακρυσμένη, πρέπει να μας ανησυχεί. Στις δημοκρατίες, οι φορείς της εξουσίας υποχρεούνται να υπομείνουν εις βάρος τους κάθε κριτική, όπως και αν αρθρώνεται, αφού το αντίθετο θα τους καθιστούσε ελεγκτές του τι λέγεται.
Ο κύριος Καμμένος δεν μπορεί να κάνει τίποτε κατά της ενοχλητικής δημοσιογραφίας. Το μόνο που του επιτρέπεται είναι να κάνει υπομονή.