Ενθουσιασμός και πικρία
Όταν ένα κατοχικό ημερολόγιο προέρχεται από κάποιον συνονόματό σου, κι ας μην έχετε την παραμικρή γενεαλογική σχέση, οφείλεις να το διαβάσεις. Κι έπειτα νιώθεις ευτυχής ως πλουσιότερος στην ιστορική γνώση του καιρού του, καθώς αυτό το Ημερολόγιο είναι μία μείζων κατάθεση στην εποχή και τον χώρο.
Είναι μια αλλιώτικη εξιστόρηση αυτό το ημερολόγιο. Όχι μόνο επειδή η οπτική του γωνία είναι διαφορετική από αυτές που έχουμε συνηθίσει να κυριαρχούν στην κατοχική βιβλιογραφία, αλλά και επειδή η γραφή είναι ολοζώντανη, συναρπαστική, ρέουσα, αλλά και επειδή ο ίδιος ο Γιώργος Κ. Παππάς υπήρξε ένας οξυδερκέστατος παρατηρητής των γεγονότων και των ατόμων γύρω του. Φύσει, από την κοινωνική του θέση, αλλά και εξαιτίας της δικής του ενεργοποίησης, βρίσκεται στην καρδιά αυτών των φοβερών χρόνων. Μεγαλοαστός της πρωτεύουσας που έχει μάθει να συναναστρέφεται με την αθηναϊκή υψηλή κοινωνία, πολιτικοποιημένος φιλελεύθερος (ο θείος του υπουργός του Βενιζέλου), κατέχεται από έναν σπάνιο, άδολο πατριωτισμό. Επιμένει να πάει στο μέτωπο του ’40, αν και θα μπορούσε να το αποφύγει, βυθίζεται στο χιόνι και τη λάσπη των τελευταίων ημερών του αλβανικού μετώπου, βαθύτατα απογοητευμένος από τη ραγδαία πτώση του αντι-γερμανικού μετώπου επιστρέφει στην Αθήνα, ζει τον λιμό του πρώτου κατοχικού χειμώνα, αφηγείται τις οδούς αναζήτησης τροφής, και από την πρώτη ημέρα, παράλληλα, αναζητά τρόπους αντίστασης.
Εδώ είναι ο ιδιόμορφος πατριωτισμός του: εκ των πρωτεργατών της Εθνικής Δράσης, απαιτεί απλά αντίσταση, και δηλώνει, αυτός ο Βενιζελικός, ότι σέβεται μόνο την τρέχουσα κυβέρνηση και τον ίδιο τον Βασιλιά ως αρχή του κράτους. Όλα τα άλλα τα θεωρεί εκ του πονηρού. Η Εθνική Δράση υπήρξε ιδιαίτερα δραστήρια, αν και ιστοριογραφικά παραμελημένη (το κενό καλύπτει εν πολλοίς αυτό το Ημερολόγιο, μαζί με την αναλυτικότατη, διαφωτιστικότατη εισαγωγή του Ευάνθη Χατζηβασιλείου περί των μη-αριστερών αστικών αντιστασιακών οργανώσεων): η πρώτη οργάνωση που εξέδωσε εφημερίδα, τη Μάχη, τροφοδότης οικονομικός και σύμβουλος κάθε άλλης φερέλπιδος αστικής οργάνωσης αντίστασης —προσέφερε αξιωματικούς στον Ζέρβα και όχι μόνο—, η Εθνική Δράση κινητοποιήθηκε όταν ακόμη η Αριστερά δεσμευόταν από τις ιδεοληψίες και τα σύμφωνα Ρίμπεντροπ-Μολότοφ. Και το μόνιμο παράπονο του Παππά είναι πως δίαυλο με τους Άγγλους δεν βρήκε ποτέ, μήτε ενίσχυση.
Ο Παππάς είναι κεντρικός στην οργάνωση, και συναντά τους πάντες: γνωρίζει όλους τους πολιτικούς (και τους περιγράφει σκωπτικότατα ως απόντες, ανύπαρκτου πολιτικού επιπέδου), αποδέχεται με σεβασμό ως μέντορα τον Παπάγο (παρά την αρχική ιδεολογική εναντίωσή του), τρέχει στην Ελλάδα και παρατηρεί πώς διαμορφώνεται στον χρόνο η αντιστασιακή συνείδηση, φτάνει στην Αίγυπτο, συναντά πολλές φορές τον Τσουδερό αλλά και τον ίδιο τον Γεώργιο, φυλακίζεται από τους Άγγλους (!) ως απροσδιόριστος (!!), ζει από κοντά το χάος, το καρναβάλι των εξόριστων κυβερνήσεων και την αποσύνθεση των πλείστων κινημάτων (πώς από το The glory that is Greece πήγαμε στο The burden that are Greeks), γίνεται καπετάνιος σε καΐκι από αυτά που διασχίζουν την ανατολική Μεσόγειο για εφοδιασμό και σαμποτάζ, που όμως η μόνη του αποστολή συμπίπτει με την Απελευθέρωση. Είναι αραιότερες οι καταγραφές των ημερών εκείνων, έως τα τέλη του 1944, αλλά ενδεικτικότατες του κλίματος: ο ενθουσιασμός της Απελευθέρωσης είναι πνιγμένος μέσα στην πικρία της εξελισσόμενης εμφύλιας καταστροφής.
Έχει μια σπάνια ικανότητα η γλώσσα του Παππά, κι ας παραπονιέται ο ίδιος για τη δυσχέρειά του με τα ελληνικά, γαλλικής παιδείας γαρ. Είναι η ροή των γεγονότων που σε συναρπάζει, αλλά και η εγγενής του τάση να ανασαίνει, ξεφεύγοντας σε δηκτικά σχόλια της καθημερινότητας των μεγαλοαστών, ή παρεμβάλλοντας διακριτικές αναφορές σε προσωπικές του ιστορίες, όπως μια αιγυπτιακή απιστία. Δανείζεσαι τα μάτια του και εναλλάσσεται μέσα σου η φρίκη με την ελπίδα, η αγωνία με την απέχθεια για πολιτικάντηδες, υστερόβουλους και πουλημένους.
Τον Παππά τον φυλάκισαν οι Άγγλοι για λίγο στην Αίγυπτο, αλλά τον είχε προγράψει εξαρχής και η Αριστερά (τιμή του, λέει ο ίδιος, αναγνώριση ήτανε). Δεν διανοήθηκε ποτέ κανείς να τον πει γερμανοτσολιά, καθώς ήταν αγνός, σαφής στη δράση του, αντιστασιακός. Από αυτούς που έλειψαν τότε εντέλει. Δεν χαρίζει ούτε μια λέξη, ούτε μια δικαιολογία, σε όσους συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς, των κατοχικών κυβερνήσεων περιλαμβανομένων προφανώς. Προφητεύει τα δεινά που έρχονται («Δεν πολυπιστεύω στην κάθαρση μετά τη νίκη», λέει), κραυγάζει από νωρίς για την υστεροβουλία των ηγετών του ΕΑΜ, τη θρασυδειλία της πολιτικής ηγεσίας που κοιμάται ονειρευόμενη ακόμη επαναφορές ή ανατροπές των προπολεμικών διχασμών, καυτηριάζει συνεχώς τη σχιζοειδή γραμμή των Άγγλων όσον αφορά τα ελληνικά πράγματα.
Και καταλήγει, στην τελευταία ημέρα του 1944, να γράφει πώς περιμένει ακόμη, με φθίνουσες ελπίδες, να χαράξουν οι νικητές την ευρεία λεωφόρο του Μέλλοντος. Και να θλίβεται που αδυσώπητοι άνθρωποι, φυτρωμένοι μέσα από τον θάνατο και τη λάσπη της Κατοχής, θα μένουν πάντα εδώ, αδιαφορώντας για τα δικά μας ιερά και όσια.
[ Πηγή φωτογραφίας ]