Επετειακό

D
Ρωμανός Γεροδήμος

Επετειακό

Πριν από ακριβώς έναν χρόνο καθόμουν σε ένα καφέ στη Βοστώνη όταν έλαβα ένα μήνυμα από τον Κυριάκο, που μου πρότεινε (ή μάλλον για την ακρίβεια ζητούσε) να ενταχθώ στην ομάδα συντακτών του Amagi, γράφοντας ένα κείμενο την εβδομάδα και συγκεκριμένα κάθε Τετάρτη. Παρά το γεγονός ότι τόσα χρόνια είχα αποφύγει τη δέσμευση της τακτικής στήλης όπως ο διάολος το λιβάνι — δέχτηκα, με ένα μείγμα ενθουσιασμού και πανικού. Εκτός από τον απέραντο σεβασμό για τα κείμενα, τις εκπομπές και τους ανθρώπους του Amagi, είδα σε αυτήν την πρόσκληση μία πρόκληση και μία ευκαιρία να συνηθίσω επιτέλους το γράψιμο· να το κάνω κομμάτι της καθημερινότητας ή έστω της εβδομαδιαίας ρουτίνας μου, και κάπως έτσι να σταματήσω να το φοβάμαι.

Μπορεί να ακούγεται περίεργο και υποκριτικό το ότι φοβάμαι το γράψιμο. Άλλωστε, πριν λίγα χρόνια έγραψα μία, ας πούμε όχι αποτυχημένη, διδακτορική διατριβή (100 χιλιάδες λέξεις που μου πήραν σχεδόν 8 χρόνια), ενώ η συγγραφή βιβλίων, κεφαλαίων, επιστημονικών (και μη) άρθρων, διαλέξεων, briefings, παρουσιάσεων, σεναρίων, ομιλιών (κυρίως δικών μου, αλλά και άλλων) είναι μέρος της δουλειάς μου. Το γεγονός όμως ότι αναγκάζεσαι να κάνεις κάτι ή ακόμη και το ότι μπορεί να το κάνεις ανεκτά καλά δεν σημαίνει ότι το απολαμβάνεις κιόλας. Για την ακρίβεια, για μένα το γράψιμο είναι μία τρομακτικά επίπονη —σωματικά επίπονη— διαδικασία· μια μικρή εγκυμοσύνη· μία αιματηρή ιεροτελεστία που βγάζει στη φόρα όλους τους ψυχαναγκασμούς, την τελειομανία και τις ανασφάλειές μου. (Στα συρτάρια μου υπάρχουν αμέτρητα σχέδια και προσχέδια εργασιών που θα μπορούσαν άνετα —άνετα— με δουλειά λίγων ημερών ή εβδομάδων να είχαν κατατεθεί και δημοσιευτεί σε επιστημονικά περιοδικά).

Για να το κάνω πιο λιανά, ο λόγος για τον οποίο ποτέ δεν δεσμεύομαι ότι θα παράγω ένα κείμενο κάθε εβδομάδα ή κάθε χ μέρες είναι απλούστατος: εκτός από τη στιγμή που γράφω κάτι συγκεκριμένο γιατί πρέπει να το βγάλω από μέσα μου, τη στιγμή δηλαδή που θεωρώ ότι αυτό που έχω να πω είναι το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο κι αν δεν το γράψω θα σκάσω, δεν μπορώ καν να διανοηθώ ότι θα μπορέσω να ξαναγράψω κάτι στο μέλλον που θα αφορά (ή, πολύ περισσότερο, θα αρέσει σε) κάποιον άλλον και το οποίο δεν θα είναι ένα απλό αναμάσημα αυτών που έχω ήδη γράψει ή μία εντελώς αυτοαναφορική ψυχανάλυση (καλή ώρα). Έτσι, κάθε άρθρο —συμπεριλαμβανομένων, εάν όχι πρωτίστως, αυτών που γράφω για τον Amagi— το αντιμετωπίζω σαν να είναι το τελευταίο, γιατί υπάρχει μία πολύ ρεαλιστική πιθανότητα να είναι το τελευταίο.

Τώρα πια γνωρίζω ότι η απόφαση να δεχτώ την πρόσκληση του Κυριάκου ήταν μία από τις καλύτερες που έχω λάβει εδώ και πολλά χρόνια. Αν και οι φορές που τελικά κατάφερα να στείλω κείμενο ημέρα Τετάρτη θα πρέπει να είναι ελάχιστες, τα 37 προηγούμενα κείμενα, ακριβώς λόγω της ελευθερίας που είχα και έχω και της γενναιόδωρης ενθάρρυνσης, κριτικής και σχολίων φίλων (και κυρίως μη φίλων) αναγνωστών, ήταν μια από τις πιο δημιουργικές και ευχάριστες δραστηριότητες στις οποίες έχω εμπλακεί ποτέ. (Και, ναι, βοήθησαν λίγο στο να συνηθίσω το γράψιμο).

Πριν από πάρα πολλά χρόνια —ίσως 20, ίσως και παραπάνω— είχα διαβάσει ένα editorial στην ελληνική έκδοση ενός μεγάλου γυναικείου περιοδικού (δυστυχώς δεν θυμάμαι τον τίτλο, ενδέχεται όμως να ήταν το Cosmopolitan ή το Marie Claire). Η δεκαετία του 1990 ήταν ίσως η χρυσή δεκαετία του περιοδικού Τύπου στην Ελλάδα και η διευθύντρια έκδοσης έγραφε εξαιρετικά κείμενα. Σε κάποιo τέτοιο editorial έγραφε: «Κάθε μήνα σ’ αυτή τη στήλη βγάζω τα σώψυχά μου» (οι λέξεις είναι στο περίπου, αλλά το νόημα ήταν αυτό). Αυτή η αποστροφή εντυπώθηκε για πάντα στο μυαλό μου· ο λόγος που τα κείμενά της ήταν τόσο επιτυχημένα ήταν ακριβώς γιατί δεν φοβόταν να εκτεθεί. Η αυτοέκθεσή της δεν ήταν ούτε αυτοσκοπός, ούτε τριπάκι εγωισμού (αν και στην πραγματικότητα πολλές φορές τα όρια είναι δυσδιάκριτα), αλλά το εισιτήριο που όλοι πληρώνουμε για να μπαίνουμε στην ψυχή των άλλων και να τους αφήνουμε να μπαίνουν στη δική μας. Δεν υπάρχει ενσυναίσθηση, εμπλοκή και εντέλει επικοινωνία χωρίς έκθεση, χωρίς ρίσκο και —ναι— χωρίς κάποια αυτοαναφορικότητα. Και κάθε προσπάθεια αποστείρωσης του κειμένου λειτουργεί απλώς σαν φύλλο συκής.