Eppur si muove [ 3 ]
Στο προηγούμενο σημείωμα είδαμε ότι ο Γαλιλαίος προσπαθεί να υπερβεί τις αντιφάσεις της υλοκεντρικής γεωκεντρικής κοσμολογίας εισάγοντας την πλατωνικής υφής ιδέα της κυκλικής κίνησης ως βασικής φυσικής κίνησης των σωμάτων και τον απόλυτο διαχωρισμό της κινητικής από την υπόλοιπη υλική συμπεριφορά τους. Το μοντέλο που αναπτύσσει ο Γαλιλαίος θεραπεύει τις λογικές αντιφάσεις του πτολεμαϊκού συστήματος, ενώ παράλληλα δεν αποκλίνει από τις βασικές αρχές της αριστοτελικού προγράμματος της «σωτηρίας των φαινομένων». Παράλληλα, το ηλιοκεντρικό σύστημα του Γαλιλαίου δεν έρχεται σε ευθεία αντίφαση με το περιεχόμενο των Γραφών, εφόσον την εποχή του Γαλιλαίου ήταν ήδη ευρέως αποδεκτό ότι όλες οι αναφορές των Γραφών σε γεγονότα χρήζουν ερμηνευτικής επεξεργασίας, δηλαδή δεν ήταν αναγκαίο να ισχύουν κυριολεκτικά.
Γιατί τότε οι ιδέες του Γαλιλαίου συνάντησαν τη σφοδρή αντίδραση της καθολικής εκκλησίας που έφτασε ώς το σημείο να τον κατηγορήσει για αίρεση και, το 1633, να τον δικάσει και να τον καταδικάσει σε ισόβια κάθειρξη; (Η ποινή μετετράπη την επόμενη ημέρα σε κατ’ οίκον περιορισμό, έτσι ώστε ο Γαλιλαίος να περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής σχετικά άνετα στην βίλα του το στο Αρτσέτρι). Η δημόσια κοινοποιημένη αιτία για τη μήνυση και την καταδίκη του Γαλιλαίου από την ιερά εξέταση ήταν ότι δεν συμμορφώθηκε με την εντολή της εκκλησίας να χαρακτηρίσει τη θεωρία του Κοπέρνικου ως απλή μαθηματική υπόθεση και ότι στο τέλος των Διαλόγων του δεν υποστήριξε ξεκάθαρα ότι το γεωκεντρικό σύστημα ήταν το μόνο που ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα. Ο Γαλιλαίος υποστήριξε ότι εκπλήρωσε αυτή την εντολή στο βιβλίο του, μόνο που σε αυτό έβαζε τον Σιμπλίκιο να κάνει αυτή τη δήλωση, δηλαδή το πρόσωπο του διαλόγου που αντιπροσώπευε το γεωκεντρικό σύστημα και που παρουσιαζόταν ως δογματικός και στενόμυαλος χαρακτήρας που απλά παπαγάλιζε τις απόψεις του Πτολεμαίου χωρίς να μπορεί να τις υποστηρίξει με δικά του επιχειρήματα. Ως επιβαρυντικό στοιχείο κατά του Γαλιλαίου παρουσιάστηκε στη δίκη ένα γράμμα του καρδινάλιου και «διδασκάλου της εκκλησίας» Ρομπέρτο Μπελαρμίν από το έτος 1616, στο οποίο ήδη τότε προειδοποιούσε τον Γαλιλαίο να μη διακηρύττει ότι το κοπερνικανικό σύστημα ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα, αλλά ότι ήταν μια απλή υπόθεση. Ένα ακόμα στοιχείο που επιβάρυνε τη θέση του Γαλιλαίου ήταν ότι στους Διαλόγους του αναφέρθηκε απαξιωτικά στην ιδέα του φίλου και θαυμαστή του, καρδιναλίου Μπαρμπερίνι, που όμως την εποχή της δίκης του Γαλιλαίου είχε ήδη εκλεγεί πάπας (Ουρβανός Η΄), ότι η αξία μιας επιστημονικής θεωρίας δεν μπορούσε να διαπιστωθεί από την προγνωστική της δύναμη επειδή ο Θεός ως παντοδύναμος μπορεί να πραγματοποιήσει τα από αυτήν τη θεωρία προβλεπόμενα μελλοντικά γεγονότα και κατά τρόπο διαφορετικό από αυτόν που προβλέπει η θεωρία (μια θέση που πλησιάζει πολύ τη θέση του Quine περί του υποπροσδιορισμού μιας θεωρίας από τα γεγονότα). Η απαξιωτική στάση του Γαλιλαίου απέναντι στον πάπα θεωρήθηκε προσβλητική και δείγμα αχαριστίας απέναντι στον κύριο εκκλησιαστικό προστάτη του Γαλιλαίου.
Ο πραγματικός όμως λόγος για την αντίδραση της εκκλησίας απέναντι στο βιβλίο του Γαλιλαίου ήταν ότι δημοσίευσε τις ιδέες του στη γλώσσα του λαού, στα ιταλικά, και με αυτό τον τρόπο παρέκαμψε το «μονοπώλιο» της εκκλησίας στην ερμηνεία του κόσμου και των Γραφών. Ένας δεύτερος λόγος, που σχετίζεται με τον προηγούμενο, ήταν ότι ο Γαλιλαίος ως πιστός χριστιανός πίστευε –όπως και η εκκλησία– ότι τα αποτελέσματα της εμπειρικής a posteriori έρευνας της φύσης ταυτίζονται με το a priori μήνυμα των Γραφών περί της δομής του κόσμου. Οπότε, εάν ίσχυε η άποψη του Γαλιλαίου, η εκκλησία θα έπρεπε να παραδεχτεί δημόσια ότι η διδασκαλία της ήταν εσφαλμένη σε ό,τι αφορά την ερμηνεία των Γραφών περί της δημιουργίας και της δομής του κόσμου. Και, αν το παραδεχόταν αυτό, τίποτα δεν θα εμπόδιζε τον απλό λαό να υποθέσει ότι και ως προς το ηθικό και θεολογικό της μέρος η διδασκαλία της εκκλησίας δεν είναι εσφαλμένη. Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι εκείνη την εποχή, δηλαδή τον 17ο αιώνα, η πλειοψηφία του απλού λαού αλλά και μερικών από τα ανώτερα στρώματα της κοινωνίας υπάκουε στις επιταγές του νόμου και της ηθικής τάξης κυρίως από τον φόβο τής μετά θάνατον τιμωρίας και χάρη στην αυστηρή επιτήρηση της τάξης αυτής από την εκκλησία.
Η καθολική εκκλησία έπρεπε να αντιμετωπίσει μία διπλή πρόκληση: την αμφισβήτηση της κοσμολογικής της θεώρησης και την αμφισβήτηση της αξίωσής της να είναι ο αποκλειστικός ερμηνευτής των Γραφών. Ήδη με την επικράτηση των διάφορων μορφών του Προτεσταντισμού το μονοπώλιο αυτό είχε δεχτεί ένα ισχυρό πλήγμα, οπότε είναι καταληπτό ότι θα προσπαθούσε παντί μέσω να εξαλείψει κάθε εντύπωση ότι η τάση της άμεσης ερμηνείας των γραφών από οποιονδήποτε λαϊκό γινόταν ανεκτή στην περιοχή όπου η επιρροή της ήταν ακόμα άθικτη. Η καταδίκη του Γαλιλαίου ήταν λοιπόν ένα πολιτικό γεγονός και αποσκοπούσε στη διατήρηση του ελέγχου της κοσμικής διανόησης και επιστήμης από την καθολική εκκλησία και δεν οφειλόταν στο γεγονός ότι αυτή ήταν εναντίον κάθε επιστημονικής προόδου και κάθε αναδιατύπωσης και μεταρρύθμισης της κοσμολογικής της άποψης. Αυτό που επεδίωκε ήταν η σταδιακή και ελεγχόμενη μεταρρύθμιση, ούτως ώστε αυτή να μη συνδεθεί με την ιδέα της αναξιοπιστίας της σε θεολογικά και ηθικά θέματα.
Ανεξάρτητα όμως από την πολιτική και εκκλησιαστική διάσταση των θεωριών του, το ηλιοκεντρικό σύστημα του Γαλιλαίου έχει πολλά θεωρητικά και εμπειρικά μειονεκτήματα, τα οποία συνέβαλαν στη μη επικράτησή του. Το πιο σημαντικό του εμπειρικό μειονέκτημα είναι ότι είναι πολύ πιο ανακριβές όσον αφορά την προγνωστική του δύναμη σε σχέση με τις θέσεις των πλανητών, κυρίως των θέσεων του πλανήτη Άρη, ο οποίος έπαιζε κεντρικό ρόλο στην εκπόνηση ωροσκοπίων. Επίσης ο Γαλιλαίος δεν μπορούσε να παρουσιάσει κανένα θετικό επιχείρημα για να υποστηρίξει ότι πραγματικά η Γη περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό της, εκτός από τη θεωρία των παλιρροϊκών κινήσεων, την οποία αναπτύσσει την τέταρτη Ημέρα των Διαλόγων. Όμως αυτή η θεωρία περιέχει λογικά σφάλματα που τελικά οδηγούν στο συμπέρασμα ότι τα παλιρροϊκά φαινόμενα δεν μπορούν καν να υφίστανται στην πραγματικότητα. Έτσι, τελικά, το ηλιοκεντρικό σύστημα του Γαλιλαίου παραμένει ένα μοντέλο που μπορεί μεν να έχει μια γεωμετρική συνοχή, του λείπει όμως ο «αποχρών λόγος» που θα το καθιστούσε μία ορθή ερμηνεία των φαινομένων. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο Γαλιλαίος ανακηρύσσει αυθαίρετα τον κύκλο ως βασική μονάδα, ως το «άτομο», της φυσικής κίνησης και προσπαθεί να αναγάγει κάθε μορφή κίνησης στην υπέρθεση κυκλικών κινήσεων. Το ότι με αυτό τον τρόπο επιτυγχάνει να εξηγήσει τη σταθερή επιτάχυνση κάθε ευθείας πτωτικής κίνησης δεν σημαίνει δυστυχώς ότι η ευθεία επιταχυνόμενη πτωτική κίνηση είναι αποτέλεσμα της απλής μαθηματικής υπέρθεσης δύο (ή περισσοτέρων) κυκλικών κινήσεων, και αυτό διότι ο Γαλιλαίος δεν παραθέτει κανένα επιχείρημα που να αποκλείει μια άλλη μαθηματική εξήγηση του φαινομένου.
Επιπλέον στην φυσική θεωρία του Γαλιλαίου δεν υπάρχει καμία αναφορά στις αιτίες που προκαλούν τις κινήσεις των σωμάτων, όπως επίσης δεν υπάρχει καμία εξήγηση για ποιο λόγο η βασική μορφή της κίνησης είναι η κυκλική. Μπορεί βέβαια να ισχυριστεί κανείς ότι ο Γαλιλαίος θεωρεί την κυκλική κίνηση ως κάτι απλό και μη περαιτέρω αναλύσιμο. Όμως ο κύκλος δεν είναι ένα απλό γεωμετρικό σχήμα, αλλά ένα σύνθετο, αποτελούμενο από το κεντρικό του σημείο και τον γεωμετρικό τόπο των σημείων με ίση απόσταση από αυτό. Εξ αυτού συνεπάγεται ότι κάθε κυκλική κίνηση δεν μπορεί να υφίσταται αυθύπαρκτα, αλλά καθορίζεται από την αιτία που θέτει το κέντρο και την ακτίνα της. Όπως θα δούμε στο επόμενο σημείωμα, η λύση του προβλήματος αυτού έγκειται στην αναγνώριση της ευθείας κίνησης ως της απλής, αυθύπαρκτης και αυτοσυντηρούμενης κίνησης ενός υλικού σώματος και στην εισαγωγή μιας «κεντρομόλου» δύναμης ως αιτίας της μεταβολής της ευθείας κίνησης σε μια κλειστή καμπύλη, ο κύκλος της οποίας είναι μια οριακή μορφή – αυτά είναι τα κεντρικά σημεία των Μαθηματικών Αρχών της Φυσικής Φιλοσοφίας του Ισαάκ Νεύτωνος.
[ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ]