Eppur si muove [5]
Η νευτώνεια μεταρρύθμιση της Φυσικής οδήγησε στην κοσμοθεώρηση ενός ενιαίου και ομοιογενούς σύμπαντος, στο οποίο όλα τα υλικά σώματα βρίσκονται μέσα σε έναν χώρο και μοιράζονται το ίδιο παρόν. Στο σύστημα αυτό των σωμάτων η Γη δεν είναι πλέον το σημείο αναφοράς, δεν είναι πλέον το κέντρο του σύμπαντος, ενώ παράλληλα, και σε αντίθεση με την κοσμοθεώρηση του Γαλιλαίου, ούτε ο Ήλιος είναι το σχετικό σημείο αναφοράς σε σχέση με τα ουράνια σώματα που βρίσκονται σε άμεση βαρυτική σχέση μαζί του. Όλο αυτό το σύστημα βαρυτικών σχέσεων ανάμεσα στα υλικά σώματα διέπεται από δύο βασικές ιδιότητες της ύλης, από την αδράνεια, δηλαδή την τάση ενός σώματος να προβάλλει αντίσταση σε κάθε προσπάθεια αλλαγής της κινητικής του κατάστασης, και από τη βαρυτική έλξη. Επιπλέον η αδράνεια κατά τον Νεύτωνα είναι και η αιτία της ανελαστικής κρούσης, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια ορμής κατά την κρούση και ως εκ τούτου τον σταδιακό τερματισμό κάθε κίνησης. Όμως κατά τον Νεύτωνα κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί επειδή ο Θεός έχει φροντίσει να «διοχετεύεται» συνεχώς νέα ορμή στο σύμπαν διαμέσου της βαρύτητας, η οποία δρα ως αίτιο εξ αποστάσεως.
Τόσο η ιδέα του αιτίου εξ αποστάσεως όσο και η άποψη ότι ο Θεός έχει δημιουργήσει ένα σύμπαν το οποίο λειτουργεί περίπου σαν ρολόι που ξεκουρντίζεται και πρέπει να ξανακουρντιστεί σε τακτά χρονικά διαστήματα, προκάλεσαν μεγάλες αντιδράσεις στον επιστημονικό κόσμο της εποχής του με πρώτο διαφωνούντα τον Γερμανό Γκότφριντ Βίλχελμ Λάιμπνιτς (1646-1716), enfant terrible των μαθηματικών, των φυσικών επιστημών και της φιλοσοφίας του 17ου αιώνα.
Ο Λάιμπνιτς ασκεί δριμεία και αυστηρή κριτική σε όλη τη νευτώνεια Φυσική, αρχής γενομένης με τις ιδέες του απόλυτου χώρου και χρόνου. Το επιχείρημα του Λάιμπνιτς κατά των ιδεών του απόλυτου χώρου και χρόνου είναι μεταφυσικό και έχει θεολογικές βάσεις. Εάν, λέει ο Λάιμπνιτς, ο χώρος και ο χρόνος είναι οντότητες αυτόνομες και ανεξάρτητες από τα σώματα που βρίσκονται σε χωρικές και χρονικές σχέσεις μεταξύ τους, τότε οι συγκεκριμένες χωρικές και χρονικές σχέσεις μεταξύ των σωμάτων του σύμπαντος είναι τυχαίες, γιατί θα μπορούσαν να είναι και διαφορετικές. Όμως αυτό αντιτίθεται κατά τον Λάιμπνιτς στην αρχή του αποχρώντος λόγου που διακηρύσσει πως, ό,τι υπάρχει και ό,τι συμβαίνει στο σύμπαν, υπάρχει και συμβαίνει για έναν λόγο, ο οποίος είναι και αναγκαίος και ικανός για να υπάρξει και να συμβεί. Ο λόγος αυτός είναι κατά τον Λάιμπνιτς η Θεία βούληση. Εάν ίσχυε η άποψη του Νεύτωνα, λέει ο Λάιμπνιτς, ότι χώρος και χρόνος είναι οντότητες αυθύπαρκτες και ανεξάρτητες από τα σώματα και τις διαδικασίες που περιέχουν, τότε οι θέσεις των σωμάτων στον χώρο και οι αλλαγές τους στον χρόνο θα ήταν μόνο πιθανές και όχι αναγκαίες, κάτι που θα σήμαινε ότι ο Θεός δεν είναι παντοδύναμος και δημιουργός των πάντων, διότι η βούλησή του θα ήταν εξαρτημένη από τον χώρο και τον χρόνο.
Με ένα παρόμοιο επιχείρημα καταφέρεται και κατά του μοντέλου τού περιοδικά επιβραδυνόμενου και μέσω της βαρυτικής δύναμης επιταχυνόμενου σύμπαντος και επισημαίνει ότι ο Νεύτων δεν μπόρεσε να αναγνωρίσει ότι το μέγεθος που διατηρείται σταθερό στη φύση δεν είναι η ορμή αλλά η «ζωντανή δύναμη», αυτό που σήμερα αποκαλούμε ενέργεια (o Λάιμπνιτς είναι ο πρώτος που διατύπωσε την αρχή της διατήρησης της ενέργειας, που αργότερα ονομάστηκε πρώτος νόμος της θερμοδυναμικής). Φυσικά και η ίδια η ιδέα μιας δύναμης η οποία επιδρά εξ αποστάσεως συναντά τη σφοδρή κριτική του Λάιμπνιτς. Η επίκλησή της συνιστά, κατά τη γνώμη του, την επιστροφή στα λεγόμενα «κρυφά αίτια» των σχολαστικών του Μεσαίωνα, από τους οποίους μάς απελευθέρωσε η Αναγέννηση.
Ο Λάιμπνιτς θεωρεί ότι ο χώρος και ο χρόνος απορρέουν από τις σχέσεις ανάμεσα στα σώματα και τις κινήσεις τους και είναι προκαθορισμένες από τη Θεία βούληση ήδη κατά τη δημιουργία του κόσμου. Χώρος και χρόνος είναι αφηρημένες έννοιες που αναφέρονται σε αυτά τα δύο συστήματα χωρικών και χρονικών σχέσεων ανάμεσα στα σώματα. Σύμφωνα με τη θεώρησή του, οι κινήσεις των πλανητών δεν οφείλονται στις βαρυτικές αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στα σώματα, αλλά είναι ήδη προκαθορισμένες από την Θεία πρόνοια, η οποία έχει εφοδιάσει τους πλανήτες και με την απαιτούμενη ενέργεια ώστε να διαγράφουν τις τροχιές τους (που ακολουθούν τους μαθηματικούς νόμους του Κέπλερ) στην αιωνιότητα. Από αυτό συνεπάγεται ότι το πλανητικό μας σύστημα δεν είναι ούτε ηλιοκεντρικό με τη γεωμετρική έννοια του όρου, αλλά ούτε και βαρυκεντρικό όπως διατυπώνεται στη νευτώνεια φυσική. Ο ήλιος βρίσκεται σε ένα από τα κέντρα της ελλειπτικής τροχιάς των πλανητών, όχι επειδή αυτό είναι αποτέλεσμα των βαρυτικών αλληλεπιδράσεων, αλλά επειδή ο Θεός έχει προκαθορίσει αυτήν τη δομή του ηλιακού συστήματος κατά τη στιγμή της δημιουργίας του σύμπαντος.
Σε αυτό το σημείο πρέπει να τονίσουμε ότι και ο ίδιος ο Νεύτων δεν ήταν ικανοποιημένος με την ιδέα της βαρύτητας ως δύναμης που επιδρά εξ αποστάσεως και στο έργο του Οπτική προσπαθεί να διατυπώσει μια θεωρία, σύμφωνα με την οποία τα βαρυτικά φαινόμενα είναι αποτέλεσμα της πίεσης που ασκεί ο αιθέρας, η υποθετική ουσία που πληροί το σύμπαν, επάνω σε εκτεταμένα σώματα. Όμως η νευτώνεια φυσική δεν μπόρεσε ποτέ να ανασκευάσει με πειστικά επιχειρήματα την λαϊμπνιτσιανή κριτική τόσο στην ιδέα του απόλυτου χώρου και του χρόνου, όσο και στην ιδέα της βαρύτητας ως δύναμης εξ αποστάσεως. Αντίθετα, η αδυναμία της νευτώνειας φυσικής να εξηγήσει αρκετά αστρονομικά φαινόμενα και ιδιαίτερα η αδυναμία της να προβλέψει με ακρίβεια την μετατόπιση του περιηλίου των πλανητών - κυρίως την μετατόπιση του περιηλίου του Ερμή - οδήγησε στην αναθεώρησή της από την θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν.
Η θεωρία της σχετικότητας αντιτίθεται και αυτή τόσο στις ιδέες του απόλυτου χώρου και χρόνου όσο και στην ιδέα της βαρυτικής δύναμης ως πραγματικής δύναμης (το ότι η βαρυτική δύναμη θεωρείται φαινομενική δύναμη δεν αντιφάσκει με την παραδοχή της ύπαρξης βαρυτικών κυμάτων). Έτσι μπορούμε να πούμε ότι η θεωρία της σχετικότητας είναι η εκκοσμικευμένη εκδοχή της θεϊστικής μεταφυσικής του Λάιμπνιτς.
Τις συνέπειες αυτής της μεταρρύθμισης στο ερώτημα εάν το σύμπαν είναι υλοκεντρικό (και υπό μία άποψη γεωκεντρικό) ή πλατωνικό/αριθμοκεντρικό θα τις εξετάσουμε στο επόμενο και τελευταίο σημείωμα.
[ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ]