Eppur si muove [ 6 ]
Σε αντίθεση με τη νευτώνεια θεώρηση της σχέσης ανάμεσα στην έκταση, το εκτεταμένο σώμα και την κίνηση, η οποία διατυπώνεται ως σχέση ανάμεσα σε τρία μεταξύ τους αυτόνομα και ανεξάρτητα πεδία φαινομένων, η θεωρία της σχετικότητας εκκινεί από τη θέση ότι έκταση, κίνηση και εκτεταμένο σώμα είναι οι τρεις πτυχές ενός τρόπου ύπαρξης που ονομάζουμε ύλη. Αυτό σημαίνει ότι ο χώρος είναι το μέσον που καθιστά δυνατή την έκταση του εκτεταμένου υλικού σώματος και ο χρόνος το μέσον που καθιστά δυνατή την κίνηση. Σώμα και χώρος μοιράζονται τις ίδιες γεωμετρικές κατηγορίες, και σώμα και χρόνος τις ίδιες κινητικές κατηγορίες. Αυτό σημαίνει ότι κάθε εκτεταμένο υλικό σώμα αλληλοεπιδρά χωρικά με τον χώρο που το περιβάλλει και το συνδέει με κάθε άλλο εκτεταμένο υλικό σώμα. Η αλληλεπίδραση αυτή μπορεί να περιγραφεί με γεωμετρικούς όρους και έχει νομοτελειακή μορφή, η οποία εξηγεί γιατί εκτεταμένα υλικά σώματα έχουν την τάση να αλληλοέλκονται. Έτσι στη θεωρία της σχετικότητας η ελκτική δύναμη, δηλαδή η βαρύτητα, δεν είναι πλέον μία πραγματική δύναμη που δρα εξ αποστάσεως, αλλά μία φαινομενική δύναμη, αποτέλεσμα της παραμόρφωσης της μετρικής του χώρου από τα εκτεταμένα υλικά σώματα, τα οποία βρίσκονται σε αλληλοελκτική σχέση μεταξύ τους, και το μέγεθός της χαρακτηρίζεται από μία σταθερά, τον λόγο των μαζών των σωμάτων που βρίσκονται σε μία συγκεκριμένη αλληλοελκτική σχέση – το ότι αυτή η σχέση μπορεί να περιγραφεί μαθηματικά μόνο σε συστήματα δύο σωμάτων είναι μία πρώτη ένδειξη ότι το σύμπαν δεν έχει μία καθαρά αριθμοκεντρική δομή.
Από την άλλη, το γεγονός ότι η ύλη του σύμπαντος δεν είναι συγκεντρωμένη σε ένα σημείο αλλά διεσπαρμένη στα συστήματα των γαλαξιών και των αστρικών συστημάτων μάς αναγκάζει να αναγνωρίσουμε ότι υπάρχει ένας μηχανισμός που αντιτίθεται σε αυτή την παγκόσμια βαρυτική τάση. Ο μηχανισμός αυτός οφείλεται σε μία μη χωροχρονική ιδιότητα του εκτεταμένου υλικού σώματος, την αδράνεια, που το διατηρεί στην κινητική του κατάσταση. Η αδράνεια συνδέει το υλικό σώμα με την κίνησή του, έτσι ώστε η χωροχρονική ύπαρξη ενός υλικού σώματος να μπορεί να περιγραφεί ως μία χωροχρονική συνέχεια, μία χωροχρονική γραμμή.
Εφόσον λοιπόν ο χωροχρόνος είναι το μέσον της πραγματοποίησης ενός υλικού εκτεταμένου και κινούμενου σώματος, η χωροχρονική του γραμμή εκφράζει την τάση του σώματος να διατηρήσει τη χωροχρονική ύπαρξή του, κάτι που από τη σκοπιά της χωρικής θεώρησης εμφανίζεται ως αδράνεια. Το σύμπαν σε αυτή τη θεώρηση είναι ένα σύστημα υλικών εκτεταμένων σωμάτων χαρακτηριζομένων από την ιδιοκίνησή τους που διέπεται από την αδράνειά τους και από την αλληλεπίδρασή τους μέσω της κοινής χωροχρονικής τους φύσης. Αυτή η περιγραφή αντιστοιχεί δομικά με τη λαϊμπνιτσιανή περιγραφή του σύμπαντος ως συστήματος αλληλοαντιλαμβανομένων μονάδων που χαρακτηρίζονται από την τάση τους να αυτοσυντηρούν την ύπαρξή τους, κάτι που στη φιλοσοφική ορολογία ονομάζεται conatus.
Όμως το σύμπαν όπως το αντιλαμβανόμαστε δεν αποτελείται μόνο από αδρανή σώματα που συνδέονται μεταξύ τους με καθαρά γεωμετρικές χωροχρονικές αλληλεπιδράσεις. Αν συνέβαινε αυτό, τότε η αλληλεπίδραση ανάμεσα σε δύο σώματα θα ήταν ακαριαία, πράγμα που σε τελευταία ανάλυση θα σήμαινε ότι δεν θα υπήρχε διαφορά ανάμεσα σε κίνηση και μη-κίνηση, ότι δηλαδή το σύμπαν θα ήταν κάτι εντελώς στατικό, αχρονικό. Εφόσον όμως θα ήταν αχρονικό, τότε όλες οι διαφορετικές καταστάσεις του δεν θα υπήρχαν, θα κατέρρεαν σε μία, και οι χωροχρονικές γραμμές της ύπαρξης των σωμάτων θα κατέρρεαν επίσης σε ένα σημείο. Όμως τα σημεία δεν έχουν έκταση και κατά συνέπεια δεν μπορούν να έχουν χωρική σχέση μεταξύ τους, κάτι που σημαίνει ότι ένα αχρονικό σύμπαν θα ήταν και ένα σύμπαν χωρίς χώρο – ένα σύμπαν αποτελούμενο από ένα σημείο, δηλαδή από τίποτα: ένα σύμπαν που δεν μπορεί να υπάρξει.
Ο χωροχρόνος λοιπόν πρέπει να έχει εκτός από τα γεωμετρικά/αριθμητικά και υλικά χαρακτηριστικά, και η κίνηση που τον χαρακτηρίζει πρέπει να έχει και αυτή μία υλική υπόσταση. Η χαρακτηριστική υπαρκτή κίνηση που δίνει στον χωροχρόνο πραγματική υπόσταση είναι το φως. Το φως είναι το «υλικό» του χωροχρόνου και ως υλικό μοιράζεται ιδιότητες με τα εκτεταμένα σώματα. Έτσι ως υπαρκτό κινούμενο έχει ένα δικό του conatus, αυτό που αποκαλούμε ταχύτητα του φωτός, η οποία έχει ένα σταθερό μέγεθος. Επειδή όμως για το φως η ταχύτητά του είναι το conatus και κατά συνέπεια και η αδράνειά του, η ταχύτητα του φωτός είναι «εξ ορισμού» η ανώτερη ταχύτητα που μπορεί να επιτευχθεί στο σύμπαν. Με άλλα λόγια, η οριακή ταχύτητα του φωτός στο «κενό» είναι το χαρακτηριστικό υλικό γνώρισμα του χωροχρόνου. Από την άλλη, εφόσον ο χωροχρόνος δεν είναι κάτι ανεξάρτητο από τα εκτεταμένα υλικά σώματα που τον χαρακτηρίζουν, το φως μπορεί να μετατραπεί σε υλικό εκτεταμένου σώματος ή σε μέρος της κίνησής του. Από αυτό συνεπάγεται η αλληλεπίδραση και αλληλομετατρεψιμότητα ύλης και ενέργειας (κάτι που συνοψίζεται στον περίφημο τύπο E = mc2), η βαρυτική αλληλεπίδραση φωτός και μάζας και το γεγονός ότι οι παράμετροι της κίνησης ενός εκτεταμένου υλικού σώματος χαρακτηρίζονται από την εξάρτησή τους από την ταχύτητα του φωτός (που περιγράφεται από τους γνωστούς τύπους των μετασχηματισμών του Lorentz).
Έτσι λοιπόν το σύμπαν της θεωρίας της σχετικότητας χαρακτηρίζεται, όπως και το σύμπαν του Λάιμπνιτς, από υλικές μονάδες (τα σώματα ή αυτό που στη φυσική αποκαλείται συστήματα αδρανείας) που βρίσκονται σε μία προκαθορισμένη χωροχρονική σχέση μεταξύ τους, χαρακτηριζόμενη από τις χωροχρονικές γραμμές του φωτός που τις συνδέουν – όπου ο όρος «προκαθορισμένη» δεν έχει χρονική αλλά δομική/λογική σημασία. Το ότι εμείς αντιλαμβανόμαστε αυτή τη δομή ως φαινομενικά δύο ανεξάρτητες σειρές γεγονότων, τη χωρική και τη χρονική, είναι ένα μεταφυσικό πρόβλημα που δεν καλείται να λύσει η φυσική επιστήμη αλλά η φιλοσοφία.
Ο Αϊνστάιν πίστευε ότι υπάρχει Θεός και ότι ο Θεός δεν παίζει με ζάρια, δηλαδή ότι ο Θεός έχει κατασκευάσει το σύμπαν σύμφωνα με ένα σχέδιο. Απλώς διαχώρισε τη φυσική περιγραφή του σύμπαντος από τη μεταφυσική της διάσταση, την οποία άφησε στους φιλόσοφους και τους θεολόγους, αφήνοντας τη φυσική χωρίς την καθοδήγηση μίας συνθετικής μεταφυσικής σκέψης. Έτσι δεν είναι παράξενο το ότι το κενό που δημιουργήθηκε καλύφθηκε –με λίγες εξαιρέσεις όπως ο Herrmann Weyl που προσπάθησε να δώσει μία συνθετική θεώρηση φυσικής και μεταφυσικής– από πρόχειρες και αυθαίρετες μεταφυσικές αντιλήψεις και δοξασίες που καμιά φορά πλησιάζουν ή υπερβαίνουν τα όρια της δεισιδαιμονίας. Το ότι τέτοιες αντιλήψεις διατυπώνονται από καταξιωμένους φυσικούς δεν τις καθιστούν καλύτερες, μιας και το φιλοσοφικό επίπεδο των σημερινών φυσικών είναι κατά κανόνα πολύ χαμηλότερο από αυτό των συναδέλφων τους του 18ου αιώνα.
Ποια είναι λοιπό η απάντηση στο ερώτημα αν το σύμπαν είναι υλοκεντρικό ή αριθμοκεντρικό, ή αν το ηλιακό μας σύστημα είναι γεωκεντρικό/υλοκεντρικό ή ηλιοκεντρικό/αριθμοκεντρικό; Η απάντηση του Λάιμπνιτς είναι ότι και οι δύο θεωρήσεις είναι ο τρόπος με τον οποίο αναγκαστικά αντιλαμβανόμαστε τον αποχρώντα λόγο της φύσης του σύμπαντος, ο οποίος, εφόσον τον κατανοήσουμε, θα μας φανερώσει και τον λόγο για τον οποίο αντιλαμβανόμαστε το σύμπαν επάνω στη βάση αυτής της διχοτόμησης. Αυτή η θεώρηση επιβεβαιώνεται και από τη σχετικιστική φυσική και την κβαντομηχανική, οι οποίες όμως παραιτούνται από τη διερεύνηση του μεταφυσικού σκέλους του προβλήματος.
Ως κατακλείδα των σκέψεων μας, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η αλήθεια συνοψίζεται διαλεκτικά ως εξής:
Riposa, eppur si muove!
[ Φωτ. ]