Έρχονται λεφτά από το ελικόπτερο;

P
Ιωάννης Μουστάκης

Έρχονται λεφτά από το ελικόπτερο;

Ήταν 26 Ιουλίου του 2012, στο Διεθνές Επενδυτικό Συνέδριο που έλαβε χώρα στο Λονδίνο, όταν ο απερχόμενος πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), Mario Draghi, διατύπωσε μέσα σε μία πύρινη ομιλία την πια παροιμιώδη φράση που έμελλε να ανατρέψει τον οικονομικό ρου για την παραπαίουσα Ευρώπη: «Η ΕΚΤ είναι έτοιμη να κάνει οτιδήποτε χρειαστεί για να διατηρήσει το ευρώ». Με αυτόν τον ασυνήθιστα μαχητικό λόγο για θεσμικό παράγοντα, κατάφερε να στερεοποιήσει μονομιάς την εξαιρετικά ρευστή ευρωπαϊκή οικονομία και να διασφαλίσει τη στιβαρότητα του ενωσιακού οικοδομήματος για τα επόμενα χρόνια. Οι πυροσβεστικές παρεμβάσεις τού επικεφαλής της ανώτατης ευρωπαϊκής νομισματικής Αρχής συνέβαλαν καθοριστικά στην αποτροπή μιας γενικευμένης κρίσης στην Ευρωζώνη, αφού εκείνος επιστράτευσε κάθε συμβατικό και ανορθόδοξο μέσο για να αντιμετωπίσει σωρεία οικονομικών απειλών κατά τη διάρκεια της οκταετούς θητείας του, όπως η ταυτόχρονη δημοσιονομική κατάρρευση των χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας και οι επίμονες αποπληθωριστικές πιέσεις που υπέσκαπταν κάθε απόπειρα για αναπτυξιακή τόνωση.

Υπήρξαν, όμως, έγκαιρες και ικανές σε έκταση οι ενέργειες του κεντρικού τραπεζίτη; Η δέσμη νομισματικών μέτρων, που μεταξύ άλλων περιελάμβανε τον εκμηδενισμό των επιτοκίων, τη διαμόρφωση προσδοκιών για τη μελλοντική στάση τής ΕΚΤ και την εφαρμογή ενός εκτεταμένου προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης (η αγορά προκαθορισμένης ποσότητας από κρατικά και εταιρικά ομόλογα προκειμένου να διοχετευθεί ρευστότητα στην οικονομία), κρίνεται από πολλούς ειδήμονες απροσδόκητα ήπια αφού υποεκτίμησε συστηματικά τη δριμύτητα και την ανθεκτικότητα της ευρωπαϊκής ύφεσης. Η αναιμική ανάπτυξη του ΑΕΠ της Ευρωζώνης, που περιορίστηκε σε επίπεδα κάτω του 1% για το διάστημα 2011-2019, και ο ασθενής πληθωρισμός, που υπολείφθηκε αρκετά του στόχου τού 2% για την περίοδο, επιβεβαιώνουν τη βασιμότητα των επικρίσεων. Με την ίδια την ΕΚΤ να επικαιροποιεί τον Ιούνιο επί τα χείρω τις προβλέψεις της για την ανάπτυξη στη ζώνη του ευρώ μέσα στα επόμενα δύο χρόνια –σε 1,4% από 1,6% και 1,5%, αντίστοιχα–, η συζήτηση για τη χρησιμοποίηση «πυρηνικών επιλογών» έχει αναζωπυρωθεί.

Εν τη απουσία ομοιογενών δημοσιονομικών δυνατοτήτων στον χώρο της Ευρωζώνης και πρόσθετων εργαλείων στο νομισματικό οπλοστάσιο τής ΕΚΤ, δεν προκαλεί έκπληξη ότι έχουν αναβιώσει στον δημόσιο διάλογο αντισυμβατικές προτάσεις περασμένων δεκαετιών για την αναθέρμανση της συναθροιστικής ζήτησης στην Ευρώπη. Μία εξ αυτών είναι η θεωρία των «χρημάτων από ελικόπτερο» (“helicopter money”), που έχει περιγραφεί από τον νομπελίστα οικονομολόγο Milton Friedman (1969) και έχει αναδειχθεί από τον πρώην πρόεδρο της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ Ben Bernanke (2002). Σύμφωνα με αυτή την ιδέα, υπό εξαιρετικές και μόνο οικονομικές συνθήκες, η εκάστοτε κεντρική τράπεζα μπορεί να προχωρήσει σε τύπωμα νέου χρήματος και απευθείας διανομή του σε νοικοκυριά, προκειμένου να αυξηθεί το διαθέσιμο προς κατανάλωση εισόδημα και να ενισχυθεί η ανάπτυξη. Προφανώς η μεταφορά αυτή δεν γίνεται εν είδει άμεσης καταβολής ρευστού, αλλά πραγματοποιείται, για παράδειγμα, με τη μορφή καθολικής επιστροφής φόρου που χρηματοδοτείται από την κεντρική τράπεζα. Η αμεσότητα του εν λόγω εργαλείου συνιστά την ειδοποιό διαφορά του έναντι άλλων έκτακτων μέτρων νομισματικής πολιτικής, όπως η ποσοτική χαλάρωση και οι πράξεις αναχρηματοδότησης, μιας και τα τελευταία χρησιμοποιούν φρεσκοκομμένο χρήμα είτε για να αγοράσουν κρατικούς και εταιρικούς τίτλους είτε για να κάνουν στοχευμένες ενέσεις ρευστότητας στον τραπεζικό τομέα, επιτυγχάνοντας κυρίως δευτερογενή οφέλη.

Στο παρελθόν, η ιδέα αυτή είχε απορριφθεί για πολλούς λόγους που έχουν να κάνουν με την πρόκληση υπερπληθωρισμού, την πεποίθηση ότι το χορηγούμενο ποσό δεν πρόκειται να δαπανηθεί, και άλλα πιο εξειδικευμένα επιχειρήματα. Ωστόσο, η βασική κριτική που ασκήθηκε απευθυνόταν σε ένα κατ’ αρχήν ιδεολογικό ζήτημα που απορρέει από την ιδέα και συνοδεύεται από περίπλοκες νομικές διαστάσεις. Πιο ειδικά, η έννοια του “helicopter money” φαίνεται να προσκρούει στον καταστατικό περιορισμό που οριοθετεί τον στόχο των νομισματικών αρχών στο σύνολο των δράσεων που αφορούν (αποκλειστικά) την επίτευξη σταθερότητας των τιμών. Μια τέτοια νομισματική πράξη, όμως, φαίνεται ότι παραβιάζει τα όρια και αφορά πλέον την άσκηση κρατικής προϋπολογιστικής πολιτικής, αφού παράγει δημοσιονομικό αποτέλεσμα. Με τις διαχωριστικές γραμμές δυσδιάκριτες, γεννώνται σοβαρές πολιτικές δυσαρμονίες με τρομακτικές οικονομικές συνέπειες, καθώς η κρατική ανάμειξη σε έναν ανεξάρτητο θεσμό απαλείφει κάθε εμπόδιο προς την ανευθυνότητα. Καίτοι γνωρίζοντας ότι η κεντρική τράπεζα δύναται, κατά παρέκκλιση των καθηκόντων της, να χρηματοδοτεί φορολογικές μειώσεις ή/και κρατικές δαπάνες, κάθε κυβέρνηση ανεμπόδιστη θα διόγκωνε δημοσιονομικά ελλείμματα και δημόσιο χρέος άμετρα, προκαλώντας πληθώρα μακροοικονομικών ανισορροπιών. Βέβαια, όλες αυτές οι εύλογες ενστάσεις θα μπορούσαν να καμφθούν σε ικανό βαθμό αν υιοθετείτο εν τω συνόλω η θέση Friedman, σύμφωνα με την οποία η χρήση αυτού του μέτρου θα πρέπει να είναι και να παραμείνει ανεπανάληπτη.

Παρά τη σφοδρή πολεμική, ο Mario Draghi σε συνέντευξη Τύπου τον Μάιο του 2016 είχε δηλώσει πως βρίσκει την ιδέα «πολύ ενδιαφέρουσα», ενώ η επερχόμενη επικεφαλής τής ΕΚΤ, Christine Lagarde, παρότι δεν έχει εκφέρει άποψη προς το παρόν, αναμένεται να συνεχίσει στο πνεύμα ευελιξίας του προκατόχου της. Δυνητικά, μια τέτοια εξέλιξη θα ήταν ευνοϊκή για την Ελλάδα, καθότι η χώρα, υπό τις τρέχουσες συνθήκες, δεν είναι επιλέξιμη για προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης. Μιας και τα ελληνικά κυβερνητικά ομόλογα δεν ανήκουν εδώ και καιρό στην «επενδυτική βαθμίδα», η Ελλάδα είχε πρόσβαση σε φθηνό χρήμα από την ΕΚΤ μόνο ενόσω βρισκόταν σε πρόγραμμα διάσωσης. Με τη χώρα να βρίσκεται πλέον εκτός Μνημονίου, ο μοναδικός τρόπος για να περιληφθεί σε πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης θα ήταν να περάσει επιτυχώς από ανάλυση βιωσιμότητας χρέους τής ΕΚΤ. Παρά τη σταδιακή ανάκτηση της εμπιστοσύνης των Αγορών λόγω της ταχείας προώθησης μεταρρυθμίσεων, η εξέλιξη αυτή φαντάζει μεσοπρόθεσμα απίθανη για την Ελλάδα, καθότι οι οίκοι αξιολόγησης αξιόχρεου δεν προτίθενται για την ώρα να προβούν στην απαραίτητη αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας. Δεδομένου, λοιπόν, του ανυπέρβλητου αυτού φραγμού και της απροθυμίας για πρόσθετη επιείκεια, μία άπαξ και μαζική λύση για όλες τις χώρες της Ευρωζώνης θα μπορούσε να λειτουργήσει επ’ ωφελεία της Ελλάδας.

Ίσως τώρα να είναι η καταλληλότερη στιγμή για όλους να περάσει ένα ελικόπτερο πάνω από την Ευρώπη!