Et in Arcadia

D
Γιάννης Δημητρόπουλος

Et in Arcadia

Αν και συγκοινωνιολόγος, ταγμένος στην επίλυση των κυκλοφοριακών προβλημάτων, ένιωθα μια ικανοποίηση βλέποντας κάποια κυριακάτικα μποτιλιαρίσματα. Στα δεκατρία χρόνια που μέναμε οικογενειακώς στη Βόρεια Πελοπόννησο, όποτε επιστρέφαμε στη βάση μας από Σαββατοκύριακο ή διακοπές κινούμασταν αντίθετα στο ρεύμα. Οι ουρές της Αθηνών-Κορίνθου αφορούσαν «τους πρωτευουσιάνους», αυτό που δεν ήμασταν πια. Αυτό που απολαμβάναμε, μέχρι ένα σημείο.

Όχι, αυτή η αποκέντρωση δεν ήταν επιστροφή στην Ελλάδα που άφησαν πίσω οι γονείς μας, μετανάστες οι ίδιοι στην αντίστροφη κατεύθυνση. Η «επαρχία» για εμάς σήμαινε πόλη, διαμέρισμα χωρίς καν κήπο, δουλειές της ίδιας φύσης με αυτήν της Αθήνας — και μια σχέση δορυφόρου/πλανήτη με την πρωτεύουσα που υποτίθεται πως εγκαταλείψαμε. Με όλα τα καλά που είχε η αμεσότητα πρόσβασης σε θάλασσα και βουνό, όπως και η απόσταση από τα ουκ ολίγα που μας είχαν κουράσει επί δεκαετίες, και κυρίως στο προολυμπιακό χάος.

Όταν, πάλι, ολόκληρη η Ελλάδα έδειχνε να γίνεται μια προβληματική ευρωπαϊκή επαρχία, η κεντρική Ευρώπη έως και τις παρυφές της άρχισε να ελκύει όπως το φως τα έντομα. Τη μέρα ανακοίνωσης των capital controls ένιωσα για λίγο την παρόρμηση, γυρνώντας από μια υποχρέωση στη Θεσσαλονίκη, να κινηθώ προς Πολύκαστρο, Ευζώνους και παραπέρα. Πρυτάνευσαν ευτυχώς λογικές σκέψεις και γύρισα στον γνώριμο Νότο, βρίσκοντας την Κόρινθο να γλεντά —παρά την «καταστροφή»— ένεκα του πολιούχου Αποστόλου των Εθνών.

Αργότερα που βρέθηκα στο Ζάγκρεμπ, ο Γερμανοαυστριακός πρώην καθηγητής μου με συνεχάρη για την καινούργια μου θέση, αλλά δεν παρέλειψε να χαρακτηρίσει «επαρχιώτικη» την κροατική πρωτεύουσα. Είχε τα δίκια του, αλλά δεν με ένοιαζε. Η νέα μου πόλη ήταν σχεδόν στο κέντρο του σύμπαντος: τέσσερις ώρες από την αγαπημένη Βιέννη, τόσο κι άλλο τόσο από την όμορφη Πράγα, και ταυτόχρονα ένα δίωρο από τις παραλίες της Αδριατικής.

Δεν έγινα «Ευρωπαίος» το 2016. Θαύμαζα τη γιαγιά, κόρη μηχανικού σιδηροδρόμων από το Πορτ Σάιντ, που την αποκαλούσε επτάγλωσσο θηρίο ο συνονόματος παππούς μπαρμπα-Γιάννης. Δεν έμαθα ποτέ όλες τις γλώσσες που ήξερε, έγινε όμως πρότυπο αυτή της η ικανότητα και άνοιξε ένα παράθυρο στον κόσμο. Μαζί με τα αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά, καλλιέργησα μια σχέση με ένα συγκεκριμένο κομμάτι του κόσμου, που ήταν και για πολλούς άλλους (και για το επίσημο κράτος μας) κέντρο αναφοράς.

Κι όταν τα κυριακάτικα βράδια γυρίζαμε στο Ζάγκρεμπ από τη θάλασσα ή από άλλα εξοχικά μέρη, η αίσθηση της υπεροχής που έδινε η «κόντρα στους πολλούς» έπαψε πια να υπάρχει. Η συμφόρηση ανάμεσα στο Κάρλοβατς και τα διόδια εισόδου στην πόλη έμοιαζε λίγο με την κυριακάτικη επιστροφή από Χαλκιδική (τη ζήσαμε το καλοκαίρι του 1999 που δούλευα στην Εγνατία). Βοηθούσε και το μέγεθος της «ευρωπαϊκής» μας συμπρωτεύουσας, ίσο με αυτό της κροατικής μητρόπολης.

Ζούμε εναλλαγές —ειδικά το τελευταίο δεκαπεντάμηνο με την πανδημία— κι έτσι η πλέον πρόσφατη εμπειρία με τη μετακίνηση Ζάγκρεμπ-Σαράγεβο κάθε Σαββατοκύριακο δεν είναι πρωτόγνωρη. Την είχα ζήσει το 1999 με τα, παρόμοιας συχνότητας, ταξίδια ανάμεσα σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα. Στο τωρινό ζευγάρι προελεύσεων-προορισμών, πάντως, το ποιος τόπος είναι «επαρχία» είναι άμεσα αισθητό. Η Βοσνία είναι πρώτα και κύρια το «χωριό» της παλιάς Γιουγκοσλαβίας και, βεβαίως, των ανθρώπων που κατάγονται από εκεί και ζουν σε κάθε άκρη της Ευρώπης. Είναι μεν η πατρίδα των σλαβόφωνων μουσουλμάνων της περιοχής, αλλά ταυτόχρονα και ο βουνίσιος και ποταμίσιος τόπος πολλών Σέρβων και Κροατών — που όταν σε γνωρίσουν λίγο καλύτερα, και με μια τυχαία αφορμή (για παράδειγμα, την ανακοίνωσή μου ότι θα δουλεύω στο μέλλον εκεί), σου εκμυστηρεύονται την καταγωγή τους. Κι όταν κατεβάσουν μια ρακή παραπάνω, μπορεί και να σου πουν για όσα βλέπεις κι εσύ ταξιδεύοντας στη χώρα: τη σημαία με το άσπρο, κόκκινο και μπλε που αντικαθιστά (πλην κρατικών κτιρίων) το τρίγωνο με τα αστέρια στη μισή Βοσνία, και το άλλο λάβαρο με τον θυρεό-σκακιέρα που κυριαρχεί στα κομμάτια της άλλης μισής που σήκωσαν εκείνη την παντιέρα. Και την αντίληψη ότι η χώρα αυτή δεν είναι πραγματική αλλά κομμάτι αναπόσπαστο του ενός ή του άλλου γείτονα.

Το πιο χαρακτηριστικό πάντως δεν είναι τα πολιτικά/εθνικά χρώματα, αλλά η αίσθηση ενός τόπου που ζει από τα εμβάσματα και τις «προσφορές» (έως και σε εμβόλια) όσων νοιάζονται. Μιας γης που μαζεύει κάποιον κόσμο που θέλει να κάνει φτηνό χειμερινό τουρισμό, αλλά πολύ περισσότερους που κατεβαίνουν στο τέλος της άνοιξης και το καλοκαίρι (ή και τα σαββατοκύριακα αν προλαβαίνουν), δίνουν για λίγο ζωντάνια στα χωριά και μετά γυρίζουν στις μόνιμες κατοικίες και ασχολίες. Μιας Αρκαδίας όχι βουκολικά ιδεατής αλλά με πολλά, πολύ περισσότερα κοινά από όσα νόμιζα με τα κομμάτια της Πελοποννήσου που είναι έξω από τον τουριστικό χάρτη και τόσο «μέσα» σε εμάς τους ίδιους: σε αυτά που νομίζουμε ότι ξεπεράσαμε, στις κότες και τα πρόβατα που σταματούν την κυκλοφορία πριν το κάνουν τα διόδια, τα φανάρια και οι άλλες στενωποί των βασικών οδικών δικτύων.

[ Φωτ.: ο ποταμός Β’ρμπας (Vrbas) στη Βοσνία ].