«Έτερος Εγώ»: Η ιδιωτικοποίηση του χώρου

C
Νικήτας Φεσσάς

«Έτερος Εγώ»: Η ιδιωτικοποίηση του χώρου

Με δεδομένη την ιδιότητά τους να καταγράφουν με ιδιαίτερη λεπτότητα και πολλαπλούς, αναπάντεχους τρόπους τις διάφορες κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές και πολιτισμικές αλλαγές και, στις καλύτερες στιγμές τους, να πιάνουν το πνεύμα της εποχής και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, είναι απολύτως δυνατόν να αφηγηθεί κανείς τη νεότερη και σύγχρονη (και μπορούμε να πάμε και πιο πίσω) Ιστορία της Ελλάδας μέσα από τα είδη (genres), λογοτεχνικά (παλαιότερα) και, από ένα σημείο και μετά, τα κινηματογραφικά και τα τηλεοπτικά. Στο κείμενο που ακολουθεί θα μιλήσω για την ιδιαίτερη χρήση των χώρων στον καινούργιο κύκλο της επιτυχημένης σειράς Έτερος Εγώ από τον σκηνοθέτη και σεναριογράφο Σωτήρη Τσαφούλια, όχι μόνο ως φόντου, αλλά ουσιαστικά ως κεντρικού χαρακτήρα, και για το πώς αυτή αντικατοπτρίζει, όχι ακριβώς την ελληνική πραγματικότητα, αλλά μια εναλλακτική εκδοχή και μορφή αυτής, που ωστόσο σήμερα φαίνεται τόσο πιθανή ώστε να γίνει αρκούντως πιστευτή και ευκολότερα αποδεκτή απ’ ό,τι θα ήταν, λ.χ., δέκα χρόνια πριν.

Ακροβατώντας ήδη από τον πρώτο κύκλο μεταξύ της ωμότητας του (υπο)κόσμου του Γιάννη Οικονομίδη, και της παλαιότερης σειράς Ίχνη (βασισμένη στην αμερικάνικη CSI και τα αμέτρητα spin-off αυτής), ο Τσαφούλιας παρουσιάζει μια Ελλάδα περί τα τέλη της τρέχουσας δεκαετίας ταυτόχρονα ρεαλιστική και υπερστυλιζαρισμένη. Αντίστοιχα, για να κάνει το διεθνές φορμάτ πιο οικείο και εθνικά συγκεκριμένο, διανθίζει τους διαλόγους με τσιτάτα του Λιαντίνη, και με δολοφόνους που αντλούν έμπνευση από την αρχαία ελληνική μυθολογία. Άλλες φορές το μίγμα λειτουργεί, ενίοτε το αποτέλεσμα είναι ανοίκειο και σουρεαλιστικό.

Ούτως η άλλως, κάποια από τα είδη (και είναι πολλά: αστυνομικό θρίλερ, τρόμος, νουάρ, το υποείδος τού κατά συρροή δολοφόνου, η υποκατηγορία με πρωταγωνιστές νευροατυπικούς ντετέκτιβ) που ο Τσαφούλιας αναμιγνύει έχουν «δύσκολη» ιστορία στο ελληνικό περικείμενο, με την έννοια ότι τυπικά κατηγορούνται για μιμητισμό ξένων προϊόντων, έλλειψη αυθεντικότητας, και αναληθοφάνεια.

Πώς γυρίζει κάποιος τη Σιωπή των Αμνών (για να κάνω μια αναφορά που δεν θα «χαλάσει» την ανατροπή του νέου κύκλου) με φόντο τη σημερινή Αθήνα χωρίς το κοινό να «ρολάρει» τα μάτια με δυσπιστία; Ένα βασικό πρόβλημα στη μεταφορά ή τη διασκευή είναι οι χώροι, και ο Τσαφούλιας το γνωρίζει. Πώς, και κυρίως πού, μπορεί να κινηματογραφήσει σύγκρουση κρατουμένων στις φυλακές με τρόπο και αισθητική που είναι στους περισσότερους Έλληνες και Ελληνίδες οικεία από τις αμέτρητες ανάλογες σκηνές του αμερικανικού εμπορικού κινηματογράφου; Με δεδομένο ότι ο συγκεκριμένος σκηνοθέτης προσπαθεί να συνδυάσει τον όποιο ρεαλισμό με υπερστυλιζάρισμα, η λύση που προκρίνει είναι η σειρά του να εκτυλίσσεται κατά κανόνα σε ιδιωτικούς επαγγελματικούς χώρους.

Εξηγώ τι εννοώ: στον πρώτο κύκλο της σειράς, με υπότιτλο Χαμένες Ψυχές, η ψυχιατρική κλινική όπου έγινε το έγκλημα το οποίο η ελληνική αστυνομία προσπαθεί να εξιχνιάσει δεν μπορεί να είναι δημόσια, και μόνο με βάση την εσωτερική της διακόσμηση, με κυρίαρχα τα υπερμοντέρνα, ασύμμετρα φωτιστικά τοίχου, που με εξπρεσιονιστικό και όχι πολύ λεπτό τρόπο αντικατοπτρίζουν τη θραυσματισμένη ψυχοσύνθεση των τρόφιμων, και των υπόπτων για το φόνο.

Στη νέα σεζόν, η φυλακή και το κολέγιο είναι επίσης αδύνατον να είναι δημόσια. Η φυλακή δεν μοιάζει μάλλον πουθενά με ελληνική φυλακή, όσον αφορά την αρχιτεκτονική, τη διαρρύθμιση των χώρων, τους φωτισμούς, τα κελιά που μοιάζουν περισσότερο με art installation σε γκαλερί μοντέρνας τέχνης, τα κάγκελα, τις στολές των κρατουμένων, και τις στολές των δεσμοφυλάκων που δεν έχουν πουθενά εθνόσημο, και οι οποίες παραπέμπουν σε κορπορατικό ντιζάιν. Το μόνο που μπορούμε να υποθέσουμε είναι ότι, στην τσαφούλεια Ελλάδα, το Κράτος συνεργάζεται πλέον ήδη με ιδιώτες εργολάβους που αναλαμβάνουν εξ ολοκλήρου την κατασκευή, τη στελέχωση, και τη λειτουργία σωφρονιστικών καταστημάτων.

Το δε κολέγιο στο οποίο διδάσκει Εγκληματολογία ο πρωταγωνιστής είναι προφανώς επίσης ιδιωτικό. Οι (προπτυχιακοί) φοιτητές πληρώνουν δίδακτρα και, αν κρίνουμε από την επίπλωση του γραφείου των καθηγητών, το ποσό είναι σεβαστό. Τα μέλη του συμβουλίου των καθηγητών ανησυχούν για τις μειωμένες σε αριθμό εγγραφές του τρέχοντος ακαδημαϊκού έτους, και αισθάνονται ανασφάλεια για το επαγγελματικό τους μέλλον εάν συνεχιστεί η πτώση (βλ. προσφορά-ζήτηση, αντίθεση με τη μονιμότητα που παρέχει ο δημόσιος τομέας, κλπ.). Πουθενά ο συγκεκριμένος χώρος δεν παραπέμπει σε δημόσιο ελληνικό πανεπιστήμιο. Δεν υπάρχουν οι χαρακτηριστικές αφίσες φοιτητικών παρατάξεων. Στην πρόσοψη δεν αναφέρεται κάποιο όνομα ελληνικού δημόσιου πανεπιστημιακού ιδρύματος. Επίσης, δεν φαίνεται να εμπλέκεται με τον ένα ή τον άλλον τρόπο κάποια κομματική παράταξη στην εκλογή του πρύτανη.

Ως τηλεοπτικό/πολιτισμικό «κείμενο», το Έτερος Εγώ: Κάθαρσις διατηρεί μια ενδιαφέρουσα, αμφίσημη στάση απέναντι στο ιδιωτικό, και τη διαλεκτική ιδιωτικού (κολέγιο, φυλακή) και δημόσιου (ελληνική αστυνομία). Στην προηγούμενη σεζόν της σειράς, ο διευθυντής της ιδιωτικής ψυχιατρικής κλινικής δίνει, όπως παρατηρεί ο χαρακτήρας του ταξίαρχου Μπαρασόπουλου (Μάνος Βακούσης), ιδιαίτερη προσοχή στο στιλ και το ντύσιμό του (κωδικοποίηση/συμπαραδήλωση που μας ενδιαφέρει εδώ: ιδιωτικό = μεγαλύτεροι μισθοί, τουλάχιστον για αυτούς που βρίσκονται σε θέσεις ευθύνης), σε σχέση με τους εμφανισιακά πιο ανεπιτήδευτους αστυνομικούς, και δη τους ανώτατους αξιωματικούς (δημόσιο). Αν και είναι εξαρχής ύποπτος, και σε κάποιο σημείο και κατηγορούμενος (για λίγο εμφανίζεται και σιδηροδέσμιος), αποδεικνύεται τελικώς αθώος για το έγκλημα, γενικώς συνεπής στο λειτούργημά του, και με όραμα για την επιστήμη του. Αντίθετα (σπόιλερ), ο δημόσιος ιατροδικαστής που χρησιμοποιεί η Ασφάλεια αποκαλύπτεται ότι είναι ο κατά συρροή δολοφόνος.

Στη νέα σεζόν της σειράς, το ιδιωτικό κολέγιο κρύβει κάποια σκοτεινά, ντροπιαστικά, και απεχθή μυστικά, όπως έκρυβε και η ιδιωτική κλινική (ακολουθούν κάποια σπόιλερ): οι αστυνομικοί και ο εγκληματολόγος με τον οποίο συνεργάζεται η ΕΛΑΣ (και ο οποίος, παρεμπιπτόντως, πληρώνεται από τον ιδιωτικό τομέα, αλλά προσφέρει τον χρόνο, τις υπηρεσίες, και κυριολεκτικά κομμάτια από τη ζωή του στο ελληνικό κράτος αμισθί [;]) αποκαλύπτουν οικονομικές ατασθαλίες που κρύβουν ξέπλυμα κυκλώματος διακίνησης νεαρών γυναικών. Ωστόσο, τελικά για όλα αυτά δεν ευθύνεται συλλήβδην το ίδρυμα, αλλά ένας ερωτοχτυπημένος (!) καθηγητής που ενήργησε μεμονωμένα. Στο τέλος, η αγορά αυτορυθμίζεται, αποβάλλοντας το σκάρτο, και επιβραβεύοντας την επαγγελματική και ηθική συγκρότηση και ακεραιότητα στο πρόσωπο του καθηγητή που υποδύεται ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης. Οι υπόλοιποι καθηγητές επίσης αναπαρίστανται ως σοβαροί επαγγελματίες, και παιδαγωγοί που εντέλει τιμούν τον ρόλο και το λειτούργημά τους.

Η εναλλακτική ελληνική πραγματικότητα του Τσαφούλια λοιπόν περιλαμβάνει πράγματα που συμβαίνουν/υπάρχουν ήδη (αλλά όχι στον βαθμό που κάποιοι θα ήθελαν) στην Ελλάδα όπως τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, και πράγματα που συμβαίνουν προς το παρόν στην Αμερική (ιδιωτικά σωφρονιστικά καταστήματα). Ο χώρος της μυθοπλασίας εν προκειμένω ταυτίζεται με τον ιδιωτικοποιημένο χώρο. Τι λέει αυτό για την ιστορική, κοινωνικο-οικονομική, πολιτική στιγμή στην οποία βρίσκεται η χώρα; Τι σημαίνει το γεγονός ότι στη συγκεκριμένη σειρά, το ιδιωτικό πανεπιστήμιο, παρά τα προβλήματά του, φαίνεται να λειτουργεί αρκετά ικανοποιητικά, παρέχοντας υψηλό επίπεδο μόρφωσης και παιδείας και, από την άλλη, αν και δεν λείπουν οι συγκρούσεις κρατουμένων και οι αυστηροί δεσμοφύλακες, η ιδιωτική φυλακή παρουσιάζεται ως ευρύχωρη, καθαρή, το μενού που παρέχει στους τρόφιμους πλούσιο και υγιεινό, κλπ.;

Και για να προβοκάρω ακόμη περισσότερο: με δεδομένο ότι το αρχηγείο της αστυνομίας μοιάζει περισσότερο με κάποιου είδους μινιμαλιστικό κλαμπ, ή μοντερνιστική γκαλερί, και σε καμία περίπτωση με αυτό που (ανα)γνωρίζουμε ως δημόσιο χώρο, και δη ως κτίρια και γραφεία ή εργαστήρια της αστυνομίας στην Ελλάδα, μήπως δεν είναι τόσο τραβηγμένο να υποθέσουμε ότι αυτή η εναλλακτική, πλην αδιάφθορη, ελληνική αστυνομία του Τσαφούλια είναι, έστω εν μέρει, κι αυτή ιδιωτική; Το δε πιο γνωστό οικονομικό σκάνδαλο, στο οποίο εμπλέκονταν από διοικητικοί υπάλληλοι μέχρι πρυτάνεις στην Ελλάδα, αφορά δημόσιο, και όχι ιδιωτικό πανεπιστημιακό ίδρυμα. Πίσω από το δυστοπικό περιτύλιγμα-σήμα κατατεθέν του συγκεκριμένου είδους, είναι η σειρά Έτερος Εγώ μια ουτοπία ιδιωτικοποιήσεων στην Ελλάδα μετά την κρίση;

Η ταινία Έτερος Εγώ χρηματοδοτήθηκε από ιδιωτικά κεφάλαια. Το ομώνυμο σίριαλ προβάλλεται από το ημι-ιδιωτικό/ημι-δημόσιο Cosmote TV (που έβαλε και τα χρήματα), και δεν θα μπορούσε να δαιμονοποιήσει τον ιδιωτικό επαγγελματικό χώρο. Αντ’ αυτού, τον αναπαριστά ως μυστηριώδη, συναρπαστικό, εξωτικό, και τουλάχιστον στο ίδιο επίπεδο με το δημόσιο από άποψη παροχής υπηρεσιών, αν όχι καλύτερο. Ιδωμένη μέσα από το πρίσμα των μεταρρυθμίσεων που προωθεί η παρούσα κυβέρνηση σε σχέση, π.χ., με τα ιδιωτικά πανεπιστημιακά ιδρύματα, αλλά και τις φυλακές, αυτή η πτυχή του συγκεκριμένου πολιτισμικού κειμένου αποκτά ιδιαίτερη σημασία, συνιστώντας πρόσφορο πεδίο ερμηνειών που το πηγαίνουν αρκετά πιο πέρα από δολοφόνους που εμπνέονται από την αρχαία ελληνική μυθολογία, σε σύγχρονες μυθολογίες με μεγαλύτερο ή μικρότερο έρεισμα στην (ελληνική) πραγματικότητα.