Έτγκαρ Κέρετ, «Το Κορίτσι στο Ψυγείο»
Ο ταλαντούχος Ισραηλινός κινηματογραφιστής και συγγραφέας Έτγκαρ Κέρετ (γέν. 1967), δυνατό, νέο αίμα της σύγχρονης καλλιτεχνικής σκηνής της επίμαχης χώρας, κουλτούρας, γλώσσας και αρκετών άλλων από όλα όσα περιλαμβάνει η ευρύχωρη ετικέτα Ισραήλ, μας μπάζει χωρίς γλυκερά καλωσορίσματα στη ζοφερή πραγματικότητα του κράτους του, που δεν είναι μιας όψης και μιας αντίληψης ειρηνικό κράτος στην πιο ήσυχη και παραδεισένια γωνιά του πλανήτη. Στην εξηντάχρονη και βάλε διαμάχη τους με τους Άραβες, οι Ισραηλινοί πληρώνουν με αίμα το αντίτιμο της πολιτικής τους και η αβίαστη επιλογή κερκίδας από μας τους απέξω (πόσο απέξω, δεν ξέρω) είναι το λιγότερο ανόητη.
Εκεί δεν παίζουν ποδόσφαιρο, κυρίες και κύριοι, κι αν έπαιζαν η ισοπαλία δεν υπάρχει ως λέξη και πιθανότητα, δεν υπάρχει στο λεξικό ή στο πλάνο τους. Είναι λοιπόν ανάγκη για μας να δούμε τα 38 διηγήματα του Κέρετ από τη συλλογή με τίτλο «Το Κορίτσι στο Ψυγείο», που μετέφρασε για τον Καστανιώτη από τα εβραϊκά η έμπειρη Λουΐζα Μιζάν, με κείνον τον ειδικό σεβασμό που απαιτεί η θεματολογία τους — αλλά και γιατί δεν ανήκουν στους νέους τίτλους τής τάδε ή της δείνα εκδοτικής χρονιάς, δεν είναι γενικού περιεχομένου κείμενα του συρμού και η ανάγνωσή τους δεν έχει ημερομηνία λήξεως. Είναι στιλέτα. Σφαίρες. Μπιλιέτα μικρής έκτασης, τόσο σημαντικά που πρέπει να φτάσουν πάση θυσία στους παραλήπτες επειδή έχουν να τους πουν πολλά μέσα από τις λίγες αιχμηρές τους λέξεις.
Ο Έτγκαρ Κέρετ ενεργοποιεί τα καλά και των δύο ιδιοτήτων του και γράφει έξοχα διηγήματα, σαν να γυρίζει ένα φιλμ που πολλές από τις σκηνές του, με την τραχύτητα και τη βιαιότητα που τις χαρακτηρίζουν, καλό θα ήταν να έμεναν αμοντάριστες για να μην αλλοιώσουν την εμφανέστατη πρόθεσή του να πει τα άσχημα και τραγικά πράγματα με το όνομά τους. Παρά ταύτα, ό,τι γράφει εδώ δεν είναι ένα ακόμα πιασιάρικο σενάριο για μία ταινία μικρού μήκους ανά διήγημα: είναι πρωτίστως Λογοτεχνία και την επιχειρεί δίνοντας απλόχερα εικόνα και ταύτιση στον αναγνώστη χωρίς να του στερεί παράλληλα την ελευθερία/ανάγκη να ζυμώσει κι αυτός με την σειρά του το ίδιο υλικό όσο και όπως θέλει και μπορεί, ακόμα και αν στο επίκεντρο της αφήγησης βρίσκεται το όνειρο, π.χ., που είδε ένας καθ’ όλα διπρόσωπος ήρωας, που δεν ξέρουμε αν λέει αλήθεια ή ψέματα —ή τι θα μπορούσαμε εμείς να εκτιμήσουμε ως αλήθεια και τι ως ψέμα—, καθώς, στην εικόνα που αμέσως σχηματίζεται σαν ολόγραμμα μπροστά μας, το μυαλό προσθέτει αυτομάτως και τα υπόλοιπα στοιχεία φιλτράροντάς τα, και οι σκέψεις που γεννιούνται διαβάζοντας-βλέποντας είναι κρίκοι στην ίδια αλυσίδα: εκείνην της βίας που δεν μοιάζει να έχει τελειωμό.
Γιατί πώς και από ποιους έρχεται το τέλος της βίας σε ένα μακροχρόνιο και βαθύ μίσος; Μπορεί μόνο με την τέχνη να καταφέρει ο Έτγκαρ Κέρετ ό,τι δεν πέτυχαν τόσοι και τόσοι με πιο ισχυρά μέσα, ρίχνοντας τσουχτερά διηγήματα σαν αλάτι και την ίδια στιγμή βάλσαμο σε παλιές και νέες πληγές; Μήπως για να βγάλουμε άκρη, διαβάζοντάς τα, πρέπει να ανατρέξουμε στην ιστορία της περιοχής και να ξεχωρίσουμε καταρχάς τη στενή θρησκευτική ταυτότητα εβραίος από την σαφώς πιο πλατιά εθνική Ισραηλινός, και να δούμε τον Κέρετ σαν Ισραηλινό και μετά σαν εβραίο (αν είναι), αποδεχόμενοι και την κοντινή, λέω, θέση του Αβραάμ Γεοσούα —τι συγγραφέας, Χριστέ μου—, που δηλώνει συχνά-πυκνά πως μπορούν και πρέπει να είναι διακριτές αυτές οι δύο, ώστε να παίξουν επιτέλους σωστό ρόλο στην επίτευξη της ειρήνης;
Νομίζω πως ναι: από εκεί πρέπει να ξεκινήσει ο επίμονος αναγνώστης που δεν διαβάζει (σκοτώνει την ώρα του με) βιβλία, επειδή του τέλειωσαν τα σταυρόλεξα.
Ο Γεοσούα εστίασε στο τεράστιο αυτό ζήτημα και σε ομιλία του όταν ήρθε στην Αθήνα και είχα τότε, φυσικά, τρέξει να τον ακούσω για να καταλάβω —πέρα από τη λογοτεχνία, μα εξαιτίας της— ποιοι και κυρίως γιατί αρνούνται την ειρήνη στον τόπο του, για να καταφέρω να κατανοήσω την καθημερινότητα εκείνων που στη ζωή τους συνυπάρχει σε ημερήσια διάταξη η ανάγκη της πατρίδας, ο αυστηρός Θεός που έχει εκλεκτό λαό και τιμωρεί αβέρτα και αναπόφευκτα τους άλλους, ο στρατός, η Γάζα, ο πόλεμος, οι βομβιστικές επιθέσεις, τα παιδιά των Παλαιστινίων που σκοτώνονται σαν να ’ναι σπουργίτια, οι ίδιοι οι ισχυρότεροι από κάθε άποψη Ισραηλινοί, που όμως ζουν με την ψυχή στο στόμα συνέχεια, το μίσος —με μια λέξη— κι από τις δυο πλευρές. Για να καταφέρω να κατανοήσω την καθημερινότητα εκείνων των οποίων θεωρώ την τωρινή τους λογοτεχνία εξαιρετική και δικαίως γνωστή σε όλο τον κόσμο, και όχι χάριν της σιωνιστικής, όπως τη λένε οι πολέμιοί της, προπαγάνδας που τάχα εξ αυτής φτάνουν στα πέρατα της γης λογοτέχνες σαν τον Οζ, γράφοντας για οδυνηρά θέματα και σε γλώσσα ομιλούμενη από λίγα εκατομμύρια — ε, μα όχι, σιχαίνομαι τις παρωπίδες στη Λογοτεχνία. Και τέλος πάντων έτυχε και καθόμουν μερικές σειρές πίσω από τον πρέσβη του Ισραήλ και μου έκανε εντύπωση, αλλά βέβαια κατάλαβα γιατί ασχολιόταν με το κινητό του όλη την ώρα, με κατεβασμένο το φαλακρό του κεφάλι στο μαραφέτι, αγνοώντας τον διάσημο συμπατριώτη του ειδικά στα σημεία εκείνα τα ζουμερά στα οποία ο γερο-Γεοσούα, λαλίστατος, το ζόριζε όλο και πιο πολύ το πράγμα μιλώντας φουλ πολιτικά εφ’ όλης της ύλης, ο μπαγάσας, τεκμηριώνοντας με βάση ένα ουμανιστικό στο βάθος του και ίσως και λίγο προβακατόρικο σκεπτικό, ότι πατρίδα όλων μας —καταλαβαίνετε ποιοι είναι αυτοί οι όλοι (πρέπει να θεωρούμε πως)— είναι η Μεσόγειος, και άλλα που, είτε διαφωνούσαμε μ’ αυτά —χοντρικά πάντα— είτε συμφωνούσαμε, είχαν ενδιαφέρον και γι’ αυτό, υποθέτω, δεν κουνιόταν φύλλο στην κατάμεστη αίθουσα, δεν ακουγόταν κιχ, και κανένας εκτός του ζαβολιάρη πρέσβη δεν είχε στραμμένη την προσοχή του αλλού παρά μόνο στον ομιλητή.
Ο χαρισματικός Κέρετ είναι πολιτικώς ένα ακόμα μαύρο πρόβατο σαν τον Γεοσούα, μα χαρακτηριστικός εκπρόσωπος μιας γενιάς Ισραηλινών καλλιτεχνών που γράφουν-κινηματογραφούν-σκιτσάρουν-μοιράζονται την αγωνία τους για την ατελείωτη βία στην πατρίδα τους και πατρίδα των εχθρών (των Παλαιστίνιων — ή δεν είναι μόνον αυτοί οι εχθροί τους;), έχοντας πάρει τη σκυτάλη από σπουδαίους, από πανάξιους προλαλήσαντες. Κι όταν την υπεράσπιση του δίκιου, που δεν είναι μια μονόπλευρη ουτοπία, την κάνουν οι Σίνγκερ, οι Οζ, οι Γεοσούα και οι Κέρετ αυτού του κόσμου, τότε η λογοτεχνία βγαίνει από τα σύνορα και άντε ν’ αρέσει στους πρέσβεις. Ενοχλούν οι σπινθήρες της και φέρνει αμηχανία η μετατροπή της σε εργαλείο σκέψης που γεννά αμφιβολίες, που με τη σειρά τους ποιος ξέρει σε τι θα μετασχηματιστούν, επειδή η αγωνία για το μη αύριο όλων ανεξαιρέτως των κατοίκων της μικρής αυτής και νεοσύστατης χώρας, αγωνία θανάτου που κυριαρχεί και στα 38 διηγήματα, είναι η μοναδική αλήθεια που δεν κρύβεται με ωραίες λέξεις και γελαστά καρέ. Κατάσταση σκατά δηλαδή.
Από τους τίτλους και μόνο μπαίνουμε στην ατμόσφαιρα της συλλογής: «Το Κορίτσι στο Ψυγείο», «Γενέθλια», «Δεν είναι Άνθρωποι», «Η Θρεπτική Αξία του Ονείρου», «Αίθουσα Αναμονής», «Τέρας στο Τάβλι», «Χουμπέζα», «Μπούμερανγκ», «Γιορντάν», «Ο Χυμός των Μύθων», «Η Πλάκα», «Γιούλια», «Εγώ και η Ανέτ Πηδιόμαστε στην Κόλαση», «Ο Ρεχάμιμ και ο Σκουληκάνθρωπος — Μια Άθλια Ιστορία», «Ο Αρκάντι Χιλούα Ταξιδεύει με το Λεωφορείο Νούμερο Πέντε», «Όχι Πολιτικά», «Άραβας με Μουστάκι», «Ενενήντα», «Ο Θεός Νάνος», «Μισερό Σέντερ», «Σαν τις Νυχτερίδες», «Ανθρώπινο Ομοίωμα», «Έλα να Μείνουμε στο Επίπεδο της Μεταφοράς», «Μαϊμού Εναντίον Ανθρώπου», «Ο Γκιούλιβερ στα Ισλανδικά», «Το Ζήτημα της Ύβρεως», «Η ζήλια των συγγραφέων», «Μεταφρασμένη Ιστορία — Ο Βρικόλακας ή Ο κύριος Μακτάγκρετ», «Εβραϊκή Ιστορία (α. Μηχανοκίνητη περιπολία / β. Ταξίδι)», «Σλόμο Πουστρόνο Πάρ’ τον Πούτσο μου και Δρόμο», «Ημέρες σαν τη Σημερινή», «Νανούρισμα στο Χρόνο», «Εγώ κι ο Λούντβιχ Σκοτώνουμε τον Χίτλερ Χωρίς Λόγο (ή, Βερολινέζικη Άνοιξη)», «Το Θανάσιμο Χαμόγελο του Χανς», «Χαρούμενα Χρώματα», «Κανένας δεν Καταλαβαίνει τα Κβάντα», «Αλίσα», «Τίποτα».
Ο Κέρετ, που δεν είναι ο νέος Οζ ή ο νέος Γεοσούα, ούτε βέβαια ο εμβληματικός Ισαάκ Μπάσεβιτς Σίνγκερ —δεν χρειάζεται άλλωστε να είναι κάποιος σε νέα εκδοχή, μπορεί κάλλιστα να τα βγάζει πέρα ως αυτόφωτος, ως ο εαυτός του—, έχει βουτήξει, και μπράβο του, στα μύρια όσα πολιτικά σκατά και προσπαθεί —με το ρίσκο να γίνει ο αγαπημένος στόχος όσων δεν αντιλαμβάνονται ότι η κατάσταση, π.χ., στη Γάζα ντροπιάζει τον ιστορικό λαό τους που έχει περάσει τα πάνδεινα— να ανασύρει ό, τι καλό έπεσε ή έριξαν ο πόλεμος και η βία εκεί — και το κάνει με τον πιο δραστικό τρόπο που ξέρει: κάμερα και πένα.
Η πένα του Κέρετ και ό,τι την αποτελεί —καθημερινή, αργκό και νεολαιίστικη γλώσσα, στριφνά θέματα, λιτό στυλ, άριστη τεχνική, αφηγηματική αμεσότητα— βυθίζεται πότε στον σουρεαλισμό και πότε στον ρεαλισμό, καταφέρνει να τους συνδυάσει καλά και να κρατήσει τον αναγνώστη εντός τους συνέχεια και να πείσει ότι αυτός ο ανάκατος κόσμος που φτιάχνει με τις λέξεις και τις εικόνες, αφηγούμενος κυνικές ή αστείες, γλυκόπικρες ή ψυχοπλακωτικές ιστορίες, ή τραβώντας από το ασυνείδητο όνειρα που ίσως όμως να ήταν μνήμες και ιστορίες που πράγματι συνέβησαν, είναι ο κόσμος όλων μας και καλά θα κάνουμε να τον σεβαστούμε συλλογικά πράττοντας, καχύποπτοι απέναντι στην επιμερισμένη τοπικά και χρονικά ειρήνη που γευόμαστε στις τάχα ασφαλείς ζωές μας.
Όλα είναι πόλεμος και ειρήνη, όλα είναι ζωή και θάνατος σε έναν κοινό κόσμο, άλλοτε ωραίο και άλλοτε άσχημο, που είναι δυνητικά για όλους ο ίδιος — και ειδικά στη μοιρασιά της συμφοράς. Ο κόσμος μας.
[ Εικονογράφηση: Elisa Winograd, 2014, από το φιλμ κινουμένων σχεδίων που έκανε για το «Κορίτσι στο Ψυγείο» ].